Ανάλυση σχετικά με το ναύαγιο της πώλησης των λιγνιτικών μονάδων

Άρθρο γνώμης του Νίκου Μάντζαρη όπου αναλύονται τρία εναλλακτικά σενάρια για την επόμενη μέρα μετά την αποτυχία πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ.

Το άρθρο γνώμης δημοσιεύτηκε στο energypress.gr στις 13 Φεβρουαρίου 2019. Ακολουθεί το πλήρες κείμενο:

Η επόμενη μέρα μετά τo ναυάγιο της πώλησης των λιγνιτών της ΔΕΗ

Αργά την περασμένη Παρασκευή η ΔΕΗ ανακοίνωσε την αποτυχία του πολυαναμενόμενου διαγωνισμού για την πώληση περίπου 36% του λιγνιτικού της χαρτοφυλακίου.

Λαμβάνοντας υπόψη την υπερπροσπάθεια και τα μέτρα που είτε λήφθησαν, είτε ανακοινώθηκαν ως τώρα από ΔΕΗ και κυβέρνηση για να προσελκύσουν το ενδιαφέρον επίδοξων αγοραστών πριν την προθεσμία της 6ης Φεβρουαρίου, γίνεται σαφές ότι ο δρόμος που ακολουθεί δεν θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Τρία σενάρια φαντάζουν πιθανά.

Περισσότερα από τα ίδια

Το πρώτο σενάριο σκιαγραφείται από τις πρώτες αντιδράσεις της ΔΕΗ στην κατάρρευση του διαγωνισμού: Επιμονή στην πώληση και τροποποίηση της συμφωνίας αγοραπωλησίας (SPA) με την ελπίδα ότι η νέα SPA θα προσελκύσει το ενδιαφέρον των επενδυτών. Η προφανής ερώτηση είναι τι παραπάνω μπορεί να προσφερθεί επιπλέον των μέτρων που ήδη έχουν ληφθεί, προκειμένου να αλλάξουν γνώμη οι επενδυτές;

Πρώτον, η ελληνική κυβέρνηση και η ΔΕΗ μπορούν να κλιμακώσουν την πίεση που ασκούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για γρήγορη έγκριση του Ελληνικού Μηχανισμού Διασφάλισης Ισχύος (ΜΔΙ) που θα επιδοτεί γενναία τη λιγνιτική βιομηχανία. Μέσα στο καθεστώς άκρας μυστικότητας  στο οποίο διεξάγονται ως τώρα οι διαπραγματεύσεις με την Κομισιόν και χωρίς να έχει προηγηθεί καμία διαβούλευση με φορείς της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, είναι πιθανόν η ΔΕΗ να επιδιώκει για μια ακόμη φορά να εκμεταλλευτεί ένα παραθυράκι, όπως τόσες φορές στο παρελθόν. Αυτή τη φορά θα επιχειρεί να εξαιρέσει από τους νέους κανόνες της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας εκείνα τα συμβόλαια που θα υπογραφούν πριν το τέλος του 2019. Με την υπογραφή μακροχρόνιων συμβολαίων για τις υφιστάμενες λιγνιτικές μονάδες, η ΔΕΗ ελπίζει να χρυσώσει το χάπι των επίδοξων αγοραστών, ενώ παράλληλα η ίδια θα εξασφαλίσει μια πηγή εσόδων για την «Πτολεμαΐδα V» . Η υπό κατασκευή λιγνιτική μονάδα -που δεν περιλαμβάνεται στο προς πώληση πακέτο, δεν δικαιούται συμμετοχής σε ΜΔΙ σύμφωνα με τους νέους, πρόσφατα συμφωνηθέντες ευρωπαϊκούς κανόνες για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Παρόλα αυτά, όπως και στην περίπτωση της μονάδας Ostroleka C στην Πολωνία, επιδιώκεται η παράκαμψη των νέων κανόνων, προκειμένου να διοχετεύονται πόροι κάθε χρόνο για τη μερική κάλυψη των αναμενόμενων ζημιών που θα εμφανίζει η Πτολεμαΐδα V. 

Δεύτερον, η ΔΕΗ μπορεί να επιδιώξει την έγκριση αλλαγών στην SPA από τη ΓΔ Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για να συμπεριλάβει ένα μηχανισμό επιμερισμού ζημιών ανάμεσα στην ίδια και τους νέους ιδιοκτήτες. Η κοινοπραξία που υπέβαλε τη δεύτερη προσφορά, υπαινίχθηκε ουσιαστικά την πιθανότητα να ενδιαφερθεί για το πακέτο αν υπήρχε ένας τέτοιος μηχανισμός.

