Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα ηλεκτροπαραγωγής (Σεπτέμβριος 2023 για το διασυνδεμένο δίκτυο και Ιούλιος 2023 για τα μη διασυνδεδεμένα νησιά) και αυτά των ετήσιων εκπομπών CO2 από το ΣΕΔΕ (2022), εκτιμώνται οι μηνιαίες εκπομπές από κάθε μονάδα παραγωγής ηλεκτροπαραγωγής της Ελλάδας, ακολουθώντας τη μεθοδολογία και τις παραδοχές που παρουσιάζονται εδώ.
Εκπομπές ανά καύσιμο
Συνολικά τους εννιά πρώτους μήνες του 2023 εκπέμφθηκαν 11.2 εκ. τόνοι CO2 για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Για πρώτη φορά για το 2023 αθροιστικά, οι εκπομπές από τις μονάδες ορυκτού αερίου 4.59 εκ. τόνοι & μερίδιο 40.8%) ξεπέρασαν από τις αντίστοιχες των λιγνιτικών μονάδων (4.53 εκ. τόνοι & μερίδιο 40.3%) . Το υπόλοιπο 18.9% των εκπομπών προήλθε από τις πετρελαϊκές μονάδες (2.12 εκ. τόνοι). Η αλλαγή αυτή στην κατάταξη, οφείλεται κυρίως στην υποχώρηση του λιγνίτη στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής και μερικώς στην υποκατάσταση των παλιών πιο ρυπογόνων λιγνιτικών μονάδων από τη νέα λιγνιτική μονάδα της ΔΕΗ «Πτολεμαΐδα 5», η οποία μάλιστα τον Σεπτέμβριο του 2023 έφτασε να αντιπροσωπεύει το 74.5% (139 GWh) της συνολικής ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη.
Οι συνολικές εκπομπές του τομέα μειώθηκαν κατά 3.87 εκ. τόνους ή 25.6% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2022, ως αποτέλεσμα της πτωτικής πορείας των εκπομπών και από τα τρία ορυκτά καύσιμα. Η μεγαλύτερη μείωση προήλθε από τις λιγνιτικές μονάδες (-2.16 εκ. τόνοι ή -32.3% σε σχέση με το 2022), αντιστρέφοντας την τάση που υπήρχε μέχρι και τον Ιούλιο, όπου η μεγαλύτερη μείωση στις αθροιστικές εκπομπές προερχόταν από το ορυκτό αέριο. Ακολούθησαν σε μείωση οι εκπομπές από ορυκτό αέριο (-1.4 εκ. τόνοι ή -23.4% σε σχέση με το 2022), ενώ η μικρότερη μείωση προήλθε από τις πετρελαϊκές μονάδες, των οποίων οι εκπομπές μειώθηκαν κατά 0.31 εκ. τόνους (ή -12.7%) σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2022.
Ακόμα μεγαλύτερη μείωση 6.7 εκ. τόνων καταγράφεται σε σχέση με τον μέσο όρο της πενταετίας (-37.3%), όπου οι συνολικές εκπομπές του τομέα της ηλεκτροπαραγωγής και από τα τρία καύσιμα ήταν 17.9 εκ. τόνοι τους πρώτους εννιά μήνες του έτους. Σε αυτό συνέβαλε πρωτίστως η μείωση της λιγνιτικής παραγωγής που είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση των εκπομπών από τις λιγνιτικές μονάδες κατά 5.6 εκ. τόνους (-55.1%) το εννιάμηνο του έτους σε σχέση με τον μέσο όρο της πενταετίας (10.1 εκ. τόνοι). Αξιοσημείωτο είναι ότι στην αρχή της πενταετίας (2018) οι εκπομπές του λιγνίτη (17.9 εκ. τόνοι) ήταν σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερες από αυτές του 2023. Τη δεύτερη μεγαλύτερη συνεισφορά στη μείωση των εκπομπών μετά τον λιγνίτη είχαν οι μονάδες με καύσιμο το ορυκτό αέριο, οι οποίες περιόρισαν τις εκπομπές τους κατά 0.76 εκ. τόνους (-23.4%) σε σχέση με τον μέσο όρο της πενταετίας, ενώ ακολούθησαν οι εκπομπές από τις πετρελαϊκές μονάδες με μείωση 0.34 εκ. τόνους (-12.7%).
