Είναι έτοιμη η Ελλάδα να δώσει προτεραιότητα στη φύση;

Με αφορμή τη σημερινή ευρωπαϊκή ημέρα Natura 2000, η Ιόλη Χριστοπούλου ρωτά πόσο έτοιμη είναι η Ελλάδα να πετύχει τους νέους στόχους για την προστασία της φύσης που περιλαμβάνονται στη νέα Στρατηγική της ΕΕ για τη Βιοποικιλότητα που ανακοινώθηκε χθες.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη HuffPost Greece στις 21 Μαΐου 2020. Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:

Είναι έτοιμη η Ελλάδα να δώσει προτεραιότητα στη φύση;

Με τη νέα Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Βιοποικιλότητα που ανακοίνωσε χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανανεώνονται οι ευρωπαϊκές δεσμεύσεις, με ορίζοντα το 2030, για την αντιμετώπιση των απειλών που οδηγούν παγκοσμίως ένα εκατομμύριο είδη πανίδας και χλωρίδας στην εξαφάνιση. Η νέα Στρατηγική βασίζεται σε δύο πυλώνες: την προστασία και την αποκατάσταση της φύσης. Παράλληλα, ορίζει ένα νέο πλαίσιο διακυβέρνησης, στοχεύει στη μόχλευση πόρων ύψους 20 δις ευρώ/έτος και τονίζει τον διεθνή ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η νέα Στρατηγική για τη Βιοποικιλότητα μεταφέρει ένα σαφές μήνυμα: τόσο για το περιβάλλον όσο και για την οικονομία χρειάζεται να προστατεύσουμε περισσότερη φύση, και να την προστατεύσουμε καλύτερα.

Νέοι στόχοι: 30% προστασία και 10% αυστηρή προστασία

Με αφορμή τη σημερινή ημέρα Natura 2000, αναδεικνύεται ειδικά η σημασία των στόχων που αφορούν στην προστασία.

Η νέα στρατηγική θέτει στο 30% το ποσοστό τόσο της χερσαίας όσο και της θαλάσσιας έκτασης της γηραιάς ηπείρου που πρέπει να χαρακτηριστεί ως προστατευόμενο. Αν και δίνεται έμφαση στις περιοχές Natura 2000, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενσωματώνει στην πρότασή της και άλλες εθνικά χαρακτηρισμένες προστατευόμενες περιοχές, επιδιώκοντας ένα διευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών. Ο στόχος περιλαμβάνει μία πρόσθετη δέσμευση: το 10% των εκτάσεων να ενταχθεί σε αυστηρό καθεστώς προστασίας ώστε να διατηρούν στο μέγιστο τον φυσικό τους χαρακτήρα. Επιπλέον, για τις προστατευόμενες περιοχές πρέπει να διασφαλίζεται αποτελεσματική διαχείριση και παρακολούθηση. Μόνο για την κάλυψη αυτών των απαιτήσεων που αφορούν στις περιοχές Natura 2000 αναμένεται η δημιουργία επιπλέον 500.000 θέσεων εργασίας, αναφέρει η Στρατηγική.

Οι προστατευόμενες περιοχές στην Ελλάδα στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής

Η Ελλάδα έχει κάνει ένα σπουδαίο πρώτο βασικό βήμα – έχει υπερκαλύψει τον νέο στόχο. Έχει ήδη εντάξει στο δίκτυο Natura 2000 27,3% της χερσαίας έκτασης και 19% των εγχώριων υδάτων της. Σύμφωνα, με τα στοιχεία που η χώρα δηλώνει στη σχετική βάση δεδομένων του OHE το ποσοστό της χερσαίας κάλυψης, αν προστεθούν εκτάσεις εθνικών πάρκων που δεν είναι ενταγμένα στο δίκτυο Natura 2000, τα καταφύγια άγριας ζωής, και άλλες εθνικά προστατευόμενες περιοχές, φτάνει στο 35% της χερσαίας έκτασης.

Όμως υπάρχουν σημαντικές εκκρεμότητες. Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, για τις περισσότερες προστατευόμενες περιοχές, και ειδικά για τις περιοχές Natura 2000, δεν έχουν οριστεί στόχοι διατήρησης, δεν έχουν οριοθετηθεί ζώνες και δεν έχουν καθοριστεί όροι, αυστηρής ή όχι, προστασίας. Σε ελάχιστες περιοχές έχει εγκριθεί σχέδιο διαχείρισης, σε μεμονωμένες περιοχές υλοποιούνται μέτρα διαχείρισης. Το σύστημα διακυβέρνησης υπολειτουργεί καθώς βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο εδώ και τουλάχιστον επτά χρόνια και δεν υπάρχει οργανωμένο σύστημα επιστημονικής παρακολούθησης.

