Νομοσχέδιο για τον αιγιαλό: Χτίζοντας σε κινούμενη άμμο

Άρθρο γνώμης της Ιόλης Χριστοπούλου για το νομοσχέδιο που έφερε προς ψήφιση στη Βουλή η κυβέρνηση και που περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τον αιγιαλό.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο capital.gr στις 11 Απριλίου 2019. Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:

Νομοσχέδιο για τον αιγιαλό: Χτίζοντας σε κινούμενη άμμο

Ως πόρο προς εκμετάλλευση, υποδοχέα δραστηριοτήτων, νόμιμων και παράνομων, αντιμετωπίζει τον αιγιαλό το νομοσχέδιο που έφερε προς ψήφιση στη Βουλή η κυβέρνηση. Μόνο ως βαθιά άγνοια ή ως συνειδητή υποτίμηση της πραγματικής αξίας του αιγιαλού μπορεί να εκληφθεί αυτή η προσέγγιση. 

Με τις διατάξεις που προτείνει όχι μόνο δεν προχωρά στην αποκατάσταση των υποβαθμισμένων ακτών, αλλά συγχωρεί και επιτρέπει την κατά συρροή καταστροφή τους. Τα αποτελέσματα θα είναι ολέθρια: η δημιουργία ενός τελείως αλλοιωμένου και τεχνικού παραλιακού μετώπου που δεν θα υποστηρίζει το τουριστικό προϊόν της χώρας, ο αυξημένος κίνδυνος ρύπανσης και το υψηλό κόστος τεχνικών έργων για την αντικατάσταση των φυσικών λειτουργιών της ακτής. 

Το νομοσχέδιο, που έχει ήδη προκαλέσει τη σφοδρή αντίδραση περιβαλλοντικών οργανώσεων και πολιτών αλλά και τα επικριτικά σχόλια της αντιπολίτευσης, βασίζεται σε παγιωμένες αλλά πλέον επικίνδυνες αντιλήψεις: οι ακτές είναι ένας χώρος, στον οποίο αναπτύσσονται ποικίλες δραστηριότητες, αδιάκριτα και άτακτα, ανάλογα με τις επιθυμίες και τους στόχους του καθενός, ενώ αποκτούν αξία μόνο όταν μετατρέπονται σε “φιλέτα” για εμπορική ή επιχειρηματική χρήση. 

Ο παράκτιος χώρος ήταν ανέκαθεν ελκυστικός. Δεν είναι τυχαίο ότι στα παράλια συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αλλά και των τουριστών καθώς και η βάση πολλών οικονομικών τομέων. Όμως λόγω αυτής της υπερ-συγκέντρωσης, η πίεση που ασκείται, συχνά υπερβαίνει τις φυσικές αντοχές και οδηγεί στην υποβάθμιση ή ακόμα και την καταστροφή της παράκτιας ζώνης, κατάσταση που με τη σειρά της έχει επιπλέον παρενέργειες. 

Ειδικότερα, όταν οι ακτές ωθούνται πέρα από τα φυσικά τους όρια εμφανίζονται προβλήματα ρύπανσης, διάβρωσης, πλημμυρών, κοκ. Χάνονται, με άλλα λόγια οι φυσικές υπηρεσίες και λειτουργίες που οι υγιείς και ανθεκτικές ακτές παρέχουν, όπως είναι η παροχή τροφής και πρώτων υλών, η καλή ποιότητα των υδάτων, η αντιδιαβρωτική και αντιπλημμυρική προστασία. Η λύση που προτείνεται παγίως όταν αυτό συμβεί είναι μικρά ή μεγάλα τεχνικά έργα διόρθωσης της ζημιάς που στόχο έχουν να αντιγράψουν τη λειτουργία την οποία επιτελούσε κάποτε, εντελώς δωρεάν, η φύση. Το κόστος για αυτά τα έργα είναι συνήθως μεγάλο και το αποτέλεσμα συχνά μη ικανοποιητικό, καθώς είτε τα προβλήματα δεν επιλύονται πλήρως, είτε επανεμφανίζονται. 

Όταν, συνήθως μετά από μεγάλες καταστροφές, τα κενά των υποδομών αυτών γίνονται αισθητά ακολουθεί επίκληση στην κλιματική αλλαγή και προτάσεις για νέα έργα.Όπως και στο νομοσχέδιο για τον αιγιαλό, η προσπάθεια προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής, συνδέεται μονοδιάστατα μόνο με τεχνικά αντιδιαβρωτικά έργα. Αναποτελεσματικά και ακριβά έργα, λοιπόν, χωρίς πρόβλεψη για την πρόληψη της καταστροφής.