Μπορείτε να δείτε τη συνολική πορεία των εκπομπών CO2 ανά καύσιμο από το 2013 ως σήμερα εδώ.
Οι εκπομπές ανά σταθμό ηλεκτροπαραγωγής
Σε ό,τι αφορά τον επιμερισμό των εκπομπών στους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, πρώτος, με μεγάλη διαφορά, συνέχισε να είναι ο λιγνιτικός ατμοηλεκτρικός σταθμός (ΑΗΣ) του Αγίου Δημητρίου, με αθροιστικές εκπομπές το εννιάμηνο του 2023 2.54 εκ. τόνους. Ωστόσο τον Σεπτέμβριο του 2023 είχε τις χαμηλότερες ιστορικά μηνιαίες εκπομπές (0.02 εκ. τόνους), καθώς λειτούργησαν μόνο δύο από τις πέντε ενεργές του μονάδες (III, V) αποδίδοντας μόλις 113 GWh. Στη 2η θέση βρέθηκε η νέα λιγνιτική μονάδα της ΔΕΗ «Πτολεμαΐδα 5» (1.05 εκ. τόνοι), η οποία από τον Ιούνιο χρησιμοποιείται ως η κύρια μονάδα λιγνιτικής παραγωγής, με σημαντικά αυξημένη συνεισφορά σε σχέση με τον Άγιο Δημήτριο. Μάλιστα τον Σεπτέμβριο του 2023, είχε το μεγαλύτερο μερίδιο στις εκπομπές που προήλθαν από τους λιγνιτικούς σταθμούς (65.8%), παρά τον χαμηλό συντελεστή εκπομπών συγκριτικά με τις άλλες μονάδες[1]. Την πρώτη τριάδα των λιγνιτικών σταθμών συμπλήρωσε ο λιγνιτικός σταθμός της Μεγαλόπολης IV, ο οποίος κατετάγη τέταρτος στη γενική κατάταξη εκπέμποντας 0.57 εκ. τόνους στο εννιάμηνο του 2023.
Στην 3η θέση της κατάταξης των μεγαλύτερων ρυπαντών στην ηλεκτροπαραγωγή βρέθηκε ο σταθμός ορυκτού αερίου «Μεγαλόπολη V» με εκπομπές 0.78 εκ. τόνους, παρά το ότι τον Σεπτέμβριο του 2023 (292.3 GWh) ανακόπηκε η αυξητική τάση που είχε στην ηλεκτροπαραγωγή από τον Απρίλιο μέχρι και τον Αύγουστο του 2023. Ακολούθησε ο σταθμός αερίου Λαύριο IV-V με 0.55 εκ. τόνους, ενώ έκτη βρέθηκε η μονάδα συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας υψηλής απόδοσης (ΣΗΘΥΑ) της Αλουμίνιον με 0.47 εκ. τόνους.
Στα Μη Διασυνδεμένα Νησιά την πρωτιά σε εκπομπές κατείχαν δύο από τους τρεις πετρελαϊκούς σταθμούς που βρίσκονται στην Κρήτη (Αθερινόλακκος και Λινοπεράματα) με συνολικές εκπομπές 0.81 εκ. τόνους τους εννιά πρώτους μήνες του 2023. Μάλιστα ο Αθερινόλακκος (0.45 εκ. τόνοι) συνέχισε να βρίσκεται στην 8η θέση πιο ψηλά πίσω επτά σταθμούς ορυκτού αερίου και έναν λιγνιτικό. Ακολούθησε ο σταθμός της Σορωνής στη Ρόδο (0.25 εκ. τόνοι), εκπέμποντας λίγο περισσότερο από τον πετρελαϊκό σταθμό των Χανίων (0.2 εκ. τόνοι). Αθροιστικά οι τέσσερις πρώτοι σε εκπομπές πετρελαϊκοί σταθμοί αντιπροσωπεύουν το 60% σχεδόν (59.5%) των συνολικών εκπομπών στα μη διασυνδεδεμένα νησιά.
