To Ευρωπαϊκό Χρηματιστήριο Ρύπων και γιατί το χρειαζόμαστε

Ο Τάσος Χατζηελευθερίου, Αναλυτής Ενεργειακής Πολιτικής στο Green Tank, γράφει για το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ειδικό αφιέρωμα της Οικοτοπίας για την ενέργεια.

Στο άρθρο του ο Τάσος Χατζηελευθερίου εξηγεί τι είναι το ΣΕΔΕ – ή απλούστερα το χρηματιστήριο ρύπων – πόσο απαραίτητο είναι για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και ποια είναι η σχέση του με την κρίση των ενεργειακών τιμών που ξεκίνησε ήδη από το 2021 με την εκτόξευση του κόστους προμήθειας ορυκτού αερίου και κορυφώνεται με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Προκρίνοντας την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», η βασική λειτουργία του ΣΕΔΕ είναι ότι «ορίζει μια τιμή άνθρακα που πρέπει να καταβάλλουν οι ρυπαίνοντες, δημιουργώντας έτσι κίνητρα για μείωση των εκπομπών». Όπως αναφέρει το άρθρο, αρχικά τίθεται ένα όριο συνολικών ετήσιων εκπομπών για όλες τις οικονομικές δραστηριότητες που εντάσσονται σε αυτό – ηλεκτροπαραγωγή/παραγωγή θερμότητας, ενεργοβόρος βιομηχανία και εγχώριες αερομεταφορές. Έπειτα, αυτές οι εκπομπές μεταφράζονται σε άδειες/δικαιώματα εκπομπών (1 άδεια =1 τόνος διοξειδίου του άνθρακα (CO2)) και είτε δημοπρατούνται είτε κατανέμονται δωρεάν.

Ο μηχανισμός αυτός δεν θεωρείται μόνο περιβαλλοντικά αναγκαίος, αλλά και οικονομικά αποδοτικός. Έτσι σήμερα αποτελεί βασικό εργαλείο της ΕΕ για τον κλιματικό στόχο του 2030 για  μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% σε σχέση με το 1990 και της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050, σε συνδυασμό με την ταχεία διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη μείωση του κόστους τους.

Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, το χρηματιστήριο ρύπων παρουσιάζει και κάποιες αστοχίες που έχουν υπονομεύσει την αποτελεσματικότητά του. Ανάμεσά τους, τα δωρεάν δικαιώματα εκπομπών που ως τώρα ξεπερνούσαν ακόμα και τις πραγματικές εκπομπές των βιομηχανιών.

Το άρθρο εξετάζει επίσης την επικείμενη αναθεώρηση της οδηγίας για το ΣΕΔΕ, όπου έχει προταθεί σημαντική αύξηση της κλιματικής φιλοδοξίας των τομέων που υπάγονται στο ΣΕΔΕ ώστε να ευθυγραμμιστεί με τον συνολικό στόχο της ΕΕ για το 2030. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει την επέκτασή του και σε άλλους τομείς της οικονομίας όπως η ναυτιλία τα κτίρια και οι οδικές μεταφορές. Όπως επισημαίνει ο Τάσος Χατζηελευθερίου, «με αυτές τις επεκτάσεις υπολογίζεται ότι πλέον το 70-75% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της ΕΕ θα υπαχθεί σε ένα σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων».

Παρά τις όποιες αρχικές αστοχίες στη λειτουργία του, ως το 2020  οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου στους τομείς που καλύπτει έχουν μειωθεί κατά 42,3%. Ωστόσο, χρειάζεται πιο ισχυρή κλιματική φιλοδοξία για να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως αντίβαρο στην κλιματική αλλαγή. Το άρθρο καταλήγει πως τόσο η κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων όσο και η επέκταση του ΣΕΔΕ σε άλλους τομείς θα ενισχύσουν σημαντικά τις πιθανότητες επίτευξης του κλιματικού στόχου της ΕΕ και μαζί την ελπίδα για αναχαίτιση της κλιματικής απειλής.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 03 Απριλίου 2022 στην ιστοσελίδα της Οικοτοπίας και περιλαμβάνεται στο ειδικό τεύχος #4 «Αφιέρωμα στην Ενέργεια».