Πώς μπορεί η Ελλάδα να καλύψει αυτές τις εκκρεμότητες;

Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας εντός του έτους θα πρέπει να διαμορφώσει ένα νέο πενταετές σχέδιο δράσης για τη βιοποικιλότητα (2020-2024), στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής για τη Βιοποικιλότητα 2014-2029. Ο πήχης της φιλοδοξίας πρέπει να τεθεί ψηλά, εστιάζοντας στην αποτελεσματικότητα του συστήματος των προστατευόμενων περιοχών. Καθοριστικό ρόλο για να το πετύχει θα έχει η εφαρμογή του νέου νόμου για το περιβάλλον, ο οποίος αναθεώρησε ριζικά τις προβλέψεις για τον χαρακτηρισμό, τη διαχείριση και τη διοίκηση των προστατευόμενων περιοχών. Η χρονική στιγμή που προχώρησε αυτή η αναθεώρηση σημαίνει ότι είτε η χώρα διακινδύνευσε την ετοιμότητά της είτε απέκτησε μία τελευταία ευκαιρία να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις.

Η επιτυχία, δηλαδή δεν θα εξαρτηθεί από το αν η Ελλάδα θα επεκτείνει το δίκτυο των προστατευόμενων περιοχών, ώστε να φτάσει και στο 30% της θαλάσσιας έκτασης και ούτε αν θα εντάξει 10% της έκτασής της σε αυστηρό καθεστώς προστασίας. Θα εξαρτηθεί πολύ περισσότερο από τις ρυθμίσεις και τις επιλογές χρήσεων στις υπόλοιπες, λιγότερο αυστηρής προστασίας, ζώνες. Σε αυτές τις ζώνες, ο νέος νόμος προέβλεψε, δυνητικά τουλάχιστον, επιτρεπόμενες χρήσεις που αν και νομικά αποδεκτές, δεν είναι συμβατές με τον χαρακτήρα μιας περιοχής ως προστατευόμενης, όπως είναι εξορύξεις υδρογονανθράκων. Συνεπώς, όσο θα καταρτίζονται οι ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες που τεκμηριώνουν τα μέτρα προστασίας της κάθε περιοχής θα απαιτηθεί τόσο από τους μελετητές όσο και από το Υπουργείο, επιφυλακή κατά την εξέταση προτάσεων που θα κατατεθούν και αντίσταση στις πιέσεις που θα ασκηθούν ώστε οι επιλογές να είναι οι πλέον κατάλληλες ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής. Σε αυτή τη διαδικασία καθοριστική πρέπει να είναι και η συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών.

Επίσης, το Υπουργείο Περιβάλλοντος πρέπει να προχωρήσει χωρίς καθυστερήσεις στη συστηματική προετοιμασία του νέου Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ) που θα αναλάβει τον κεντρικό συντονισμό και, μέσω των μονάδων του, την επί τόπου διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών.

Οι αδυναμίες του συστήματος των προστατευόμενων περιοχών είναι χρόνιες. Τα παραδείγματα των προηγούμενων προσπαθειών αντιμετώπισής τους, ακόμα και της προ διετίας μεταρρύθμισης, καταδεικνύουν ότι ούτε και οι νομικές προβλέψεις παρά τις καλές προθέσεις δεν αρκούν για να καταστεί λειτουργικό ένα νέο διοικητικό σχήμα. Οι καθυστερήσεις οδηγούν σε συσσώρευση εκκρεμοτήτων. Μάλιστα, πολλές από αυτές δεν έχουν ακόμα επιλυθεί.

Το Υπουργείο Περιβάλλοντος έχει την αποκλειστική ευθύνη για να αποφευχθεί μία τέτοια εξέλιξη και να αξιοποιήσει το μεταβατικό διάστημα που ο ίδιος ο νόμος προέβλεψε πριν την πλήρη λειτουργία του ΟΦΥΠΕΚΑ.

Πρώτον, πρέπει να καλύψει τις διοικητικές και οικονομικές υποχρεώσεις απέναντι στους 36 υφιστάμενους φορείς διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών που θα εξακολουθήσουν το έργο τους, ώστε η προστασία της ελληνική φύσης να μην μπει στο ρελαντί.

