Το ανθρακικό αποτύπωμα της ηλεκτροπαραγωγής – Δεκέμβριος 2024

Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα ηλεκτροπαραγωγής (Δεκέμβριος 2024 για το διασυνδεμένο δίκτυο και Νοέμβριος 2024 για τα μη διασυνδεδεμένα νησιά) και αυτά των ετήσιων εκπομπών CO2 από το ΣΕΔΕ (2023), εκτιμώνται οι μηνιαίες εκπομπές από κάθε μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Ελλάδας, ακολουθώντας τη μεθοδολογία και τις παραδοχές που παρουσιάζονται εδώ.

Ένταση άνθρακα της ηλεκτροπαραγωγής

Η ένταση άνθρακα1 αποτελεί σημαντικό δείκτη της πορείας απανθρακοποίησης του τομέα της ηλεκτροπαραγωγής. Χαμηλή τιμή έντασης άνθρακα σημαίνει καθαρότερο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής, λιγότερο εξαρτημένο από τα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα.

Την τελευταία δεκαετία έχει συντελεστεί μεγάλη μείωση της έντασης άνθρακα. Μέχρι και πριν το 2019 η ένταση άνθρακα κυμαινόταν πάνω από τα 500 γρ. CO2/kWh, ενώ το 2023 έπεσε στα 312 γρ. CO2/kWh.

Η πρόοδος συνεχίστηκε και το 2024, καθώς η μέση ετήσια ένταση άνθρακα μειώθηκε περαιτέρω στα 269 γρ. CO2/kWh. Τον Δεκέμβριο καταγράφηκε η υψηλότερη μηνιαία ένταση άνθρακα του έτους (325 γρ. CO2/kWh), εξαιτίας της αυξημένης παραγωγής από ορυκτά καύσιμα.

Οι εκπομπές το 2024 θα μπορούσαν να μειωθούν ακόμα περισσότερο εάν είχαν αποφευχθεί οι περικοπές ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και η αντίστοιχη ποσότητα ενέργειας διοχετευόταν για να περιορίσει την παραγωγή μονάδων αερίου και λιγνίτη. Συνολικά το 2024, σύμφωνα με τις σχετικές καθημερινές προβλέψεις του ΑΔΜΗΕ, περικόπηκαν 860 GWh. Λαμβάνοντας υπόψη την ένταση άνθρακα όλων των μηνών του 2024, θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί οι εκπομπές 211 χιλιάδων τόνων CO2, δηλαδή λίγο περισσότερο από τις συνολικές εκπομπές του πετρελαϊκού σταθμού στη Ν. Ρόδο για όλο τον χρόνο.

Εκπομπές ανά καύσιμο

Τον Δεκέμβριο 2024 οι εκπομπές CO2 από τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα (1.62 εκατ. τόνοι) ήταν οι δεύτερες υψηλότερες εκπομπές του έτους, μετά τον Ιούλιο (1.68 εκατ. τόνοι).

Συνολικά, το 2024 εκτιμάται ότι εκπέμφθηκαν 15.25 εκατ. τόνοι CO2 από τον τομέα ηλεκτροπαραγωγής. Οι εκπομπές των μονάδων ορυκτού αερίου ξεπέρασαν το 50% των συνολικών εκπομπών (8.08 εκατ. τόνοι ή 53%). Μάλιστα, ήταν σχεδόν διπλάσιες σε σχέση με τις αντίστοιχες των λιγνιτικών μονάδων (4.33 εκατ. τόνοι ή 28.4%). Η διαφορά μεταξύ των εκπομπών αερίου και λιγνίτη το 2023 ήταν πολύ μικρότερη (μόλις 0.05 εκατ. τόνοι το αέριο σε σχέση με το λιγνίτη). Mικρότερο ήταν το μερίδιο των πετρελαϊκών μονάδων στα μη διασυνδεδεμένα νησιά (2.84 εκατ. τόνοι ή 18.6%).

Οι εκπομπές του τομέα ηλεκτροπαραγωγής το 2024 αυξήθηκαν οριακά σε σχέση με το 2023 κατά μόλις 0.12 εκατ. τόνους (+0.8%). Αυτό οφείλεται στην πολύ μεγάλη αύξηση της χρήσης του ορυκτού αερίου. Πιο συγκεκριμένα, οι εκπομπές των μονάδων αερίου αυξήθηκαν κατά 1.91 εκατ. τόνους (ή +31%) λόγω της αντίστοιχης αύξησης της ηλεκτροπαραγωγής από αέριο κατά 35.9% το 2024. Αντίθετα, οι εκπομπές των λιγνιτικών μονάδων μειώθηκαν κατά 1.79 εκατ. τόνους (ή -29.2%) ως αποτέλεσμα της μειωμένης ηλεκτροπαραγωγής από λιγνιτικές μονάδες κατά 28.3%. Τέλος, σχεδόν ίδιες παρέμειναν οι εκπομπές από τις μονάδες πετρελαίου συγκριτικά με το 2023 (-0.001 εκατ. τόνοι).