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του άρθρου:

Μεσούσης της ενεργειακής κρίσης που πυροδότησε η ραγδαία αύξηση των τιμών των ορυκτών καυσίμων και ενώ οι πολίτες καλούνται να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της, γίνεται συχνά λόγος για το ευρωπαϊκό χρηματιστήριο ρύπων, την υψηλή τιμή του άνθρακα και το πώς αυτή επηρεάζει τις τιμές του ρεύματος. Τι είναι όμως το χρηματιστήριο ρύπων, πόσο απαραίτητο είναι για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και ποια είναι η σχέση του με την τρέχουσα ενεργειακή κρίση;
Τι είναι;

Στον απόηχο της Συμφωνίας του Παρισιού, η κλιματική φιλοδοξία της ΕΕ έχει εξελιχθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, φτάνοντας στους πιο πρόσφατους στόχους για μείωση των καθαρών εκπομπών κατά τουλάχιστον 55% μέχρι το 2030 σε σχέση με το 1990 και κλιματική ουδετερότητα το 2050. Το βασικότερο εργαλείο για την επίτευξη αυτών των κλιματικών στόχων είναι το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) ή απλούστερα το χρηματιστήριο ρύπων, το οποίο ορίζει μια τιμή άνθρακα που πρέπει να καταβάλλουν οι ρυπαίνοντες δημιουργώντας έτσι κίνητρα για μείωση των εκπομπών.

Ωστόσο, το ΣΕΔΕ δεν ήταν η μοναδική επιλογή όταν η ΕΕ αποφάσιζε τον μηχανισμό τιμολόγησης του άνθρακα. Αρχικά είχε προταθεί ο φόρος άνθρακα, αλλά η ιδέα εγκαταλείφθηκε γρήγορα όταν συνάντησε αρκετή αντίσταση κυρίως λόγω της δυσαρέσκειας για τη θέσπιση νέων φόρων. Έτσι, μερικά χρόνια μετά, κέρδισε έδαφος η λύση της εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών.

Το 2005, λοιπόν, ξεκίνησε τη λειτουργία του το ΣΕΔΕ. Ήταν το πρώτο τέτοιο σύστημα στον κόσμο και μέχρι πρόσφατα το μεγαλύτερο – ώσπου τέθηκε σε λειτουργία το χρηματιστήριο ρύπων της Κίνας – καλύπτοντας περίπου 11.000 εγκαταστάσεις υπεύθυνες για το 40% των συνολικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου της ΕΕ.

Το ΣΕΔΕ λειτουργεί ως εξής: αρχικά τίθεται ένα όριο συνολικών ετήσιων εκπομπών για όλες τις οικονομικές δραστηριότητες που εντάσσονται σε αυτό (αυτή τη στιγμή οι τομείς της ηλεκτροπαραγωγής/παραγωγής θερμότητας, της ενεργοβόρου βιομηχανίας και των εγχώριων αερομεταφορών). Έπειτα, αυτές οι εκπομπές μεταφράζονται σε άδειες/δικαιώματα εκπομπών (1 άδεια =1 τόνος διοξειδίου του άνθρακα (CO2)) και είτε δημοπρατούνται είτε κατανέμονται δωρεάν. Με το πέρας του έτους, οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ΣΕΔΕ πρέπει να παραδώσουν πίσω τα δικαιώματα που αντιστοιχούν στις πραγματικές τους εκπομπές. Σε περίπτωση πλεονάσματος μπορούν να πουλήσουν αυτά τα δικαιώματα ή να τα κρατήσουν για μελλοντικές ανάγκες. Κάθε χρόνο τα συνολικά διαθέσιμα δικαιώματα μειώνονται, εξασφαλίζοντας έτσι ότι ο αρχικός περιβαλλοντικός στόχος μείωσης των εκπομπών θα επιτευχθεί. Με βάση τη σχέση ζήτησης και προσφοράς δικαιωμάτων εκπομπών καθορίζεται και η τιμή του άνθρακα στην αγορά.

