Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα ηλεκτροπαραγωγής (Σεπτέμβριος 2024 για το διασυνδεμένο δίκτυο και Ιούλιος 2024 για τα μη διασυνδεδεμένα νησιά) και αυτά των ετήσιων εκπομπών CO2 από το ΣΕΔΕ (2023), εκτιμώνται οι μηνιαίες εκπομπές από κάθε μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Ελλάδας, ακολουθώντας τη μεθοδολογία και τις παραδοχές που παρουσιάζονται εδώ.
Ένταση άνθρακα της ηλεκτροπαραγωγής
Η ένταση άνθρακα[1] αποτελεί σημαντικό δείκτη της πορείας απανθρακοποίησης του τομέα της ηλεκτροπαραγωγής. Χαμηλή τιμή έντασης άνθρακα σημαίνει καθαρότερο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής, λιγότερο εξαρτημένο από τα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα.
Την τελευταία δεκαετία έχει συντελεστεί μεγάλη μείωση της έντασης άνθρακα. Μέχρι και πριν το 2019 η ένταση άνθρακα κυμαινόταν πάνω από τα 500 γρ. CO2/kWh, ενώ το 2023 έφτασε τα 315 γρ. CO2/kWh.
Η πρόοδος συνεχίζεται και το 2024, καθώς στο εννιάμηνο η μέση ένταση άνθρακα μειώθηκε περαιτέρω στα 268 γρ. CO2/kWh. Τον Σεπτέμβριο η ένταση άνθρακα (277 γρ. CO2/kWh) εμφανίστηκε μειωμένη σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, έπειτα από τέσσερις μήνες που ακολουθούσε αυξητική πορεία.
Οι εκπομπές το 2024 θα μπορούσαν να μειωθούν ακόμα περισσότερο εάν είχαν αποφευχθεί οι περικοπές ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και η αντίστοιχη ποσότητα ενέργειας διοχετευόταν για να περιορίσει την παραγωγή μονάδων αερίου και λιγνίτη. Συνολικά τους πρώτους 9 μήνες του έτους, σύμφωνα με τις σχετικές καθημερινές προβλέψεις του ΑΔΜΗΕ, περικόπηκαν 673 GWh. Λαμβάνοντας υπόψη την ένταση άνθρακα των μηνών αυτών, θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί οι εκπομπές 169 χιλιάδων τόνων διοξειδίου του άνθρακα, δηλαδή όσες περίπου και οι εκπομπές του πετρελαϊκού σταθμού στην Κω στο εννιάμηνο.
Εκπομπές ανά καύσιμο
Τον Σεπτέμβριο 2024 εκπέμφθηκαν 1.17 εκατ. τόνοι CO2 για την παραγωγή ηλεκτρισμού, με τις εκπομπές από τις λιγνιτικές μονάδες να είναι οι δεύτερες χαμηλότερες τους έτους (0.2 εκατ. τόνοι), μετά τον Μάιο (0.08 εκατ. τόνοι). Αυτό οφείλεται στην πολύ χαμηλή παραγωγή από λιγνίτη, καθώς ο Σεπτέμβριος ήταν ο μήνας με τις περισσότερες ιστορικά ώρες που καμία λιγνιτική μονάδα δεν ήταν σε λειτουργία (463 ώρες χωρίς λιγνίτη ή το 64% του συνόλου των ωρών).
Συνολικά, τους πρώτους εννιά μήνες του 2024 εκτιμάται ότι εκπέμφθηκαν 11.26 εκατ. τόνοι CO2 από τον τομέα ηλεκτροπαραγωγής. Οι εκπομπές των μονάδων ορυκτού αερίου ξεπέρασαν το 50% των συνολικών εκπομπών (5.88 εκατ. τόνοι ή 52.2%), καθώς επίσης και τις αντίστοιχες των λιγνιτικών μονάδων (3.06 εκατ. τόνοι ή 27.2%). Πολύ μικρότερο ήταν το μερίδιο των πετρελαϊκών μονάδων (2.32 εκατ. τόνοι ή 20.6%).
