Το ορυχείο του Turow στα νοτιοδυτικά της Πολωνίας βρίσκεται ακριβώς στα σύνορα με την Τσεχία και τη Γερμανία. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ανοιχτό ορυχείο της περιοχής, βρίσκεται στην κατοχή της κρατικής εταιρείας PGE, και προμηθεύει λιγνίτη, η καύση του οποίου καλύπτει το 5% της ζήτησης σε ηλεκτρική ενέργεια της Πολωνίας, καθώς και τις ανάγκες θέρμανσης της γειτονικής πόλης Bogatynia. Επί σειρά ετών οι τρεις χώρες βρίσκονται σε έντονη διένεξη εξαιτίας των σοβαρών περιβαλλοντικών προβλημάτων που προκαλεί η πολωνική εξορυκτική δραστηριότητα. Το ορυχείο του Turow αντλεί νερό κατά την εξόρυξη, ώστε να μην πλημμυρίζει, γεγονός που μειώνει κατά 40 λίτρα/ δευτερόλεπτο τα υπόγεια ύδατα της Τσεχίας. Έτσι αφενός εξαντλείται ο υδροφόρος ορίζοντας και αφετέρου προκαλούνται σοβαρά προβλήματα μόλυνσης του νερού αλλά και λειψυδρίας σε γειτονικά χωριά και καλλιέργειες. Από την άλλη η Γερμανία αντιμετωπίζει σοβαρές καθιζήσεις εδάφους, ιδίως στην πόλη Zittau.
Τα τελευταία χρόνια η Τσεχία προσπαθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα προτείνοντας στην Πολωνία τρόπους χρηματοδότησης έργων για τη βελτίωση της διαχείρισης των υδάτων. Η ανανέωση όμως της άδειας παραχώρησης προς την εταιρεία του ορυχείου του Turow για έξι έτη από την πολωνική κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2020, στο πλαίσιο της συνέχισης της εξορυκτικής δραστηριότητας μέχρι το 2044, εξόργισε την Τσεχία, η οποία και προσέφυγε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενάντια της Πολωνίας τον Σεπτέμβριο του 2020. Η Τσεχία κατηγορεί την Πολωνία ότι, πέρα από τα περιβαλλοντικά προβλήματα που υφίστανται, παραβίασε την ευρωπαϊκή οδηγία για την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία απαιτεί διασυνοριακή διαβούλευση, καθώς και ότι παραβίασε την αρχή της συνεργασίας που κατοχυρώνεται από την Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τον Μάιο του 2021, το Δικαστήριο πήρε προσωρινά μέτρα και έκανε συστάσεις για την παύση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων στην περιοχή Turow μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης.
Σε αυτή την απόφαση αντιτίθεται και αρνείται να εφαρμόσει η Πολωνία, ισχυριζόμενη ότι διακυβεύεται η ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και η εργασία δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, δηλώνοντας ότιΠροτίθεται να προσφύγει ενάντια της απόφασης. Από την άλλη μεριά η Τσεχία ζητάει την επιβολή προστίμου στην Πολωνία της τάξης των €5 εκατ. ημερησίως για τη μη συμμόρφωση με την απόφαση αυτή, με σκοπό να σταματήσει την εξόρυξη. Αυτή τη στιγμή οι δύο χώρες βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις, ενώ η Γερμανία κρατάει απόσταση από το ζήτημα.
Επίσης αρκετοί είναι αυτοί που διαμηνύουν ότι η συνέχιση της εξορυκτικής λιγνιτικής δραστηριότητας θέτει εν αμφιβόλω την ενεργειακή μετάβαση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μάλιστα προειδοποίησε ότι η συνέχιση της εξορυκτικής δραστηριότητας μετά το 2030 θα σημαίνει αποκλεισμό της περιοχής από τις χρηματοδοτήσεις που προορίζονται για την πράσινη μετάβαση και ειδικότερα, τους πόρους από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης βάσει των προβλέψεων του σχετικού Κανονισμού.
Τα αδιέξοδα που προκαλεί η λιγνιτική δραστηριότητα αλλά και η άρνηση της Πολωνίας να οργανώσει την ενεργειακή της μετάβαση στη βάση των ευρωπαϊκών πολιτικών και στόχων, διογκώνουν όχι μόνο τα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι τοπικές κοινωνίες των λιγνιτικών περιοχών αλλά και την τεράστια κοινωνική πρόκληση. Η απολιγνιτοποίηση στην Ευρώπη προχωράει με γοργούς ρυθμούς και η άρνηση αυτού του γεγονότος μόνο εις βάρος των λιγνιτικών περιοχών μπορεί να αποβεί, λόγω της μεγάλης καθυστέρησης στον σχεδιασμό του μεταλιγνιτικού μέλλοντος και της απώλειας πόρων. Η Δίκαιη Μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών της Πολωνίας δεν πρέπει να καθυστερήσει άλλο. Οι τοπικές κοινωνίες δικαιούνται ένα σίγουρο, υγιές και βιώσιμο μέλλον.
Διαβάστε περισσότερα (στα αγγλικά) εδώ.
Περισσότερα για τη Δίκαιη Μετάβαση σε Ελλάδα και Ευρώπη μπορείτε να διαβάσετε στο πρώτο Ενημερωτικό Δελτίο για τη Δίκαιη Μετάβαση του Green Tank.