Εκτός όμως της περιβαλλοντικής διάστασης, αυτός ο μηχανισμός θεωρείται και ο οικονομικά πιο αποδοτικός. Πιο συγκεκριμένα οι επιχειρήσεις που εντάσσονται σε αυτόν έχουν την επιλογή είτε να αγοράσουν δικαιώματα είτε να μειώσουν τις εκπομπές τους μέσω συγκεκριμένων επενδύσεων που στοχεύουν, για παράδειγμα, στη βελτίωση της ενεργειακής τους αποδοτικότητας. Έτσι, οι μειώσεις των εκπομπών γίνονται πρώτα εκεί που είναι πιο εύκολο και πιο φθηνό να επιτευχθούν. Με αυτόν τον τρόπο το οικονομικό βάρος επωμίζονται οι μεγάλοι ρυπαίνοντες, εφαρμόζοντας έτσι την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Πρόκειται για μια από τις βασικότερες αρχές του ευρωπαϊκού περιβαλλοντικού Δικαίου, την υποχρέωση δηλαδή του ρυπαίνοντος να αναλάβει το κοινωνικό και το περιβαλλοντικό κόστος των ενεργειών του. Η εφαρμογή της αρχής βέβαια προϋποθέτει ότι το κόστος δεν θα μετακυλίεται στους καταναλωτές. Τέλος, εξίσου σημαντικό είναι ότι οι πόροι από την πώληση των δικαιωμάτων καταλήγουν στα κράτη μέλη όπου μπορούν να αξιοποιηθούν με διαφορετικούς τρόπους για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και τη στήριξη της δίκαιης μετάβασης των εξαρτημένων από τον άνθρακα περιοχών.

Επιτυχίες και αστοχίες

Η εφαρμογή του ΣΕΔΕ, αρχικά, δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη, αλλά μετά από πολλές αναθεωρήσεις στη λειτουργία του συστήματος μοιάζει να έχει αποτελέσματα καθώς τα τελευταία χρόνια οι εκπομπές έχουν μειωθεί σημαντικά στους τομείς που καλύπτει. Πιο συγκεκριμένα από το 2005 που ξεκίνησε η λειτουργία του ΣΕΔΕ ως το 2020 που ολοκληρώθηκε η τρίτη φάση λειτουργίας του, οι εκπομπές των τομέων του μειώθηκαν κατά 42,3%. Σε συνδυασμό δε με την ταχεία τεχνολογική ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη μείωση του κόστους τους, το χρηματιστήριο ρύπων έχει αναδειχθεί σήμερα ως ένας από τους σημαντικότερους μηχανισμούς για τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης στην Ευρώπη.

Η επιτυχία αυτή οφείλεται κυρίως στην πρόοδο που έχει συντελεστεί στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής όπου η συντριπτική πλειονότητα των μονάδων είναι αναγκασμένη να πληρώνει για κάθε τόνο διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπει. Αντίθετα, οι εκπομπές των ενεργοβόρων βιομηχανιών (τσιμέντο, χάλυβας, αλουμίνιο, διυλιστήρια κλπ) παραμένουν πρακτικά αμετάβλητες καθώς λαμβάνουν περίπου το 95% των δικαιωμάτων εκπομπών που χρειάζονται δωρεάν. Έτσι, όλο το βάρος το επωμίζονται ως τώρα οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας που αγοράζουν τα δικαιώματα, δημιουργώντας έτσι ένα χρηματιστήριο ρύπων δύο ταχυτήτων.

Στην αντίπερα όχθη, η πρόοδος στους τομείς που δεν εντάσσονται στο ΣΕΔΕ – όπως οι μεταφορές, τα κτίρια και η γεωργία και η διαχείριση αποβλήτων – και αντιπροσωπεύουν περίπου το 60% των συνολικών εκπομπών της ΕΕ, είναι περιορισμένη, καθώς πολλά κράτη μέλη βρίσκονται εκτός τροχιάς επίτευξης των στόχων, διακινδυνεύοντας έτσι και τον συνολικό στόχο της ΕΕ.

Στην επικείμενη αναθεώρηση της οδηγίας για το ΣΕΔΕ, όπου θα αναθεωρηθεί και ο στόχος μείωσης εκπομπών ώστε να ευθυγραμμιστεί με τον συνολικό στόχο της ΕΕ για μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% μέχρι το 2030, είναι απολύτως απαραίτητο να διορθωθούν και τα λάθη του παρελθόντος έτσι ώστε να συμβάλουν όλοι, με το μερίδιο που τους αναλογεί, στην αντιμετώπιση της εντεινόμενης κλιματικής κρίσης.