Οι εκπομπές του τομέα ηλεκτροπαραγωγής μειώθηκαν μόνο κατά 0.27 εκατ. τόνους (-2.3%) το εννιάμηνο του 2024 σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2023. Η μικρή μείωση οφείλεται κυρίως στην αύξηση της χρήσης του ορυκτού αερίου που αντιστάθμισε την πτώση των εκπομπών από τη μείωση του λιγνίτη. Οι εκπομπές των μονάδων αερίου αυξήθηκαν κατά 1.17 εκατ. τόνους (ή +24.8%) λόγω της αντίστοιχης αύξησης της ηλεκτροπαραγωγής από αέριο κατά 29.5% τους πρώτους εννιά μήνες του 2024. Αντίθετα, οι εκπομπές των λιγνιτικών μονάδων μειώθηκαν κατά 1.5 εκατ. τόνους (ή -32.9%) ως αποτέλεσμα της μειωμένης ηλεκτροπαραγωγής από λιγνιτικές μονάδες κατά 29.3%. Τέλος, ελάχιστα αυξημένες συγκριτικά με το εννιάμηνο του 2023 εμφανίστηκαν οι εκπομπές από τις μονάδες πετρελαίου (+0.07 εκατ. τόνοι ή +3.1%).
Μεγαλύτερη ήταν η μείωση στις συνολικές εκπομπές τους πρώτους εννιά μήνες του 2024 συγκριτικά με τον μέσο όρο της πενταετίας (-4.11 εκατ. τόνους ή -26.8%). Η μείωση προήλθε από δύο μόνο καύσιμα, με μεγαλύτερη αυτή από τον λιγνίτη (-4.37 εκατ. τόνοι ή -58.8%). Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αρχή της πενταετίας (2019) οι εκπομπές από τις λιγνιτικές μονάδες (12.87 εκατ. τόνοι) ήταν παραπάνω από τετραπλάσιες σε σχέση με το εννιάμηνο του 2024. Πολύ μικρότερη ήταν η μείωση από το πετρέλαιο (-0.06 εκατ. τόνοι ή -5.6%), ενώ στο ορυκτό αέριο καταγράφηκε αύξηση (+0.32 εκατ. τόνοι ή +5.7%).
Εκπομπές ανά σταθμό ηλεκτροπαραγωγής
Σε ό,τι αφορά τον επιμερισμό των εκπομπών ανά σταθμό ηλεκτροπαραγωγής, ο λιγνιτικός ατμοηλεκτρικός σταθμός (ΑΗΣ) του Αγίου Δημητρίου διατήρησε την 1η θέση κατά τους πρώτους εννιά μήνες του 2024, με εκπομπές 1.82 εκατ. τόνους (59.4% των εκπομπών από τις λιγνιτικές μονάδες), αλλά με σαφώς μειωμένη παραγωγή σε σχέση με προηγούμενα έτη. Τους πρώτους πέντε μήνες του 2024 λειτούργησαν οι τρεις από τις πέντε μονάδες του (III-V), αυτές που καλύπτουν την τηλεθέρμανση της πόλης της Κοζάνης. Τον Ιούνιο λειτούργησε μόνο η μονάδα ΙΙΙ με μικρή παραγωγή (19.3 GWh), τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο λειτούργησαν και οι πέντε μονάδες του σταθμού, ενώ τον Σεπτέμβριο έμεινε εκτός η τελευταία μονάδα (V).
Η Πτολεμαΐδα 5 βρέθηκε στη δεύτερη θέση με 1.02 εκατ. τόνους κατά το εννιάμηνο, παρά το γεγονός ότι τον Σεπτέμβριο είχε τη δεύτερη χαμηλότερη μηνιαία παραγωγή του έτους (79.7 GWh), μετά τον Μάρτιο (54.5 GWh). Ο τρίτος λιγνιτικός σταθμός, δηλαδή ο ΑΗΣ Μελίτης, βρέθηκε στην 17η θέση με 0.21 εκατ. τόνους, ενώ ο τέταρτος λιγνιτικός σταθμός που εξακολουθεί να παραμένει διαθέσιμος, ο ΑΗΣ Μεγαλόπολης 4, βρέθηκε στην 29η θέση καθώς λειτούργησε ελάχιστα μόνο τον Ιούνιο 2024 (9.14 GWh).
