Επιτροπή Φύση 2000 και εθνική πολιτική για τη φύση

Άρθρο γνώμης της Ιόλης Χριστοπούλου σχετικά με τον ρόλο της Επιτροπής Φύση 2000 στη διαμόρφωση της εθνικής πολιτικής για τη φύση και την ανάδειξη του φυσικού πλούτου της χώρας.

Το άρθρο με τίτλο “Επιτροπή Φύση 2000 και περιβάλλον” δημοσιεύητκε στo τεύχος Μαϊου- Ιουνιού 2021 της εφημερίδας Οικο-Ενημέρωση, τη μηνιαία οικολογική εφημερίδα της Περιβαλλοντικής Πρωτοβουλίας Μαγνησίας.

Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο:

Επιτροπή Φύση 2000 και εθνική πολιτική για τη φύση

Με την έκφραση «ο άνθρωπος εξαπολύει πόλεμο στη φύση» μεταφέρει σε δραματικό τόνο ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρρες την αγωνία του για την κατάσταση του πλανήτη το τελευταίο διάστημα. Και δεν έχει άδικο στην αποτύπωση της οικολογικής κρίσης η οποία απειλεί ένα εκατομμύριο από τα οκτώ εκατομμύρια ειδών στον πλανήτη με εξαφάνιση.

Η δυσοίωνη αυτή κατάσταση είναι αποτέλεσμα της ελλιπούς μέχρι σήμερα υλοποίησης δεσμεύσεων καθώς σύμφωνα με την 5η Έκθεση Προοπτικών του ΟΗΕ οι στόχοι για τη βιοποικιλότητα (Στόχοι Aichi) που είχαν τεθεί το 2010 με ορίζοντα το 2020 δεν έχουν επιτευχθεί.

Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση από τις παγκόσμιες τάσεις. H αξιολόγηση της πρώτης φάσης υλοποίησης της Εθνικής Στρατηγικής για τη Βιοποικιλότητα (2014-2020) που ολοκλήρωσε πρόσφατα το Green Tank συμπέρανε ότι για κανέναν από τους 13 γενικούς και τους 39 ειδικούς στόχους της Εθνικής Στρατηγικής για τη Βιοποικιλότητα δεν έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος. Μάλιστα για 12 από τους 39 ειδικούς στόχους, η πρόοδος είναι μηδαμινή. Μερική πρόοδος σημειώνεται κυρίως σε εκείνους τους στόχους που αφορούν στην προστασία της φύσης, και όχι στην αποκατάσταση ή την ενσωμάτωσή της σε άλλες τομεακές πολιτικές.

Πράγματι, στον τομέα της προστασίας στον οποίο παραδοσιακά δίνεται η μεγαλύτερη βαρύτητα, αυξήθηκε το ποσοστό των εκτάσεων που έχει ενταχθεί στο ευρωπαϊκό δίκτυο Natura 2000, πιο πρόσφατα το 2017, ώστε σήμερα να καλύπτει το 27% της χερσαίας έκτασης της χώρας και το 19% των εγχώριων υδάτων, δηλαδή ποσοστά σημαντικά μεγαλύτερα από τις διεθνείς δεσμεύσεις. Επίσης, ουσιαστικά βήματα έγιναν για την οργάνωση του συστήματος των προστατευόμενων περιοχών, ακόμα κι αν τελικά, το σύστημα ακόμα βρίσκεται υπό μετάβαση και δεν έχει καταστεί πλήρως λειτουργικό. Συγκεκριμένα, το 2018 εξασφαλίστηκε ότι επιτέλους όλες, και όχι μόνο μερικές, προστατευόμενες περιοχές θα εντάσσονται στην αρμοδιότητα ενός φορέα διαχείρισης και δεσμεύτηκαν για πρώτη φορά πόροι από τον κρατικό προϋπολογισμό για την χρηματοδότησή των προστατευόμενων περιοχών. Τα στοιχεία αυτά διατηρήθηκαν μετά τη ριζική μεταρρύθμιση που πραγματοποιήθηκε το 2020 με την ίδρυση του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ) που επιδιώκει να δώσει τη συνοχή και την κεντρική υποστήριξη που για χρόνια απουσίαζε, ενώ παράλληλα διατηρεί μία αποκεντρωμένη δομή 24 μονάδων διαχείρισης, που θα πλαισιωθούν από τοπικές συμμετοχικές επιτροπές διαχείρισης.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή η πρόσφατη καταδίκη της χώρας για ανεπαρκή προστασία των περιοχών Natura 2000 από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποτελεί ένα ηχηρό καμπανάκι που θυμίζει τις εκκρεμότητες και τα κενά που χαρακτηρίζουν την προστασία της ελληνικής φύσης.

Είναι φανερό ότι η εθνική πολιτική για τη φύση χρήζει σημαντικών βελτιώσεων και απέχει πολύ από το να είναι αντάξια του φυσικού πλούτου της χώρας μας.