Το μέλλον του ΣΕΔΕ και η ενεργειακή κρίση

Το γεγονός ότι το χρηματιστήριο ρύπων οδηγεί σε αύξηση τις τιμής του άνθρακα, ωθώντας έτσι σε επενδύσεις μείωσης των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου, συνιστά μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. Αυτό όμως δεν θα έπρεπε να συγχέεται με την ενεργειακή κρίση και την κρίση των τιμών ορυκτού αερίου τους τελευταίους μήνες. Όπως έδειξε η ανάλυση της βρετανικής δεξαμενής σκέψης Ember, η συμβολή της τιμής των δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην αύξηση τιμών ηλεκτρικής ενέργειας ήταν πολύ μικρή σε σύγκριση με την εκτόξευση στις τιμές του ορυκτού αερίου.

Αντίθετα η άνοδος των τιμών στο χρηματιστήριο ρύπων είχε ευεργετικές επιπτώσεις. Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι πόροι του χρηματιστηρίου ρύπων είναι αυτοί που χρηματοδοτούν το μεγαλύτερο μέρος των επιδοτήσεων για το υψηλό κόστος της ενέργειας, ελαφρύνοντας έτσι τους – υπερβολικούς για το μέσο νοικοκυριό – λογαριασμούς ρεύματος και ορυκτού αερίου. Ωστόσο, παρόλο που αυτή τη στιγμή οι πόροι αξιοποιούνται για την κάλυψη έκτακτων κοινωνικών αναγκών, είναι απαραίτητο να ενσωματωθούν σε έναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό που δεν θα επιδοτεί τα ορυκτά καύσιμα, αλλά θα έχει κύριο στόχο διαρθρωτικές αλλαγές με μακροπρόθεσμο κοινωνικό και οικονομικό όφελος όπως η ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η εξοικονόμηση ενέργειας και η δίκαιη μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών.

Με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, λοιπόν, το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών είναι ένας από τους πιο αποδοτικούς μηχανισμούς μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τόσο το θετικό περιβαλλοντικό του πρόσημο όσο και η οικονομική αποδοτικότητά του δείχνουν πως ο μηχανισμός αυτός πρέπει να ενισχυθεί και όχι να «ελεγχθεί», όπως πολλά κράτη μέλη προτείνουν. Αυτή η επιτυχία και η αποτελεσματικότητα του ΣΕΔΕ είναι που οδήγησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προτείνει την επέκτασή του και σε άλλους τομείς της οικονομίας όπως η ναυτιλία τα κτίρια και οι οδικές μεταφορές. Για τους δύο τελευταίους τομείς δε, προτείνεται ένα ξεχωριστό σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων που θα μειώσει τις αντίστοιχες εκπομπές επιβαρύνοντας οικονομικά τη χρήση ορυκτών καυσίμων, καθιστώντας πλέον απαγορευτικό τον σχεδιασμό νέων συστημάτων θέρμανσης και τηλεθέρμανσης που θα βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα.

Με αυτές τις επεκτάσεις υπολογίζεται ότι πλέον το 70-75% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της ΕΕ θα υπαχθεί σε ένα σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων. Αυτό αναμένεται να συμβάλει καθοριστικά στην απολύτως αναγκαία επιτάχυνση της μείωσης των εκπομπών, δημιουργώντας όμως την ίδια στιγμή ένα καινούριο κόστος, του οποίου η μετακύλιση στους καταναλωτές θα πρέπει να αποφευχθεί.

Αναδεικνύεται έτσι η τεράστια σημασία της επικείμενης αναθεώρησης του ΣΕΔΕ στην ΕΕ. Οι βασικές αποφάσεις για το αν θα επεκταθεί σε άλλους τομείς ή όχι, το πόσο γρήγορα θα καταργηθούν τα δωρεάν δικαιώματα της βιομηχανίας αλλά και το αν θα «ελεγχθεί» με κάποιο τρόπο η λειτουργία του, θα επηρεάσουν σημαντικά τις πιθανότητες επίτευξης του κλιματικού στόχου της ΕΕ για μείωση των αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% μέχρι το 2030 και μαζί την ελπίδα για αναχαίτηση της κλιματικής απειλής.