Τους τελευταίους μήνες η Ελλάδα βρέθηκε στην πρωτοπορία της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τη φύση, υιοθετώντας με νόμο τους νεότερους παγκόσμιους και ευρωπαϊκούς στόχους για την προστασία και την αποκατάστασή της. Με αυτήν την αφετηρία, η Ιόλη Χριστοπούλου, στο άρθρο της με τίτλο «Νέοι στόχοι για τη φύση: Πώς θα γίνουν πράξη;», που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, παραθέτει τα βασικά σημεία των νομικά δεσμευτικών στόχων και σχολιάζει τις προοπτικές της υλοποίησής τους στην Ελλάδα.
Αναφέροντας ότι η νομοθεσία αυτή ουσιαστικά αντικατοπτρίζει τη διεθνή Συμφωνία Κούνμινγκ – Μοντρεάλ, αλλά και την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για έναν νέο Ευρωπαϊκό Νόμο για την Αποκατάσταση της Φύσης, η Ιόλη Χριστοπούλου επισημαίνει ότι η χώρα έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα τόσο για την προστασία όσο και για την αποκατάσταση της φύσης, όμως η πραγματική υλοποίηση των στόχων που έχουν υιοθετηθεί παραμένει πρόκληση. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, η υλοποίηση των δεσμεύσεων για τη φύση μέχρι σήμερα «δεν αποτελεί μέρος της πολιτικής παράδοσης της χώρας. […] Είναι το αδύνατο σημείο της και έχει οδηγήσει ουκ ολίγες φορές σε καταδικαστικές αποφάσεις από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Έτσι η νέα κυβέρνηση καλείται να θέσει ως προτεραιότητα την κατάρτιση ενός Εθνικού Σχεδίου για την Αποκατάσταση της Φύσης καθώς και ενός νέου Σχεδίου Δράσης για τη Βιοποικιλότητα. Κρίσιμος παράγοντας η διατομεακή συνεργασία και η εξασφάλιση εθνικών και ευρωπαϊκών πόρων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε την Κυριακή 21 Μαΐου 2023 και είναι διαθέσιμο στο kathimerini.gr.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο:
Νέοι στόχοι για τη φύση: Πώς θα γίνουν πράξη;
Ιόλη Χριστοπούλου, Διευθύντρια πολιτικής, The Green Tank
Στο τέλος Μαρτίου, η Ελλάδα έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που υιοθετεί με νόμο (ν. 5037) τους νεότερους παγκόσμιους και ευρωπαϊκούς στόχους για τη βιοποικιλότητα. Κεντρική θέση ανάμεσά τους έχουν οι εξής δύο: Ο πρώτος αφορά στην προστασία της φύσης, ώστε το 30% της χώρας, σε στεριά και θάλασσα, να έχει τεθεί σε καθεστώς προστασίας ως το 2030. Ο δεύτερος αφορά στην αποκατάσταση της φύσης και συγκεκριμένα στη λήψη και εφαρμογή μέτρων σε εκτάσεις, εντός και εκτός περιοχών Natura 2000, που μέχρι σήμερα δεν είναι σε καλή κατάσταση διατήρησης. Τα μέτρα αυτά πρέπει να καλύπτουν το 30% των εκτάσεων αυτών μέχρι το 2030 και, στη συνέχεια, το 60% και το 100% των εκτάσεων μέχρι το 2040 και το 2050 αντίστοιχα.
Επιπλέον, περιλαμβάνεται ρητή απαγόρευση της υποβάθμισης προστατευόμενων οικοτόπων και τίθενται επιμέρους στόχοι για την προστασία συγκεκριμένων πολύτιμων και ευάλωτων οικοσυστημάτων (δάση και υγρότοποι), την ανάκαμψη των πληθυσμών των ψαριών και των επικονιαστών και την αύξηση των αστικών πράσινων χώρων.
Οι εθνικοί αυτοί στόχοι ανταποκρίνονται σε εκείνους που περιλαμβάνονται στη διεθνή Συμφωνία Κούνμινγκ – Μοντρεάλ στην οποία κατέληξε η παγκόσμια κοινότητα μόλις τον Δεκέμβριο του 2022, ανανεώνοντας τη δέσμευση της για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, καθώς και σε εκείνους της Στρατηγικής της ΕΕ για τη Βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030. Επιπλέον, ενσωματώνουν και στόχους από την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για έναν νέο Ευρωπαϊκό Νόμο για την Αποκατάσταση της Φύσης πριν καν ολοκληρωθεί η επεξεργασία σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου. Έτσι, η Ελλάδα τάσσεται υπέρ της υιοθέτησής του, παρά την αντίθετη στάση του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος που απορρίπτει τον νέο Κανονισμό κυρίως λόγω των προβλέψεων που αφορούν στην αποκατάσταση των αγροτικών οικοσυστημάτων. Ίσως βέβαια να είναι αυτός ο λόγος που ειδικά οι στόχοι για τα αγροτικά οικοσυστήματα δεν συμπεριλήφθηκαν στους νέους εθνικούς στόχους.