Στον αντίποδα, σημειώθηκε μείωση στις συνολικές εκπομπές του 2024 συγκριτικά με τον μέσο όρο της πενταετίας 2019-2023 (-4.9 εκατ. τόνους ή -24.4%). Η μείωση αυτή προήλθε από δύο μόνο καύσιμα (λιγνίτη και πετρέλαιο), με μεγαλύτερη αυτή από τον λιγνίτη (-5.49  εκατ. τόνοι ή -55.9%). Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αρχή της πενταετίας (2019) οι εκπομπές από τις λιγνιτικές μονάδες (16.85 εκατ. τόνοι) ήταν σχεδόν τετραπλάσιες σε σχέση με αυτές του 2024. Πολύ μικρότερη ήταν η μείωση από το πετρέλαιο (-0.2 εκατ. τόνοι ή -6.5%), ενώ στο ορυκτό αέριο καταγράφηκε αύξηση (+0.78 εκατ. τόνοι ή +10.6%).

Εκπομπές ανά σταθμό ηλεκτροπαραγωγής

Σε ό,τι αφορά τον επιμερισμό των εκπομπών ανά σταθμό ηλεκτροπαραγωγής, ο λιγνιτικός ατμοηλεκτρικός σταθμός (ΑΗΣ) του Αγίου Δημητρίου διατήρησε και το 2024 την 1η θέση, με εκπομπές 2.73 εκατ. τόνους (63.1% των εκπομπών από τις λιγνιτικές μονάδες), αλλά με σαφώς μειωμένη παραγωγή σε σχέση με προηγούμενα έτη. Για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου – για επτά μήνες (Ιανουάριος-Μάιος και Νοέμβριος-Δεκέμβριος) – λειτουργούσαν τρεις από τις πέντε μονάδες του ΑΗΣ (III-V), αυτές που καλύπτουν την τηλεθέρμανση της πόλης της Κοζάνης.

Η Πτολεμαΐδα 5 ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος ρυπαντής συνολικά, με 1.33 εκατ. τόνους το 2024, 0.4 εκατ. τόνους λιγότερες εκπομπές σε σχέση με το 2023, που είχε βρεθεί στη δεύτερη θέση. Ο τρίτος λιγνιτικός σταθμός, δηλαδή ο ΑΗΣ Μελίτης, βρέθηκε στην 18η θέση με 0.25 εκατ. τόνους, ενώ ο τέταρτος λιγνιτικός σταθμός που εξακολουθεί να παραμένει διαθέσιμος, ο ΑΗΣ Μεγαλόπολης 4, βρέθηκε στην 30η θέση καθώς λειτούργησε ελάχιστα το 2024 και μόνο τον Ιούνιο (9.14 GWh).

Όσον αφορά τις μονάδες ορυκτού αερίου, στη 2η θέση στη γενική κατάταξη σκαρφάλωσε ο  Άγιος Νικόλαος ΙΙ (1.41 εκατ. τόνοι), ο οποίος το 2023 -πρώτο έτος ολοκληρωμένης λειτουργίας της νέας μονάδας αερίου- είχε βρεθεί στη 13η θέση με 0.46 εκατ. τόνους. Στην 4η θέση κατατάχθηκε η Μεγαλόπολη V (1.11 εκατ. τόνοι) και στην 5η το Λαύριο IV-V (1.02 εκατ. τόνοι) – και οι δύο αυτές μονάδες βρέθηκαν μια θέση πιο κάτω σε σχέση με το 2023 στην συνολική κατάταξη των ρυπαντών. Τέλος, τον Δεκέμβριο του 2024, παράχθηκαν οι πρώτες 180 MWh ηλεκτρικής ενέργειας από τη νέα μονάδα ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το ορυκτό αέριο, τη Θερμοηλεκτρική Κομοτηνής.

Συνολικά, οι εκπομπές από τις μονάδες με καύσιμο το ορυκτό αέριο έφτασαν το 65.1% των εκπομπών από τις θερμικές μονάδες του διασυνδεδεμένου δικτύου της χώρας (λιγνίτης και ορυκτό αέριο μαζί).