Οι εκπομπές των θερμικών μονάδων της ΔΕΗ
Το 2021 η ΔΕΗ σύναψε τρία ομολογιακά δάνεια που περιείχαν ρήτρες βιωσιμότητας. Σύμφωνα με τα δύο πρώτα συνολικού ύψους 775 εκ. €, οι εκπομπές από τις θερμικές μονάδες της ΔΕΗ θα έπρεπε να μειωθούν κατά 40% το 2022 σε σχέση με τα επίπεδα του 2019, ενώ η ρήτρα βιωσιμότητας του τρίτου ομολογιακού δανείου ύψους 500 εκ. €, επέβαλε μείωση κατά 57% το 2023 σε σχέση με τα επίπεδα του 2019.
Με βάση τα δεδομένα του ΣΕΔΕ για όλες τις θερμικές μονάδες της ΔΕΗ το 2022 οι συνολικές εκπομπές ήταν 14.92 εκ. τόνοι, μια μείωση της τάξης του 35.3% σε σχέση με τα επίπεδα του 2019 (23.09 εκ. τόνοι), περίπου 4.7 ποσοστιαίες μονάδες ή 1.07 εκ. τόνους CO2 μακριά από τον στόχο του -40% (13.85 εκ. τόνοι) που αντιστοιχεί στη ρήτρα βιωσιμότητας των δύο πρώτων ομολογιακών δανείων.
Σχετικά με το τρίτο ομολογιακό δάνειο που αφορά την κλιματική επίδοση της ΔΕΗ το 2023, οι εκπομπές των θερμικών μονάδων της επιχείρησης για τους εννέα πρώτους μήνες του 2023 εκτιμώνται σε 8.48 εκ. τόνους. Η επίδοση αυτή αποτελεί ιστορικό χαμηλό και αντιστοιχεί σε μείωση κατά 27.9% συγκριτικά με την ίδια περίοδο του 2022 (11.9 εκ. τόνοι). Η βελτίωση αποδίδεται κυρίως στον περιορισμό των εκπομπών από τους λιγνιτικούς σταθμούς (-2.16 εκ. τόνους), δευτερευόντως στη μείωση από τους σταθμούς ορυκτού αερίου ιδιοκτησίας της ΔΕΗ (-0.95 εκ. τόνους), και τέλος σε αυτή από τους πετρελαϊκούς σταθμούς (-0.31 εκ. τόνους).
Παρά την πρόοδο αυτή όμως και δεδομένου ότι η ρήτρα βιωσιμότητας του -57% απαιτεί τον περιορισμό των εκπομπών στους 9.93 εκ. τόνους για το 2023, ο προϋπολογισμός άνθρακα που απομένει στην επιχείρηση ως το τέλος του έτους είναι 1.45 εκ. τόνοι. Συνεπώς, μέχρι στιγμής η ΔΕΗ έχει ξοδέψει το 85.4% του συνολικού προϋπολογισμού άνθρακα του έτους. Αν συνεχίσει να εκπέμπει με τον ίδιο ρυθμό για τους υπόλοιπους τρεις μήνες του 2023, τότε θα εξαντλήσει τον προϋπολογισμό άνθρακα των θερμικών της μονάδων στα τέλη Νοεμβρίου, περισσότερο ένα μήνα πριν το τέλος του έτους.
Μπορείτε να δείτε την εξέλιξη των εκπομπών του τομέα της ηλεκτροπαραγωγής από το 2013 ως σήμερα και να διαβάσετε τις αναλύσεις προηγούμενων μηνών εδώ.
[1] Υπενθυμίζεται πως όσον αφορά την Πτολεμαΐδα 5 γίνεται μία εκτίμηση των εκπομπών, χρησιμοποιώντας ως συντελεστή εκπομπών για τη μονάδα την τιμή του 1 tn/MWh) που αναγράφεται στη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων του σταθμού. Αυτή η επιλογή γίνεται αναγκαστικά καθώς δεν υπάρχουν δεδομένα ηλεκτροπαραγωγής και εκπομπών από προηγούμενα έτη– όπως στους άλλους σταθμούς- μέσω των οποίων υπολογίζεται ο πραγματικός συντελεστής εκπομπών.