Την Τετάρτη 20.04.2020 η Ιόλη Χριστοπούλου συμμετείχε στη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου του Ελληνικού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της ακρόασης φορέων για το υπό επεξεργασία σχέδιο νόμου του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας “Εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των Οδηγιών 2018/844 και 2019/692 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και λοιπές διατάξεις”.
Η αρχική τοποθέτησή της:
Επεσήμανε ότι η συζήτηση του νομοσχεδίου που άπτεται σχεδόν στο σύνολο των περιβαλλοντικών ζητημάτων σε μη κανονικές κοινοβουλευτικές συνθήκες είναι προβληματική. Θα μπορούσε η διαδικασία αυτή να εκκινούσε μερίκες μέρες αργότερα, αφού έχει ήδη ανακοινωθεί η άρση των περιοριστικών μέτρων την επόμενη εβδομάδα, ώστε να διασφαλιστεί μεγαλύτερη συμμετοχικότητα.
Ακόμη τόνισε ότι η κατάθεση εντός του νομοσχεδίου πληθώρας άρθρων που δεν είχαν τεθεί σε διαβούλευση δεν αποτελεί διαδικασία καλής νομοθέτησης. Ειδικά, δε, καθώς διαπιστώνεται ότι σχόλια και προτάσεις που κατατέθηκαν στα άρθρα που είχαν τεθεί στη διαβούλευση, εξετάστηκαν και σε μεγάλο βαθμό αξιοποιήθηκαν.
Ενδεικτικά, ανέφερε τις βελτιώσεις στο κεφάλαιο που αφορά την περιβαλλοντική αδειοδότηση. Παρόλα αυτά, όμως, όταν η -θεμιτή κατά τα άλλα- επίσπευση των διαδικασιών γίνεται σε ένα πλαίσιο αντιμετώπισης της περιβαλλοντικής αδειοδότησης ως χρονοβόρο και ανασταλτικό βήμα προσέλκυσης επενδύσεων, αποδυναμώνει το ρόλο της ως ένα εργαλείο για τη βέλτιστη δυνατή προστασία του περιβάλλοντος, της υγιούς ανταγωνιστικότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης.
Για τον ΟΦΥΠΕΚΑ ανέφερε ότι με την ίδρυση του νέου οργανισμού, το Υπουργείο Περιβάλλοντος μπορεί να ανταποκριθεί στον ρόλο του ως υπεύθυνου εποπτεύοντα και συντονιστικού οργανισμού, σημειώνοντας ότι μέχρι σήμερα η έλλειψη κεντρικής υποστήριξης αποτέλεσε βασική αδυναμία στο σύστημα των προστατευόμενων περιοχών.
Ωστόσο, εντόπισε τρία σημεία στα οποία υπάρχουν προβλήματα στις προβλέψεις για τον ΟΦΥΠΕΚΑ. Συγκέκριμενα, ενώ έκρινε ως θετική τη διόρθωση των αρμοδιοτήτων ως προς αυτά, ειδικότερα δε για τη δέουσα εκτίμηση, επεσήμανε ότι η διάταξη πρέπει να αποσαφηνίζει ότι τη δέουσα εκτίμηση δεν την εκπονεί ο ΟΦΥΠΕΚΑ αλλά την αξιολογεί και επί τούτης πρέπει να παρέχει δεσμευτική – σύμφωνη – γνώμη, με βάση εισήγηση από τις Μονάδες Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών. Επίσης, τόνισε ότι ο ΟΦΥΠΕΚΑ πρέπει να εξσφαλίζει την φύλαξη των περιοχών, μέσω υποχρεωτικών, και όχι δυνητικών, μνημονίων συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές και μακροπρόθεσμα να αποκτήσουν οι Μονάδες Διαχείρισης προανακριτικά καθήκοντα. Τέλος, τόνισε ακόμα την ανάγκη κατοχύρωσης συναποφασιστικού χαρακτήρα για τις Επιτροπές Διαχείρισης.
Μεγάλο αγκάθι του σχεδίου νόμου παραμένει το άρθρο για τις χρήσεις γης στις προστατευόμενες περιοχές, καθώς οι ρυθμίσεις που προτείνονται είναι προβληματικές και ακυρώνουν την έννοια του σχεδιασμού στις προστατευόμενες περιοχές. Παρά τις όποιες αλλαγές σε σύγκριση με το κείμενο που είχε τεθεί στη διαβούλευση, παραμένουν χρήσεις οι οποίες είναι επικίνδυνες και ασύμβατες με τον χαρακτηρισμό μίας περιοχής ως προστατευόμενης, με πιο κραυγαλέα την έρευνα και την εξόρυξη υδρογονανθράκων.
Παράλληλα επεσήμανε τον κίνδυνο οπισθοχώρησης σχετικά με τα Καταφύγια Άγριας Ζωής καθώς μετά από χρόνια αφαιρούνται οι οριζόντιες ρυθμίσεις, με πιο χαρακτηριστική αυτή της απαγόρευσης θήρας.
Σημείωσε ως θετική την ενίσχυση της Συντονιστικής Επιτροπής του Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης, από την άλλη όμως ανέδειξε τη σημαντική καθυστέρηση της εκπόνησης του σχεδίου μετάβασης και την μέχρι τώρα απουσία διαλόγου σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Επεσήμανε ότι ο σχεδιασμός της επόμενης μέρας οφείλει να είναι συμμετοχικός ώστε να μπορέσουν οι λιγνιτικές περιοχές να μεταβούν σε οικονομικά βιώσιμες δραστηριότητες με την απαιτούμενη κοινωνική συνοχή. Χωρίς μία τέτοια προσέγγιση διακινδυνεύεται το στοίχημα της Δίκαιης Μετάβασης.
Κλείνοντας την παρέμβαση και μετά από έναν σχολιασμό για τις πολλές φωτογραφικές ρυθμίσεις, αναφέρθηκε σε ένα οριζόντιο ζήτημα που αφορά στην ξεκάθαρη προσπάθεια του Υπουργείου να επιταχύνει τις ΑΠΕ. Η πρόθεση αυτή είναι συνεπής με την ενεργειακή και την κλιματική πολιτική της χώρας καθώς απαντά και στις πολλές καθυστερήσεις μέχρι σήμερα. Όμως, τόνισε, ότι πουθενά στο σχέδιο νόμου δεν αναγνωρίζεται ότι η προώθηση των ΑΠΕ προϋποθέτει την ορθή χωροθέτηση τους και την ανάγκη διατήρησης ευάλωτων ειδών και προστασίας ευαίσθητων οικοτόπων. Ειδικότερα αναφέρθηκε στην ανάγκη να αναγνωριστεί ότι βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό διάστημα με το χωροταξικό για τις ΑΠΕ υπό διαμόρφωση και τις ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες υπό εκπόνηση. Χωρίς μία τέτοια προσέγγιση ούτε η προστασία της φύσης θα εξασφαλιστεί ούτε οι ΑΠΕ θα προωθηθούν.
Τέλος, η Ιόλη Χριστοπούλου απάντησε σε ερωτήσεις μελών της Επιτροπής. Η δευτερολογία της εδώ:
Το αναλυτικό υπόμνημα που κατατέθηκε στην Επιτροπή της Βουλής και στους βουλευτές μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο εδώ.
Ολόκληρη τη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου μπορείτε να την παρακολουθήσετε εδώ.