Στα Μη Διασυνδεμένα Νησιά, τις πρώτες τρεις θέσεις σε εκπομπές το 2024 καταλαμβάνουν οι τρεις πετρελαϊκοί σταθμοί που βρίσκονται στην Κρήτη (Αθερινόλακκος, Λινοπεράματα και Χανιά), με εκπομπές 0.64, 0.5 και 0.26 εκατ. τόνους αντίστοιχα. Οι τρεις αυτοί σταθμοί, που είναι αθροιστικά υπεύθυνοι για σχεδόν 50% των συνολικών εκπομπών στα μη διασυνδεδεμένα νησιά, βρέθηκαν στην 9η, 13η και 16η θέση αντίστοιχα στη γενική κατάταξη όλων των θερμικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής της χώρας ως προς τις εκπομπές τους.

Οι εκπομπές των θερμικών μονάδων της ΔΕΗ

Η ΔΕΗ δείχνει να παραμένει προσηλωμένη στη δραστική μείωση του ανθρακικού της αποτυπώματος. Συγκεκριμένα, στο στρατηγικό επιχειρησιακό της σχέδιο για την τριετία 2024 – 2026, το οποίο παρουσίασε τον Ιανουάριο του 2024 στο Capital Markets Day στο Λονδίνο, δεσμεύτηκε να περιορίσει το 2026 τις εκπομπές από τις θερμικές της μονάδες στους 5.9 εκατ. τόνους, μια μείωση της τάξης του 75% σε σχέση με τα επίπεδα του 2019. Η δέσμευση αυτή  μπορεί να αξιοποιηθεί για τον προσδιορισμό ετήσιων προϋπολογισμών άνθρακα για την περίοδο 2024-2026. Συγκεκριμένα, θεωρώντας ότι θα είναι γραμμική η μείωση των εκπομπών από τους 11.47 εκατ. τόνους το 2023 στους 5.9 εκατ. τόνους το 2026, που θέτει ως στόχο η ΔΕΗ για αυτό το έτος στο επιχειρησιακό της σχέδιο 2024-2026,  ο διαθέσιμος προϋπολογισμός για το 2024 εκτιμάται σε 9.61 εκατ. τόνους

Το 2024, οι θερμικές μονάδες της ΔΕΗ εκτιμάται ότι εξέπεμψαν 10.21 εκατ. τόνους CO2, υπερβαίνοντας τον παραπάνω προϋπολογισμό της κατά 0.6 εκατ. τόνους.

Σημειώνεται πάντως ότι η ΔΕΗ κατέγραψε 10.9% μείωση εκπομπών σε σχέση με το 2023 που είχε εκπέμψει 11.47 εκατ. τόνους. Η πρόοδος αυτή οφείλεται  στη μείωση εκπομπών από τις μονάδες λιγνίτη (-1.79 εκατ. τόνοι το 2024 σε σχέση με το 2023), καθώς στις μονάδες αερίου καταγράφηκε αύξηση (+0.54 εκατ. τόνοι αντίστοιχα), ενώ οι εκπομπές από τις πετρελαϊκές μονάδες παρέμειναν σχεδόν ίδιες (-0.001 εκατ. τόνοι). Η σημαντική μείωση των εκπομπών της ΔΕΗ έρχεται σε αντίθεση με την αύξηση των εκπομπών της χώρας, ωστόσο αυτή η επίδοση της ΔΕΗ δεν ήταν αρκετή για να επιτευχθεί ο στόχος για το 20242.

Μπορείτε να δείτε την εξέλιξη των εκπομπών του τομέα της ηλεκτροπαραγωγής από το 2013 ως σήμερα και να διαβάσετε τις αναλύσεις προηγούμενων μηνών εδώ.

  1. Η ένταση άνθρακα ορίζεται ως ο λόγος των εκπομπών από τα τρία καύσιμα (λιγνίτης, αέριο και πετρέλαιο, συμπεριλαμβανομένων και των ΣΗΘΥΑ) ως προς τη συνολική ηλεκτροπαραγωγή της χώρας από το διασυνδεδεμένο δίκτυο και τα μη διασυνδεδεμένα νησιά.
  2. Οι εκπομπές των θερμικών μονάδων, όπως και η ηλεκτροπαραγωγή των μη διασυνδεδεμένων νησιών για τους μήνες του 2024 που δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμα, εκτιμώνται με βάση τα δεδομένα των προηγούμενων ετών.