Η επιλογή της Κυβέρνησης να σταθεί με τις πιο φιλόδοξες περιβαλλοντικά τάσεις συμβαδίζει με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που έχει η Ελλάδα. Για παράδειγμα, ήδη το 27% της στεριάς είναι ενταγμένο στο δίκτυο Natura 2000 και αν προστεθούν οι εθνικά προστατευόμενες περιοχές, τότε το ποσοστό της στεριάς που έχει τεθεί υπό προστασία ξεπερνάει το 34%. Επίσης, σε καλή κατάσταση διατήρησης βρίσκεται ήδη το 48% των οικοτόπων, έναντι του 15% σε επίπεδο ΕΕ, κατατάσσοντας τη χώρα στην τρίτη θέση ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ-27. Η προσπάθεια για την αποκατάσταση είναι, συνεπώς, συγκριτικά μικρότερη από άλλα κράτη μέλη, ενώ τα οφέλη είναι σημαντικά και μάλιστα πολλαπλά (έως και 10 φόρες) της επένδυσης που απαιτούν. Ανάμεσα στα οφέλη ξεχωρίζουν ο μετριασμός και η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, ο χώρος για φυσική άσκηση και ψυχική ανάταση και προφανώς, η δυνατότητα ανάπτυξης βιώσιμων δραστηριοτήτων με παράλληλη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Ο αντίκτυπος όμως της θετικής αυτής πρωτοβουλίας της Κυβέρνησης θα εξαρτηθεί από το αν τελικά οι στόχοι θα εφαρμοστούν. Μέχρι σήμερα, η προστασία της φύσης, πόσο μάλλον η αποκατάστασή της, δεν αποτελούν μέρος της πολιτικής παράδοσης της χώρας. Η υλοποίηση των δεσμεύσεων για τη φύση είναι το αδύνατο σημείο της και έχει οδηγήσει ουκ ολίγες φορές σε καταδικαστικές αποφάσεις από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στο κείμενο του πρόσφατου νόμου, όπου παρόλο που υιοθετούνται δεσμευτικοί, ακόμα και ποσοτικοί, στόχοι απουσιάζουν οι προβλέψεις για την εφαρμογή τους.
Ενόψει των εθνικών εκλογών και της νέας κυβερνητικής θητείας, όποια σύνθεση και αν έχει πρέπει άμεσα να καταρτιστεί ένα Εθνικό Σχέδιο για την Αποκατάσταση της Φύσης, το οποίο να ορίσει με λεπτομέρεια, ποσοτικά και γεωγραφικά, ποιες περιοχές θα τεθούν προς αποκατάσταση, ποια μέτρα θα εφαρμοστούν, ποιο θα είναι το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης, ποιο το κόστος καθώς και ποιοι θα είναι οι αρμόδιοι φορείς για την υλοποίηση, την εποπτεία και την παρακολούθηση της πορείας επίτευξης των στόχων. Έτσι, θα συμπληρώσει το νέο Σχέδιο Δράσης για τη Βιοποικιλότητα, το οποίο πρέπει επίσης να καταρτιστεί με βάση τα νεότερα δεδομένα και μαζί να αποτελέσουν τους πυλώνες της εθνικής πολιτικής για τη φύση.
Κρίσιμος παράγοντας εδώ είναι η διατομεακή συνεργασία με τη συνδρομή όλων των εμπλεκόμενων αρχών και φορέων. Σε αυτό, σημαντικό εποπτικό ρόλο μπορεί να έχει το κεντρικό γνωμοδοτικό όργανο του κράτους για τη βιοποικιλότητα, η Επιτροπή Φύση 2000, στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι διαφορετικών υπουργείων, της επιστημονικής κοινότητας και της κοινωνίας των πολιτών.
Εξίσου κρίσιμη είναι η εξασφάλιση εθνικών και ευρωπαϊκών πόρων, με πρώτο βήμα την εξασφάλιση πόρων από την προγραμματική περίοδο 2021-2027 για την κατάρτιση και υλοποίηση του σχεδιασμού.
Κυρίως, όμως, απαιτείται αλλαγή αντίληψης για τη σχέση μας με τη φύση. Κι αν οι εποχές που τα δάση, τα ρέματα και οι παραλίες αντιμετωπίζονταν ως χωματερές έχουν (ελπίζω) παρέλθει, αυτό δεν αρκεί. Για παράδειγμα, για να ανατραπεί η ανεπαρκής και κακή κατάσταση διατήρησης στην οποία βρίσκονται όλοι οι παράκτιοι τύποι οικοτόπων της χώρας, θα χρειαστεί σχεδιασμός, επιστημονική μελέτη, τεχνικό προσωπικό, πόροι αλλά κυρίως βούληση ώστε η νέα δέσμευση για τη φύση να γίνει πράξη. Η πρόκληση δεν είναι αμελητέα για μία χώρα που αντιμετωπίζει (έστω και με μειωμένη ανοχή) τη φύση ως χώρο για κάθε λογής οικοδομή και υποδομή… ακόμα και φράχτη – σαν της Μυκόνου. Θα χρειαστεί να γίνει αντιληπτό ότι τα οφέλη της αποκατάστασης της φύσης υπερτερούν του όποιου κόστους και αφορούν όλους μας, σήμερα και στο μέλλον.
Η Ελλάδα με τον νέο της νόμο με ορίζοντα το 2030 και μέχρι το 2050 μπορεί να τεθεί στην πρωτοπορία της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής κοινότητας. Όμως θα χρειαστεί να μην αφήσει το παρελθόν της να καθορίσει το μέλλον, αλλά να διαμορφώσει μία νέα καλύτερη συνθήκη στην οποία η φύση τίθεται σε προτεραιότητα. Θα το πράξει;