Όσον αφορά τις μονάδες ορυκτού αερίου, στην 3η θέση στη γενική κατάταξη βρέθηκε ο Άγιος Νικόλαος ΙΙ (1 εκατ. τόνοι), ενώ στην 4η η Μεγαλόπολη V (0.77 εκατ. τόνοι), η οποία εκτόπισε το Λαύριο IV-V (0.73 εκατ. τόνοι) στην 5η θέση. Συνολικά, οι εκπομπές από τις μονάδες με καύσιμο το ορυκτό αέριο έφτασαν το 65.7% των εκπομπών από τις θερμικές μονάδες του διασυνδεδεμένου δικτύου της χώρας (λιγνίτης και ορυκτό αέριο μαζί).
Στα Μη Διασυνδεμένα Νησιά, τις πρώτες τρεις θέσεις σε εκπομπές καταλαμβάνουν οι πετρελαϊκοί σταθμοί που βρίσκονται στην Κρήτη (Αθερινόλακκος, Λινοπεράματα και Χανιά), με εκπομπές 0.54, 0.42 και 0.22 εκατ. τόνους αντίστοιχα τους πρώτους εννιά μήνες του 2024. Οι τρεις αυτοί σταθμοί, που είναι αθροιστικά υπεύθυνοι για το 50.7% των συνολικών εκπομπών στα μη διασυνδεδεμένα νησιά, βρέθηκαν στην 6η, 13η και 15η θέση αντίστοιχα στη γενική κατάταξη όλων των θερμικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής της χώρας ως προς τις εκπομπές τους.
Οι εκπομπές των θερμικών μονάδων της ΔΕΗ
Η ΔΕΗ δείχνει να παραμένει προσηλωμένη στη δραστική μείωση του ανθρακικού της αποτυπώματος. Συγκεκριμένα, στο στρατηγικό επιχειρησιακό της σχέδιο για την τριετία 2024 – 2026, το οποίο παρουσίασε τον Ιανουάριο του 2024 στο Capital Markets Day στο Λονδίνο, δεσμεύτηκε να περιορίσει το 2026 τις εκπομπές από τις θερμικές της μονάδες στους 5.9 εκατ. τόνους, μια μείωση της τάξης του 75% σε σχέση με τα επίπεδα του 2019.
Κατά το πρώτο εννιάμηνο του έτους, οι θερμικές μονάδες της ΔΕΗ εξέπεμψαν 7.52 εκατ. τόνους, καταγράφοντας μείωση 13.3% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2023. Η μείωση αυτή είναι σχεδόν εξαπλάσια από την αντίστοιχη ποσοστιαία μείωση που σημειώθηκε στις εκπομπές όλων των θερμικών μονάδων της χώρας μαζί (-2.3%). Συνεπώς, ο εναπομένων προϋπολογισμός άνθρακα της ΔΕΗ[2] για τους υπόλοιπους τρεις μήνες του 2024 είναι 2.09 εκατ. τόνοι, δηλαδή το 21.7% του συνολικού προϋπολογισμού άνθρακα του έτους. Με βάση τις κλιματικές επιδόσεις του ενιαμήνου, η ΔΕΗ βρίσκεται οριακά εκτός της τροχιάς επίτευξης του στόχου[3].
Μπορείτε να δείτε την εξέλιξη των εκπομπών του τομέα της ηλεκτροπαραγωγής από το 2013 ως σήμερα και να διαβάσετε τις αναλύσεις προηγούμενων μηνών εδώ.
[1] Η ένταση άνθρακα ορίζεται ως ο λόγος των εκπομπών από τα τρία καύσιμα (λιγνίτης, αέριο και πετρέλαιο, συμπεριλαμβανομένων και των ΣΗΘΥΑ) ως προς τη συνολική ηλεκτροπαραγωγή της χώρας από το διασυνδεδεμένο δίκτυο και τα μη διασυνδεδεμένα νησιά.
[2] Θεωρώντας ότι η μείωση των εκπομπών από τους 11.47 εκατ. τόνους το 2023 στους 5.9 εκατ. τόνους το 2026, που θέτει ως στόχο η ΔΕΗ για αυτό το έτος στο επιχειρησιακό της πλάνο 2023-2026, θα είναι γραμμική, ο διαθέσιμος προϋπολογισμός για το 2024 εκτιμάται σε 9.61 εκατ. τόνους.
[3] Οι εκπομπές των θερμικών μονάδων εκτιμώνται με βάση τα δεδομένα των προηγούμενων ετών, όπως και η ηλεκτροπαραγωγή των μη διασυνδεδεμένων νησιών για τους μήνες του 2024 που δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμα.