Ο μονόδρομος της πράσινης μετάβασης

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα, που παρουσιάζονται από το Green Tank για την κατανάλωση ορυκτού αερίου και την ηλεκτροπαραγωγή δείχνουν ότι η χώρα βασίζεται όλο και περισσότερο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σχολιάζοντας αυτά τα δεδομένα στο άρθρο γνώμης «Ο μονόδρομος της πράσινης μετάβασης» για το N-Society της ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗΣ, ο Νίκος Μάντζαρης εξηγεί ότι η μεγαλύτερη ανάπτυξη των ΑΠΕ με παράλληλη μείωση της κατανάλωσης αερίου και οριακή αύξηση του λιγνίτη είναι μια πραγματικότητα πλέον που σηματοδοτεί τη μετατόπιση του ενεργειακού μοντέλου της χώρας μακριά από τα ορυκτά καύσιμα.

Επισημαίνοντας την εργαλειοποίηση της ενεργειακής κρίσης στο πλαίσιο της κομματικής αντιπαράθεσης, καλεί τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας να χαράξουν μια ενιαία στρατηγική για την ανάπτυξη των ΑΠΕ με επαρκή δίκτυα και υποδομές αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, και ένα άρτιο ειδικό χωροταξικό πλαίσιο για την εγκατάστασή τους.

Το άρθρο γνώμης στάθηκε αφορμή για τηλεοπτική συνέντευξη στο κανάλι της ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗΣ, με βασικό ερώτημα το κατά πόσο η πράσινη μετάβαση αποτελεί μια άμεση λύση στις προκλήσεις της ενεργειακής κρίσης. Ο Νίκος Μάντζαρης εξήγησε ότι η πράσινη μετάβαση δεν είναι μόνο ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο, αλλά ότι συμβάλλει ήδη στη συγκράτηση των τιμών ενέργειας που καλούνται σήμερα να πληρώσουν οι καταναλωτές. Τόνισε ότι η υφιστάμενη τεχνολογία μας προσφέρει όλα τα αναγκαία μέσα για την άμεση ανάπτυξη των ΑΠΕ, που θα πρέπει να γίνει στη βάση ενός αναθεωρημένου χωροταξικού σχεδίου, και ότι η επένδυση σε αυτή είναι πλέον ζήτημα πολιτικής. Τέλος, αντίθετα με την άποψη που θέλει τους πολίτες να είναι μόνο επιφυλακτικοί απέναντι στις ΑΠΕ, το αυξανόμενο ενδιαφέρον για συστήματα αυτοπαραγωγής ενέργειας και σύσταση ενεργειακών κοινοτήτων δείχνει ότι οι πολίτες έχουν εμπλακεί ήδη ενεργά στην ενεργειακή μετάβαση και ότι ο διάλογος με τις τοπικές κοινωνίες θα βοηθήσει σημαντικά στη δημιουργία ενός πιο δημοκρατικού πράσινου ενεργειακού μοντέλου.

Το άρθρο γνώμης δημοσιεύτηκε στο N-Society της ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗΣ την Τρίτη 06 Δεκεμβρίου 2022.

Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:

Ο μονόδρομος της πράσινης μετάβασης

Διανύουμε μια περίοδο που η πραγματικότητα γύρω από τα ενεργειακά ξεπερνά την πολιτική βούληση και ρητορεία.

Από τη μία μεριά τα πολιτικά κόμματα διαγκωνίζονται για το ποιο προώθησε περισσότερο τις εξορύξεις εγχώριων κοιτασμάτων ορυκτού αερίου κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής τους, ενώ κανένα από αυτά δεν αρθρώνει αντιρρήσεις στα σχέδια για νέες υποδομές ορυκτού αερίου που θα κατασκευαστούν, θεωρητικά, για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης ή σε αυτά για την επανεκκίνηση της λιγνιτικής δραστηριότητας.

Από την άλλη μεριά, έχουμε την πραγματικότητα. Με τις τιμές του ορυκτού αερίου στα ύψη, στους 10 πρώτους μήνες του 2022 η εγχώρια κατανάλωση αερίου μειώθηκε κατά σχεδόν 18% σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2021. Από τον Αύγουστο δε, που ξεκίνησε η οκτάμηνη περίοδος κατά την οποία τα κράτη μέλη της ΕΕ-27 καλούνται να μειώσουν την κατανάλωση αερίου κατά 15% σε σχέση με τον μέσο όρο της πενταετίας, η Ελλάδα βρίσκεται ήδη στο -19%, παρά τις δηλώσεις ότι τέτοιες μειώσεις δεν είναι εφικτές χωρίς να συνοδεύονται από οικονομική καταστροφή. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα το ρωσικό αέριο, η ανάγκη απεξάρτησης από το οποίο πλαισιώνει όλο το αφήγημα για κατασκευή νέων υποδομών LNG και νέων αγωγών που θα μεταφέρουν αέριο άλλης προέλευσης, η Ελλάδα κατόρθωσε να μειώσει την εγχώρια χρήση του ως τον Οκτώβριο του 2022, σχεδόν κατά τα 2/3 συγκριτικά με την ίδια περίοδο του 2021.

 

 

Η Ελλάδα οφείλει τις εντυπωσιακές αυτές επιδόσεις στον αυξημένο ρυθμό ανάπτυξης φθηνών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) , κυρίως φωτοβολταϊκών και αιολικών. Έτσι, για πρώτη φορά στην ιστορία στο πρώτο δεκάμηνο του έτους οι ΑΠΕ ήταν η πρώτη πηγή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα καλύπτοντας 39% της ζήτησης (47% μαζί με τα μεγάλα υδροηλεκτρικά). Η αλματώδης ανάπτυξή τους κατόρθωσε να διατηρήσει τη λιγνιτική παραγωγή το 2022 πρακτικά στα ίδια επίπεδα με αυτά της περσινής χρονιάς-ναδίρ για τον λιγνίτη, συρρικνώνοντας παράλληλα τη χρήση ορυκτού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή κατά 11,5 ποσοστιαίες μονάδες, και μειώνοντας κατά 20% τις εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας. Με άλλα λόγια, εν μέσω κρίσης, οι ΑΠΕ μας βοήθησαν να περιορίσουμε σημαντικά την εξάρτησή μας από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια, βελτιώνοντας ταυτόχρονα τις κλιματικές μας επιδόσεις. Επίσης λόγω του χαμηλού τους κόστους συνεισέφεραν, περισσότερο από κάθε άλλη τεχνολογία ηλεκτροπαραγωγής, στις επιδοτήσεις των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας των πολιτών και των επιχειρήσεων ελαφρύνοντας το δυσβάστακτο οικονομικό βάρος.

Η κρίση τιμών ορυκτών καυσίμων προβλέπεται να συνεχιστεί σε βάθος χρόνου. Παράλληλα η Ευρώπη συνεχίζει να ανεβάζει τον πήχη της κλιματικής φιλοδοξίας προκειμένου να αντιμετωπιστεί μια πολύ σημαντικότερη κρίση, αυτή για τη σωτηρία του πλανήτη από την κλιματική κατάρρευση.

Σε αυτές τις συνθήκες, το ενεργειακό μέλλον της Ελλάδας δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από (ακόμα πιο) «πράσινο». Για αυτόν τον λόγο η προσοχή του πολιτικού κόσμου ενόψει εθνικών εκλογών πρέπει να στραφεί μακριά από τις εξορύξεις υδρογονανθράκων, τους νέους αγωγούς ορυκτού αερίου και τις «επανεκκινήσεις» του λιγνίτη, και να επικεντρωθεί στο πώς η χώρα θα αποκτήσει επαρκή δίκτυα και υποδομές αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας για την περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ, διαμορφώνοντας παράλληλα ένα άρτιο ειδικό χωροταξικό πλαίσιο για την εγκατάστασή τους. Ο στόχος δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε λιγότερο από ένα μίγμα ηλεκτροπαραγωγής απαλλαγμένο από εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ως το 2035 χωρίς καμία έκπτωση στην προστασία της μοναδικής βιοποικιλότητας της χώρας.

Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στην τηλεόραση της ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗΣ την Τετάρτη 07 Δεκεμβρίου 2022. Είναι διαθέσιμη στο κανάλι Naftemporiki.gr και στο κανάλι μας στο YouTube.

Μπορείτε να την παρακολουθήσετε και εδώ: