Πώς θα ξεπεράσει η Ελλάδα την ενεργειακή κρίση: LNG, λιγνίτης ή ΑΠΕ;

Στο άρθρο του «Πώς θα ξεπεράσει η Ελλάδα την ενεργειακή κρίση: LNG, λιγνίτης ή ΑΠΕ;», ο Νίκος Μάντζαρης, εξετάζει τις επιλογές της Ελλάδας για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και κυρίως την απεξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές ρωσικού αερίου. Συγκεκριμένα, εστιάζει στις δύο επιλογές που παρουσιάζονται ως «σωτήριες» για την απεξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές ρωσικού αερίου. Η πρώτη αφορά την κατασκευή νέων αγωγών μεταφοράς ορυκτού αερίου από άλλες πηγές πλην της Ρωσίας και την ενίσχυση των δυνατοτήτων της χώρας να υποδεχθεί μεγαλύτερες ποσότητες LNG. Η δεύτερη, την αναβολή της απολιγνιτοποίησης και την αύξηση της λιγνιτικής παραγωγής.

Ωστόσο και οι δύο αυτές επιλογές έχουν σοβαρές κλιματικές και οικονομικές επιπτώσεις για τη χώρα, ενώ είναι ασύμβατες με την τρέχουσα ευρωπαϊκή πολιτική. Σχετικά τη χρήση ορυκτού αερίου από άλλες πηγές πλην της Ρωσίας και LNG, ο Νίκος Μάντζαρης επισημαίνει τον κίνδυνο η Ελλάδα να επενδύσει σε υποδομές που γρήγορα θα μετατραπούν σε λανθάνοντα περιουσιακά στοιχεία λόγω των στόχων δραστικής μείωσης της κατανάλωσης ορυκτού αερίου στην Ευρώπη -ανεξαρτήτως πηγής- με βάση το ευρωπαϊκό σχέδιο  REPowerEU.  Υπογραμμίζει επίσης ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα των πόρων του REPowerEU προορίζεται για την επιτάχυνση της ανάπτυξης των ΑΠΕ, έργων αποθήκευσης ενέργειας, αύξησης της ενεργειακής απόδοσης, εγκατάστασης αντλιών θερμότητας, κατασκευής νέων δικτύων καθώς και μεγάλης αύξησης της παραγωγής βιομεθανίου και πράσινου υδρογόνου και όχι για υποδομές ορυκτών καυσίμων.

Η δεύτερη επιλογή που εξετάζεται στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης είναι η αναβολή της απολιγνιτοποίησης με αύξηση της λιγνιτικής παραγωγής και παράταση της λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων. Ωστόσο, η υλοποίηση αυτών των προτάσεων, θα ακυρώσει την κλιματική πρόοδο που σημείωσε τα τελευταία χρόνια η χώρα, θα επιβαρύνει την εθνική οικονομία δεδομένου ότι η τιμή άνθρακα στο χρηματιστήριο ρύπων αναμένεται να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα και θα υπονομεύσει την αξιοπιστία της ΔΕΗ που τα τελευταία χρόνια έχει υιοθετήσει μια σαφή στρατηγική αποεπένδυσης από τον λιγνίτη και δυναμικής στροφής στις ΑΠΕ.

Ενόψει της επικείμενης αναθεώρησης του ΕΣΕΚ, το άρθρο καταλήγει πως, η προσήλωση στην επιτάχυνση της διείσδυσης ορθά χωροθετημένων ΑΠΕ αποτελεί με διαφορά την καλύτερη ενεργειακή στρατηγική όχι μόνο για τη δραστική μείωση της έκθεσης της εθνικής μας οικονομίας στο ρωσικό ορυκτό αέριο αλλά και για την πράσινη στρατηγική της ενεργειακής αυτονομίας.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ειδική έκδοση του energypress για τους κλάδους και τις επιχειρήσεις ενέργειας στην ελληνική αγορά για το 2022.

Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:

Πώς θα ξεπεράσει η Ελλάδα την ενεργειακή κρίση: LNG, λιγνίτης ή ΑΠΕ;

Το κεντρικό ζητούμενο της ενεργειακής πολιτικής σε ολόκληρη την Ευρώπη, ειδικά μετά το ξέσπασμα του πολέμου, είναι η όσο το δυνατόν ταχύτερη απεξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα. Στο τρίμηνο που μεσολάβησε από την αρχή του πολέμου, οι εισαγωγές ορυκτού αερίου, πετρελαίου και λιθάνθρακα από τη Ρωσία κόστισαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση περισσότερο από 50 δισεκατομμύρια ευρώ, ενισχύοντας έτσι τον άδικο πόλεμο που διεξάγει η Ρωσία στην Ουκρανία.

Στην Ελλάδα η σχετική συζήτηση περιστρέφεται γύρω από δύο επιλογές που παρουσιάζονται ως σωτήριες για την απεξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές ρωσικού αερίου (κυρίως). Η πρώτη εστιάζει στην κατασκευή νέων αγωγών μεταφοράς ορυκτού αερίου από άλλες πηγές πλην της Ρωσίας, όπως για παράδειγμα ο Eastmed, αλλά και στην ενίσχυση των δυνατοτήτων της χώρας να υποδεχθεί μεγαλύτερες ποσότητες LNG με «ναυαρχίδα» την κατασκευή του νέου FSRU στην Αλεξανδρούπολη.

Ωστόσο από τα 300 συνολικά δισεκατομμύρια ευρώ του πακέτου REPowerEU που ανακοινώθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 18 Μαΐου, μόλις τα 10 δισεκατομμύρια προορίζονται για υποδομές LNG, συμπεριλαμβανομένου και του FSRU Αλεξανδρούπολης, ενώ το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα των πόρων διοχετεύεται για επιτάχυνση της ανάπτυξης των ΑΠΕ, έργων αποθήκευσης ενέργειας, αύξησης της ενεργειακής απόδοσης, εγκατάστασης αντλιών θερμότητας, κατασκευής νέων δικτύων καθώς και μεγάλης αύξησης της παραγωγής βιομεθανίου και πράσινου υδρογόνου. Μάλιστα πρόσφατη ανάλυση τεσσάρων δεξαμενών σκέψης δείχνει ότι το δυναμικό ανάπτυξης των ΑΠΕ, της αντικατάστασης συστημάτων θέρμανσης που βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα από αντλίες θερμότητας, αλλά και της αύξησης της ενεργειακής αποδοτικότητας στην ΕΕ-27 υποεκτιμάται στο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έτσι είναι εφικτή η πλήρης απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο (155 δις κυβικά μέτρα το 2020) ως το 2025 και μάλιστα χωρίς την ανάγκη κατασκευής νέων υποδομών LNG. Συνεπώς, η έμφαση που δίνεται εντός Ελλάδας στο LNG ως μέσο μείωσης της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με τον ρόλο που θα διαδραματίσει στην πράξη, ειδικά σε βάθος χρόνου.

Το ίδιο ισχύει και για τον ρόλο νέων μεγάλων αγωγών αερίου τύπου Eastmed. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι θιασώτες αυτής της λύσης αναφέρονται σε απλές προβλέψεις διαφόρων οργανισμών για την εξέλιξη της χρήσης αερίου ως το 2050 παραμερίζοντας τις βραχυπρόθεσμες δεσμεύσεις για μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% το 2030 σε σχέση με το 1990, στόχος που φαίνεται ότι θα ενισχυθεί de facto χάρη στα μέτρα του REPowerEU. Εμμέσως πλην σαφώς δηλαδή θεωρούν ότι η ΕΕ-27 θα υποχωρήσει στους στόχους της που περιλαμβάνουν καθαρή μείωση της κατανάλωσης ορυκτού αερίου από όλες τις πηγές κατά 256 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ως το 2030 αν ληφθούν υπόψη συνδυαστικά τα μέτρα του “fitfor55” και του REPowerEU.  Ωστόσο η ΕΕ-27 έχει αποδείξει αλλεπάλληλες φορές συνέπεια λόγων και έργων επιτυγχάνοντας τους στόχους που έθετε στην πορεία της. Επομένως είναι λάθος να «στοιχηματίζει» κανείς σε αποτυχία της ΕΕ-27 να μειώσει δραστικά τη ζήτηση ορυκτού αερίου, προκειμένου να προωθήσει έναν νέο αγωγό.

Η δεύτερη λύση που συζητείται έντονα στην Ελλάδα από την αρχή της κρίσης ενεργειακών τιμών στο δεύτερο μισό του 2021 είναι η αναβολή της απολιγνιτοποίησης και η αύξηση της λιγνιτικής παραγωγής, στη βάση του ότι η ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη είναι αυτή την περίοδο φθηνότερη από την αντίστοιχη από ορυκτό αέριο.

Η σχετική συζήτηση δε, έχει ενταθεί μετά τις σχετικές δηλώσεις του Πρωθυπουργού κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Κοζάνη για τα εγκαίνια του μεγαλύτερου φωτοβολταϊκού πάρκου της Ελλάδας για αύξηση κατά 50% της χρήσης λιγνίτη από τις 2 πιο σύγχρονες λιγνιτικές μονάδες (Άγιος Δημήτριος 5 και Μελίτη 1) ως το 2023. Κι ενώ η δήλωση του Πρωθυπουργού δεν αλλάζει το χρονοδιάγραμμα απόσυρσης λιγνιτικών μονάδων που περιέχεται στο ΕΣΕΚ, ακολούθησε δήλωση του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας για το ενδεχόμενο παράτασης της λειτουργίας των δύο αυτών μονάδων έως το 2025, πράγμα που αν τελικά υλοποιηθεί, θα αλλάξει όντως τα όσα προβλέπονται στο υφιστάμενο ΕΣΕΚ.

Ωστόσο μια ενδεχόμενη επιστροφή στον λιγνίτη θα ακυρώσει την κλιματική πρόοδο που σημείωσε η χώρα τα τελευταία χρόνια και η οποία πρωτίστως οφείλεται στη δραστική μείωση της λιγνιτικής παραγωγής. Συγκεκριμένα, μεταξύ 2018 και 2020 η Ελλάδα μείωσε τις καθαρές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου της κατά 17,5 εκατ. τόνους ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα (CO2), από τους οποίους οι 14 εκατ. τόνοι προήλθαν από τη  μείωση της λιγνιτικής παραγωγής. Χάρη στην πολιτική της απολιγνιτοποίησης, λοιπόν, η χώρα πλησίασε πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όταν μόλις λίγα χρόνια πριν συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους κλιματικούς ουραγούς της ΕΕ-27. Συνεπώς, η επιστροφή στον λιγνίτη θα επιβαρύνει πολύ τον σχετικό προϋπολογισμό άνθρακα του τομέα ηλεκτροπαραγωγής που θα καταρτιστεί στο πλαίσιο του νέου Εθνικού Κλιματικού Νόμου και μαζί του, η Ελλάδα θα απολέσει το πολιτικό «κεφάλαιο» που έχτισε τα προηγούμενα χρόνια στο πεδίο της κλιματικής πολιτικής.

Επιπλέον, ο λιγνίτης θα παραμείνει ακριβός ακόμα και μετά την εκτόνωση της κρίσης τιμών προμήθειας αερίου, πρωτίστως λόγω της πολύ υψηλής τιμής του άνθρακα στο χρηματιστήριο ρύπων. Λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση της κλιματικής φιλοδοξίας στους τομείς του ΣΕΔΕ, όπως αυτή αποτυπώνεται τόσο από την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αναθεώρηση της οδηγίας για το ΣΕΔΕ, όσο και από τις πλειοψηφικές τάσεις στο Ευρωκοινοβούλιο για περαιτέρω ενίσχυσή της, η τιμή άνθρακα αναμένεται να διατηρηθεί σε πολύ υψηλά επίπεδα καθόλη τη διάρκεια της 4ης φάσης του ΣΕΔΕ (2021-2030), επιβαρύνοντας έτσι το κόστος λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων.

Επιπλέον, μια τέτοια επιστροφή στον λιγνίτη είναι αντικειμενικά δύσκολη. Καταρχάς, όλες οι υφιστάμενες λιγνιτικές μονάδες λειτουργούν από τον Αύγουστο του 2021 σε καθεστώς εξαίρεσης. Τους επιτρέπεται να εκπέμπουν αέριους ρύπους (διοξείδιο του θείου, οξείδια του αζώτου, σκόνη, βαρέα μέταλλα κλπ) σε συγκεντρώσεις μεγαλύτερες από τα όρια που θέτει η ευρωπαϊκή νομοθεσία, αλλά το τίμημα είναι ότι αυτό μπορούν να το πράξουν μόνο για ένα πεπερασμένο αριθμό ωρών λειτουργίας. Οι επιτρεπόμενες ώρες λειτουργίας για μερικές μονάδες εξαντλούνται το 2023 και για κάποιες άλλες το 2025. Ο μόνος τρόπος να λειτουργήσουν οι μονάδες πέρα από αυτές τις ημερομηνίες είναι η ΔΕΗ να προβεί σε ακριβές αναβαθμίσεις για να εναρμονιστεί με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Τέτοιου είδους επενδύσεις ωστόσο στερούνται οικονομικής λογικής για μια βιομηχανία που βρίσκεται στο τέλος της ζωής της. Αυτές άλλωστε ήταν οι αναβαθμίσεις που επεδίωξε -και πέτυχε- η ΔΕΗ να αποφύγει πολύ πρόσφατα (Δεκέμβριος 2021) με την εξαίρεση  περιορισμένων ωρών λειτουργίας που έλαβε από το ΥΠΕΝ. Επομένως υπάρχει ένας μεγάλος περιορισμός στις δυνατότητες που έχουν οι λιγνιτικές μονάδες να εκτοπίσουν ηλεκτροπραγωγή από ορυκτό αέριο ώστε να περιορίσουν την εξάρτηση από το ρωσικό αέριο.