Σε αυτό μπορεί να συνεισφέρει η Επιτροπή Φύση 2000. Ως κεντρικό επιστημονικό γνωμοδοτικό όργανο του κράτους για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και ως εθνική επιτροπή προστατευόμενων περιοχών με τις γνωμοδοτήσεις της, τα πορίσματα, τις προτάσεις της και συνολικά το έργο της, η Επιτροπή έχει ήδη συμβάλει καθοριστικά στην ενίσχυση της διατήρησης της βιοποικιλότητας στην Ελλάδα. Στην Επιτροπή, που συστάθηκε το 1998 και συγκροτήθηκε πρώτη φορά το 2002, συμμετέχουν επιστήμονες με ειδίκευση σε διαφορετικά πεδία και εκπρόσωποι υπουργείων και περιβαλλοντικών οργανώσεων.

Οι προκλήσεις το επόμενο διάστημα είναι μεγάλες και ο ρόλος της Επιτροπής Φύση 2000 για την αντιμετώπισή τους σημαντικός. Πρώτα απ’ όλα αφορούν στην εκπλήρωση ουσιωδών υποχρεώσεων της χώρας όπως είναι ο ορισμός στόχων διατήρησης ανά περιοχή Natura 2000, η έλλειψη των οποίων, παρά την προθεσμία από το 2012, οδήγησε στην πρόσφατη καταδίκη. Σε αυτή την κατεύθυνση η Επιτροπή Φύση 2000 ήδη συμβάλει μέσω γνωμοδοτήσεων στην υιοθέτηση των πρώτων εθνικών στόχων διατήρησης για ορισμένα είδη και τύπους οικοτόπων.

Μια άλλη κομβικής σημασίας πρόκληση είναι η ολοκλήρωση των ειδικών περιβαλλοντικών μελετών οι οποίες αποτελούν τις εκθέσεις τεκμηρίωσης που απαιτούνται για την έκδοση των προεδρικών διαταγμάτων και την κατάρτιση των σχεδίων διαχείρισης. Η Επιτροπή Φύση θα συνδράμει με την προσεκτική γνωμοδότηση επί των διαταγμάτων που θα προταθούν ώστε οι ζώνες προστασίας και οι επιτρεπόμενες χρήσεις που θα τεθούν να έχουν πρωταρχικό στόχο την προστασία της φύσης, αφήνοντας περιθώριο για βιώσιμη ανάπτυξη ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής. Το ίδιο έχει πράξει και στο παρελθόν γνωμοδοτώντας επί σειρά διαταγμάτων, ανεξάρτητα αν αρκετά από αυτά, δεν έχουν ακόμα εκδοθεί αλλά και εκδίδοντας πόρισμα που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η εξόρυξη υδρογονανθράκων αποτελεί μια μεγάλη απειλή για την ελληνική φύση. Τέλος προσφάτως, η Επιτροπή Φύση αντιτάχθηκε ομόφωνα στη διάταξη για τη δημιουργία υπο-περιοχών προστασίας επενδύσεων η οποία ουσιαστικά ανατρέπει όλο τον σχεδιασμό των προστατευόμενων περιοχών. Δυστυχώς η διάταξη τελικά εντάχθηκε στο άρθρο 218 (αρχικά 219) του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων που ψηφίστηκε πρόσφατα στη Βουλή

Επίσης, η Επιτροπή Φύση 2000 θα συνδράμει στο έργο του ΟΦΥΠΕΚΑ, καθώς θα διατυπώσει πρόταση για την αξιολόγηση της διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών– μια κεντρική αρμοδιότητα του νεοσύστατου οργανισμού-, ενώ επιπλέον ο Πρόεδρος της Επιτροπής Φύση είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΦΥΠΕΚΑ.

Ίσως όμως η πιο σημαντική πρόκληση για την πολιτική της φύσης είναι η οριζόντια ενσωμάτωση της βιοποικιλότητας στις διαφορετικές τομεακές πολιτικές της χώρας. Η Επιτροπή Φύση 2000 στην οποία μετέχουν εκπρόσωποι από διαφορετικά υπουργεία έχει δηλώσει έτοιμη να συνδράμει σε αυτή την κατεύθυνση συνεισφέροντας στην κατάρτιση του νέου Σχεδίου Δράσης για τη Βιοποικιλότητα που πρέπει να εκπονήσει το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ώστε να υπάρξει καλύτερος συντονισμός και να αναδειχθούν οι δυνατότητες συνέργειας. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό με δεδομένο ότι το επόμενο διάστημα θα διοχετευτούν στη χώρα πρωτόγνωρου ύψους κονδύλια από το ΕΣΠΑ 2021-2027 και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η αξιοποίηση των οποίων μπορεί να θέσει τη βιοποικιλότητα στην καρδιά της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας προς ένα βιώσιμο μέλλον.

Το άρθρο μπορείτε να διαβάσετε και εδώ.