Τρίτον, η ΔΕΗ ελπίζει σε περαιτέρω μειώσεις του λειτουργικού κόστους των υπό πώληση περιουσιακών στοιχείων με την εθελούσια έξοδο περισσότερων εργαζομένων. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μηνών κατόρθωσε να πείσει περίπου 400 εργαζόμενους να αποδεχτούν τέτοια πακέτα, 250 λιγότερους από τις μειώσεις προσωπικού που ζητούν οι επενδυτές.

Τέταρτον, η ΔΕΗ, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις του προέδρου της, ελπίζει σε ένα θαύμα: τη μείωση των τιμών CO2 στο χρηματιστήριο ρύπων, που θα βοηθήσει τους επενδυτές να δουν το λιγνιτικό πακέτο με άλλο μάτι.

Όλες οι παραπάνω επιδιώξεις και προσδοκίες, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τοποθετούν το συμφέρον των  Ελλήνων πολιτών και της εθνικής οικονομίας, τους κανόνες της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τους κοινούς ευρωπαϊκούς στόχους για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σε δεύτερη μοίρα, προκειμένου να διαιωνίσουν το παρωχημένο λιγνιτικό μοντέλο ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα.

Ειδικότερα, πέρα από τις εφάπαξ πληρωμές των εργαζομένων που αποδέχθηκαν την εθελούσια έξοδο από τη ΔΕΗ, δεν υπάρχει κανένα πραγματικό σχέδιο για την ανάπτυξη εναλλακτικών οικονομικών δραστηριοτήτων στις λιγνιτικές περιοχές της χώρας και την αντιστάθμιση των έμμεσων θέσεων εργασίας που θα χαθούν σε άλλους τομείς των τοπικών οικονομιών ως αποτέλεσμα των εθελουσίων εξόδων, καθώς  και της επερχόμενης απόσυρσης άλλων λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ (πχ. Καρδιά και Αμύνταιο).

Επιπλέον, οι ζημιές από τη λειτουργία των υπό πώληση λιγνιτικών μονάδων θα καταλήξουν να πληρώνονται από τους καταναλωτές, ανεξαρτήτως του όποιου μηχανισμού εφευρεθεί για τον επιμερισμό τους ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους ιδιοκτήτες των μονάδων.

Επίσης, τα ΑΔΙ που θα επιδοτούν τις  λιγνιτικές μονάδες θα πληρώνονται επίσης από τους καταναλωτές, χωρίς καμία απόδειξη ότι τέτοιες επιδοτήσεις είναι απαραίτητες για την ενεργειακή ασφάλεια. Η ενεργειακή ασφάλεια άλλωστε μπορεί να εξασφαλιστεί μέσα από αυξημένες διεισδύσεις ΑΠΕ σε συνδυασμό με τεχνολογίες αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και διαχείρισης της ζήτησης. Οι παραδοχές δε που γίνονται στην υπό διαπραγμάτευση πρόταση της Ελλάδας για ΜΔΙ σχετικά, τόσο με τη διείσδυση των ΑΠΕ, όσο και με το χρονοδιάγραμμα απόσυρσης λιγνιτικών μονάδων, αλλά και η συνέπεια αυτών των παραδοχών με τις αντίστοιχες του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), παραμένουν εντελώς άγνωστες.

Τέλος, η άνοδος των τιμών του CO2 δεν είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο κι αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι επενδυτές. Είναι εδώ για να μείνει ως αποτέλεσμα των δομικών αλλαγών που ολοκληρώθηκαν πέρυσι στην οδηγία η οποία διέπει τη λειτουργία του χρηματιστηρίου ρύπων. Οι Ευρωπαίοι από όλες πρακτικά τις πολιτικές ομάδες στόχευαν εξαρχής στην άνοδο των τιμών CO2 ώστε να καταστεί το ΕΣΕΔΕ ένα αποτελεσματικό εργαλείο μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Το ότι η άνοδος των τιμών CO2 δεν είναι παροδική, το γνωρίζει πολύ καλά και η ΔΕΗ, η οποία για σχεδόν 3 χρόνια προσπαθούσε μάταια να δημιουργήσει στην ευρωπαϊκή νομοθεσία μια ακόμα εξαίρεση ώστε να αποκτήσουν οι λιγνιτικές μονάδες δωρεάν δικαιώματα εκπομπών.  Η δε πρόσφατη πρόταση για απεξάρτηση της Γερμανίας από το κάρβουνο ως το 2038 θα οδηγήσει, σύμφωνα με αναλύσεις σε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των τιμών CO2 τα επόμενα χρόνια.