Πλέον αυτές οι αντιλήψεις είναι διεθνώς ξεπερασμένες καθώς έχει διαμορφωθεί μια άλλη βάση για τον τρόπο διαχείρισης της ακτών. Αντίστοιχα, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή δεν θα επιτευχθεί μόνο με τεχνικά έργα, καθώς απαιτεί αξιοποίηση λύσεων βασισμένων στις λειτουργίες της φύσης. Εν προκειμένω, απαιτεί τη διατήρηση των ακτών ως φυσική υποδομή προστασίας από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. 

Καταλυτική στιγμή ήταν η ανακοίνωση της εκτίμησης των οικοσυστημάτων για τη χιλιετία, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, ήδη από το 2005. Οι παράκτιες εκτάσεις αξιολογήθηκαν ως τα πλέον πολύτιμα οικοσυστήματα κυρίως λόγω του πλούτου των λειτουργιών που παρέχουν στον άνθρωπο και συγχρόνως ως τα πλέον ευάλωτα λόγω των πιέσεων που ασκεί σε αυτά ο άνθρωπος. Από τότε  επιχειρείται σταδιακά η αποτίμηση της αξίας των οικοσυστημάτων με οικονομικούς ή άλλους όρους. Μία τέτοια προσπάθεια περιλαμβάνεται στην έκθεση για την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία που ανακοίνωσε πέρυσι η Διακυβερνητική Πλατφόρμα για τη Βιοποικιλότητα και τις Υπηρεσίες των Οικοσυστημάτων, ξανά υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, και από την οποία αναμένονται τον επόμενο μήνα παγκόσμιες εκτιμήσεις. Στην έκθεση για την Ευρώπη, η δυνατότητα της φύσης να ρυθμίζει την ποιότητα στα εσωτερικά και παράκτια ύδατα αποτιμάται σε $1.965/ανά εκτάριο/έτος. Όσο αδρό ή πρωτόλειο κι αν είναι αυτό το νούμερο, αναδεικνύει την υψηλή αξία που προσδίδεται στη συγκεκριμένη λειτουργία, καθώς είναι συγκριτικά πολύ μεγαλύτερη από παρόμοιες λειτουργίες της φύσης. Για να μπορέσει όμως να εξακολουθήσει η φύση να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες της, είναι απαραίτητο τα παράκτια οικοσυστήματα να είναι υγιή. 

Αντί λοιπόν να συζητάμε για  περισσότερα έργα καταστροφής, είναι επιτακτική η διατήρηση και αποκατάσταση των ακτών. Προς αυτή την κατεύθυνση στρέφεται και η παγκόσμια κοινότητα καθώς έχει εντάξει τη διατήρηση των παράκτιων οικοσυστημάτων στους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης. Παράλληλα, μόλις τον προηγούμενο μήνα, σε επίπεδο ΟΗΕ, ανακήρυξε τη δεκαετία 2021-2030 ως δεκαετία αποκατάστασης των οικοσυστημάτων. 

Το νομοσχέδιο μπορεί να παρουσιάζεται ότι έχει σημαντική οικολογική και οικονομική συνεισφορά, βάζει τάξη στον αιγιαλό και παρέχει την απαραίτητη ασφάλεια δικαίου για επενδύσεις. Στην πραγματικότητα πάει να χτίσει σε κινούμενη άμμο, χωρίς γερά φυσικά θεμέλια και κατάλληλα θεσμικά εργαλεία. Απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορέσουν οι ακτές να προσφέρουν στη βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας είναι η ελληνική πολιτεία να πάρει τη γενναία απόφαση να βάλει επιτέλους ένα τέλος στην αυθαιρεσία, δίνοντας παράλληλα έμφαση στον συνολικό χωροταξικό σχεδιασμό και προχωρώντας  στην υλοποίηση ενός προγράμματος διατήρησης και αποκατάστασης της φυσικότητας των ακτών. * Η κα Ιόλη Χριστοπούλου είναι συντονίστρια πολιτικής στη δεξαμενή σκέψης για το περιβάλλον, The GreenTank