2005-2020: Αναλύοντας το χρηματιστήριο ρύπων σε Ευρώπη και Ελλάδα

Καθώς η Ευρώπη ετοιμάζεται να αναθεωρήσει την οδηγία για το χρηματιστήριο ρύπων στο πλαίσιο του νομοθετικού πακέτου “fit for 55”, το Green Tank εξετάζει τι συνέβη στη ναυαρχίδα της κλιματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) από την ίδρυση του, το 2005, μέχρι και το τέλος της 3ης φάσης λειτουργίας του, το 2020. 

Αξιοποιώντας τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, αναλύονται οι μεταβολές στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε παραγωγή ηλεκτρισμού & θερμότητας, βιομηχανία και αερομεταφορές κατά τις τρεις πρώτες φάσεις του ΣΕΔΕ (2005-2020) σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Τα αποτελέσματα της ανάλυσης που παρουσιάζονται στη νέα έκθεση του Green Tank με τίτλο «Τάσεις στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα» αναδεικνύουν την αποτελεσματικότητα του ΣΕΔΕ στον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η οποία θα μπορούσε να είναι ακόμα μεγαλύτερη αν δεν μοιραζόταν τόσο μεγάλος αριθμός δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών στις ενεργοβόρες βιομηχανίες της Ευρώπης.

Ευρώπη

Οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου της ΕΕ στους τομείς που εντάσσονται στο «χρηματιστήριο ρύπων» μειώθηκαν κατά 42,3% σε σύγκριση με το 2005, πρακτικά το ίδιο με τον προηγούμενο στόχο για το 2030 (-43%) αναδεικνύοντας έτσι την έλλειψη φιλοδοξίας που επεδείκνυε η ΕΕ μέχρι πρότινος αλλά και την αποτελεσματικότητα του ΣΕΔΕ στην επίτευξη κλιματικών στόχων.

  • 1η η Δανία (-58,3%)
  • 3η η Ελλάδα (-56,3%)
  • Τελευταία η Κύπρος (-15,2%)

Τη μερίδα του λέοντος στις εκπομπές του ΣΕΔΕ στην ΕΕ έχει διαχρονικά η παραγωγή ηλεκτρισμού & θερμότητας και ακολουθεί η ενεργοβόρος βιομηχανία.

Η μείωση των εκπομπών στο ΣΕΔΕ της ΕΕ προέκυψε κυρίως από το τομέα παραγωγής ηλεκτρισμού & θερμότητας (-42.7%), ενώ οι εκπομπές της βιομηχανίας διατηρήθηκαν πρακτικά σταθερές σε ολόκληρη την περίοδο με εξαίρεση το τελευταίο έτος που μειώθηκαν κατά 13%.

Τα στερεά ορυκτά καύσιμα (λιγνίτης και λιθάνθρακας) ήταν υπεύθυνα για το 52%- 66% των εκπομπών του τομέα παραγωγής ηλεκτρισμού & θερμότητας την περίοδο 2005 και 2020. Σε αυτή την περίοδο περιορίστηκαν κατά 51,8%. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μείωσης συντελέστηκε κατά την 3η φάση του ΣΕΔΕ (2013-2020), όταν οι μονάδες καύσης από λιγνίτη και λιθάνθρακα ήταν υποχρεωμένες να πληρώνουν για τις εκπομπές CO2 με αποτέλεσμα να μειώσουν τις εκπομπές τους κατά 49,5%.

Τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση εκπομπών από λιγνίτη και λιθάνθρακα μεταξύ 2005 και 2020, παρουσίασαν το Βέλγιο, η Σουηδία και η Αυστρία, οι οποίες απεξαρτήθηκαν πλήρως το 2016, 2020 και 2020 αντίστοιχα. Ακολουθούν η Ισπανία (-91,4%), η Γαλλία (-85,7%) και η Ιρλανδία (-84,8%), ενώ πρώτη ανάμεσα στις λιγνιτοπαραγωγές χώρες ήταν η Ελλάδα, η οποία από 43 εκατ. τόνους το 2005 έφτασε να εκπέμπει λιγότερο από 9,3 εκατ. τόνους το 2020 σημειώνοντας μείωση 78,9%.

Αν ακολουθηθούν οι τάσεις ολόκληρης της 3ης περιόδου του ΣΕΔΕ, ΕΕ-27 και Γερμανία θα απεξαρτηθούν πλήρως από λιγνίτη και λιθάνθρακα ως το 2030, ενώ με βάση μόνο τα πιο πρόσφατα δεδομένα μετά τη Συμφωνία του Παρισιού αυτό θα συμβεί το 2026. Με βάση τα ίδια δεδομένα, μόνο Τσεχία (2035), Πολωνία (2036) και Σλοβενία (2052) θα σταματήσουν τη χρήση στερών ορυκτών καυσίμων μετά το 2030.

Ελλάδα

Οι εκπομπές του τομέα παραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας είναι υπεύθυνες για το μεγαλύτερο μέρος των εκπομπών της Ελλάδας στο ΣΕΔΕ, με μερίδιο το οποίο κυμαίνεται μεταξύ  62,9% το ελάχιστο (2020) και 81,3% το μέγιστο (2011).

Στις δύο πρώτες φάσεις του ΣΕΔΕ (2005-2012), οι εκπομπές του τομέα παραγωγής ηλεκτρισμού & θερμότητας παρέμειναν σχεδόν σταθερές (-4,7%), ενώ οι εκπομπές της ελληνικής βιομηχανίας, και σε αντίθεση με τη σταθερότητα που επέδειξαν οι ενεργοβόρες βιομηχανίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μειώθηκαν πολύ πιο δραστικά, ειδικά μετά το 2008 στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, σημειώνοντας συνολική μείωση 41,3% μεταξύ 2005 και 2012.

Αντίθετα, στην 3η φάση του ΣΕΔΕ (2013-2020), η μείωση των εκπομπών στον τομέα παραγωγής ηλεκτρισμού & θερμότητας ήταν πολύ μεγαλύτερη (-55,7%) κυρίως λόγω της έναρξης χρέωσης των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής για εκπομπές CO2 και συντελέστηκε σταδιακά με ρυθμό που επιταχύνθηκε ειδικά μετά το 2018. Από την άλλη μεριά, την ίδια περίοδο οι εκπομπές των ενεργοβόρων βιομηχανιών, παρέμειναν πρακτικά σταθερές μεταξύ 2013 και 2019 και μειώθηκαν μόνο κατά το 2020 που ξεκίνησε η πανδημία οδηγώντας σε συνολική μείωση κατά 11,2% μεταξύ 2013 και 2020.

Οι εκπομπές του τομέα παραγωγής ηλεκτρισμού & θερμότητας στην Ελλάδα μειώθηκαν από 53,5 εκατ. τόνους το 2005 στους 20,3 εκ. τόνους το 2020 (-62%). Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μείωσης οφείλεται στην κατάρρευση της λιγνιτικής παραγωγής, ειδικά τα τελευταία χρόνια. Το 2020 οι λιγνιτικές μονάδες εξέπεμψαν 14,2 εκατ. τόνους CO2 λιγότερο σε σχέση με το 2018, κυρίως λόγω της εκτόξευσης των τιμών CO2 στο χρηματιστήριο ρύπων.

Το μερίδιο του λιγνίτη στις εκπομπές του τομέα παραγωγής ηλεκτρισμού & θερμότητας συρρικνώθηκε από 81% το 2005 σε 46% το 2020, ενώ τo μερίδιο του ορυκτού αερίου αυξήθηκε από 12% σε 39% αντίστοιχα την ίδια περίοδο.

Οι μεγαλύτεροι ρυπαντές

Μεγάλες οι αλλαγές στη λίστα των 10 μεγαλύτερων ρυπαντών στην Ελλάδα κατά την 3η φάση του ΣΕΔΕ (2013-2020).

  1. Ενώ το 2013 οι έξι (6) μεγαλύτεροι ρυπαντές ήταν λιγνιτικοί σταθμοί, το 2020 ήταν μόνο τρεις (3) και με πολύ χαμηλότερα επίπεδα εκπομπών.
  2. Τρία (3) διυλιστήρια και δύο (2) μονάδες παραγωγής τσιμέντου στη λίστα το 2020 και μάλιστα με αυξημένα επίπεδα εκπομπών σε σχέση με το 2013
  3. Για πρώτη φορά το 2020 εμφανίζονται στη λίστα των 10 μεγαλύτερων ρυπαντών δύο (2) μονάδες ορυκτού αερίου.

«Η απολιγνιτοποίηση ωθεί τη χώρα στην κλιματική πρωτοπορία. Για να εδραιωθεί ωστόσο η κλιματική πρόοδος, η Ελλάδα πρέπει να περιορίσει τη χρήση ορυκτού αερίου και να στηρίξει έμπρακτα την πράσινη στροφή της ενεργοβόρου βιομηχανίας. Στην επικείμενη αναθεώρηση της Οδηγίας για το ΣΕΔΕ, είναι αναγκαίες γενναίες μεταρρυθμίσεις που θα συμβάλλουν καθοριστικά στη μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% το 2030 σε σχέση με το 1990, όχι μόνο σε ευρωπαϊκό αλλά και σε εθνικό επίπεδο», δήλωσε ο Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής πολιτικής για τη δεξαμενή σκέψης The Green Tank.

Διαβάστε το πλήρες κείμενο της ανάλυσης του Green Tank με τίτλο «Τάσεις στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα» και το δελτίο τύπου.