 «Σωτηρία» από τα υδροηλεκτρικά;

Το δεύτερο σενάριο είναι το «επανα-πακετάρισμα» του προς πώληση χαρτοφυλακίου ώστε να περιλαμβάνει και υδροηλεκτρικά, όπως δηλαδή ίσχυε και στο σχέδιο της «μικρής ΔΕΗ» που προτάθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση πέντε χρόνια πριν και απορρίφθηκε από τη σημερινή, ένα χρόνο αργότερα. Δεν είναι μυστικό ότι πολλοί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήταν εξαρχής υπέρ αυτής της προσέγγισης, καθώς πίστευαν ότι το «πάντρεμα» των «κακών» λιγνιτικών περιουσιακών στοιχείων μαζί με τα «καλά» υδροηλεκτρικά, θα έκανε το πακέτο πώλησης πιο ελκυστικό.

Όμως, η ΔΕΗ και η ελληνική κυβέρνηση μάχονται σκληρά για την αποφυγή αυτού του ενδεχομένου, δεδομένου ότι τα υδροηλεκτρικά είναι πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να στηρίξουν την οικονομική ανάκαμψη της ΔΕΗ. Πρόκειται για μια έγκυρη συλλογιστική, ειδικά αν κάποια από τα υδροηλεκτρικά της ΔΕΗ μετατραπούν σε αντλησιοταμιευτικά συστήματα για να διευκολύνουν υψηλές διεισδύσεις ΑΠΕ, το μερίδιο των οποίων, ακόμα και με το χαμηλής φιλοδοξίας ΕΣΕΚ, αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά μέσα στην επόμενη δεκαετία, δίνοντας έτσι στη ΔΕΗ κομβικό ρόλο στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. 

Επιπλέον, οι αντιδράσεις σε μια ενδεχόμενη αναβίωση ενός σχεδίου σαν αυτό της «μικρής ΔΕΗ» προβλέπεται να είναι έντονες, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια μιας χρονιάς εκλογών. Επομένως, αν επιδιωχθεί ένα τέτοιο σενάριο, δεν μπορεί να περιμένει κανείς γρήγορη πρόοδο.

Η βιώσιμη επιλογή

Το τρίτο σενάριο περιλαμβάνει την εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας να καταστεί ελκυστικό, το δομικά μη ελκυστικό λιγνιτικό πακέτο πώλησης, εις βάρος άλλων βιώσιμων τεχνολογιών ηλεκτροπαραγωγής, των καταναλωτών και της υγιούς λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Αντί αυτών των προσπαθειών, η ελληνική κυβέρνηση, η ΔΕΗ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να συμφωνήσουν στην αφαίρεση του όρου πώλησης των λιγνιτών από το συμπληρωματικό μνημόνιο του 2017. Η υπέρβαση αυτού του εμποδίου, θα επιτρέψει την εστίαση στη διαμόρφωση ενός βιώσιμου σχεδίου αναμόρφωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα και της απεξάρτησης από τον λιγνίτη ως το 2030. 

Σε αυτό το πνεύμα, τα δίκτυα περιβαλλοντικών οργανώσεων «Europe Beyond Coal» και «Climate Action Network», η οργάνωση περιβαλλοντικών δικηγόρων «Client Earth» και η δεξαμενή σκέψης στην Ελλάδα για θέματα ενέργειας, περιβάλλοντος και βιώσιμης ανάπτυξης «The Green Tank», έστειλαν μία σχετική επιστολή στους Επιτρόπους Šefčovič and Cañete και μια δεύτερη στην Επίτροπο ανταγωνισμού Vestager, και μάλιστα πριν την εκπνοή της προθεσμίας υποβολής δεσμευτικών προσφορών από τους επίδοξους αγοραστές του λιγνιτικού πακέτου.  Η μνημειώδης αποτυχία της αγοραπωλησίας των λιγνιτών καθιστά τα ζητήματα και τις προτάσεις που κατατέθηκαν σε αυτές τις επιστολές, πιο επίκαιρες από ποτέ.