Δεύτερον, πρέπει αμέσως να ενεργοποιήσει το τριετές σχέδιο δράσης που προβλέπει ο νόμος και να προχωρήσει με τον σχεδιασμό του ΟΦΥΠΕΚΑ σε διοικητικό και επιχειρησιακό επίπεδο.

Τρίτον, πρέπει να επιλύσει θέματα που ο νόμος άφησε σε εκκρεμότητα, με πιο σημαντική την εξασφάλιση συν-αποφασιστικού ρόλου για τις επιτροπές διαχείρισης στις οποίες συμμετέχουν οι τοπικοί, παραγωγικοί και άλλοι εμπλεκόμενοι, με τη διαχείριση μίας προστατευόμενης περιοχής, φορείς. Οι συμμετοχικές διαδικασίες αποτελούν τη διεθνή τάση καθώς με αυτό τον τρόπο οι αποφάσεις συν-διαμορφώνονται, γίνονται αποδεκτές και τελικά εφαρμόζονται.

Επίσης, θα ήταν χρήσιμο να προστεθεί στον προγραμματισμό του Υπουργείου η αξιολόγηση των υπόλοιπων προστατευόμενων περιοχών, όπως για παράδειγμα τα καταφύγια άγριας ζωής. Η αξιολόγηση πρέπει να γίνει βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων που απορρέουν από τους σκοπούς της κάθε κατηγορίας, ώστε να διαμορφωθεί ένα οργανωμένο και συνεκτικό σύστημα προστατευόμενων περιοχών.

Η διατήρηση της βιοποικιλότητας στο επίκεντρο της ανάκαμψης

Με τη νέα Στρατηγική γίνεται φανερή η προσήλωση της ΕΕ στον παγκόσμιο στόχο που επιδιώκει όλα τα φυσικά οικοσυστήματα να έχουν αποκατασταθεί, να είναι ανθεκτικά και να προστατεύονται επαρκώς ως το 2050. Πρόκειται άλλωστε για τη συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις υπό εξέλιξη διαπραγματεύσεις που θα θέσουν νέους παγκόσμιους στόχους για τη βιοποικιλότητα και με αυτό τον τρόπο εδραιώνεται ο σταθερά ηγετικός της ρόλος στο διεθνές γίγνεσθαι.

Πέρα όμως από την οικολογική διάσταση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει τη διατήρηση της φύσης στο επίκεντρο της ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας απέναντι στην ύφεση που φέρνει η πανδημία COVID-19.

Η Ελλάδα, με την υπογραφή από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, σχετικής έκκλησης, υποστηρίζει αυτή την προσέγγιση. Και τώρα πρέπει η προσέγγιση να γίνει πράξη.

Σε διεθνές επίπεδο, υποστηρίζοντας την ευρωπαϊκή θέση για φιλόδοξους παγκόσμιους στόχους.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στηρίζοντας την ταχεία έγκριση της νέας Στρατηγικής της ΕΕ για τη Βιοποικιλότητα.

Σε εθνικό επίπεδο, όχι μόνο καλύπτοντας τα κενά του παρελθόντος αλλά θέτοντας και υλοποιώντας φιλόδοξους στόχους για το μέλλον.

Η Ελλάδα πρέπει να αναγνωρίσει ότι δίνοντας προτεραιότητα στη φύση διασφαλίζει το βιώσιμο μέλλον της.

Σημείωση: Το έργο “Προτεραιότητα στη Φύση” υλοποιείται στο πλαίσιο του προγράμματος Active citizens fund, με φορέα υλοποίησης το Green Tank.

Το πρόγραμμα Active citizens fund, ύψους € 12εκ, χρηματοδοτείται από την Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και τη Νορβηγία και είναι μέρος του χρηματοδοτικού μηχανισμού του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) περιόδου 2014 – 2021, γνωστού ως EEA Grants. Το πρόγραμμα στοχεύει στην ενδυνάμωση και την ενίσχυση της βιωσιμότητας της κοινωνίας των πολιτών και στην ανάδειξη του ρόλου της στην προαγωγή των δημοκρατικών διαδικασιών, στην ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών στα κοινά και στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τη διαχείριση της επιχορήγησης του προγράμματος Active citizens fund για την Ελλάδα έχουν αναλάβει από κοινού το Ίδρυμα Μποδοσάκη και το SolidarityNow.