Σε πρόσφατη μάλιστα ανάλυση του Green Tank με τίτλο «Ηλεκτροπαραγωγή & απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο στην Ελλάδα», όπου μελετήθηκαν τέσσερα διαφορετικά σενάρια εξέλιξης του μίγματος ηλεκτροπαραγωγής και αναλύθηκαν οι δυνατότητες που προσφέρουν για υποκατάσταση του ρωσικού ορυκτού αερίου την περίοδο 2022-2030, αποδεικνύεται ότι το σενάριο επιστροφής στον λιγνίτη στα μέγιστα νομικά επιτρεπτά επίπεδα, μειώνει μεν την εξάρτηση από το ρωσικό ορυκτό αέριο περισσότερο σε σχέση με το υφιστάμενο ΕΣΕΚ, αλλά πολύ λιγότερο σε σύγκριση με τα δύο σενάρια που επιτυγχάνουν διείσδυση ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή το 2030 κατά 70% και 75% αντίστοιχα. Παράλληλα, το κόστος διοξειδίου του άνθρακα με το οποίο θα επιβαρυνθεί η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στο σενάριο επιστροφής στον λιγνίτη είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό των σεναρίων υψηλής διείσδυσης ΑΠΕ.

Η επιστροφή στον λιγνίτη είναι δύσκολη για τη ΔΕΗ και για έναν επιπλέον λόγο. Ξεκινώντας από το φθινόπωρο του 2019, η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας της Ελλάδας έχει πραγματοποιήσει μια νηφάλια στροφή αποεπενδύνοντας σταδιακά από τον λιγνίτη και επενδύοντας δυναμικά στις ΑΠΕ. Έτσι από ουραγός στον τομέα φωτοβολταϊκών στην Ελλάδα ως το 2019, φιλοδοξεί να γίνει πρωταγωνίστρια. Επιδιώκει να φτάσει ως το 2024 τα 7,2 GW ΑΠΕ συνολικά και τα 9,5 GW ως το 2026 (συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων υδροηλεκτρικών), με περισσότερα από 2,5 GW φωτοβολταϊκών να εγκαθίστανται στα πρώην λιγνιτικά πεδία. Για να πραγματοποιήσει αυτή τη μεγάλη στροφή στην καθαρή ενέργεια η ΔΕΗ σύναψε το 2021 τρία ομολογιακά δάνεια συνολικού ύψους 1,275 δις ευρώ. Tα δάνεια αυτά συνοδεύονται από ρήτρες βιωσιμότητας (sustainability-linked bonds) για μεγάλες μειώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τις θερμικές της μονάδες το 2022 και το 2023 σε σχέση με τα επίπεδα του 2019 (-40% και -57% αντίστοιχα). Αναλύοντας τα δεδομένα εκπομπών των θερμικών μονάδων της ΔΕΗ στο ΣΕΔΕ γίνεται σαφές ότι μια επιστροφή στον λιγνίτη θα οδηγήσει σε παραβίαση των ρητρών βιωσιμότητας. Εκτός από την επιπλέον οικονομική επιβάρυνση, θα πληγεί και η αξιοπιστία στις αγορές της -«νεοφώτιστης» σε θέματα βιωσιμότητας- ΔΕΗ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εξέλιξη της στο μέλλον.

Γίνεται λοιπόν σαφές ότι η επιστροφή στον λιγνίτη δεν είναι ούτε κλιματικά, ούτε οικονομικά συμφέρουσα, τόσο για τη ΔΕΗ όσο και για τη χώρα συνολικά, ενώ δεν μειώνει επαρκώς ούτε την εξάρτηση από το ρωσικό ορυκτό αέριο.

Αντίθετα με τις επιλογές που βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα (LNG ή λιγνίτη), η προσήλωση στην επιτάχυνση της διείσδυσης ορθά χωροθετημένων ΑΠΕ, αποτελεί με διαφορά την καλύτερη ενεργειακή στρατηγική όχι μόνο για τη δραστική μείωση της έκθεσης της εθνικής μας οικονομίας στο ρωσικό ορυκτό αέριο αλλά και για την πράσινη στρατηγική της ενεργειακής αυτονομίας.

Η πλοήγηση της χώρας στην ταραγμένη, τρέχουσα ενεργειακή πραγματικότητα απαιτεί ψυχραιμία και διαυγείς πολιτικές επιλογές που μπορεί και πρέπει να ληφθούν κατά την επικείμενη αναθεώρηση του ΕΣΕΚ.