Η Δίκαιη Μετάβαση δομικό στοιχείο της ευρωπαϊκής πολιτικής

Η Δίκαιη Μετάβαση πρέπει να παραμείνει δομικό στοιχείο της ευρωπαϊκής πολιτικής και μετά τις Ευρωεκλογές, υπογραμμίζει η Ιωάννα Θεοδοσίου, συνεργάτιδα πολιτικής, σε άρθρο της στην εφημερίδα «Η Εποχή».

Όντας ένας από τους πυλώνες της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και παρά τις πιέσεις για επιστροφή στον άνθρακα κατά την ενεργειακή κρίση, η πολιτική της Δίκαιης Μετάβασης προωθήθηκε την περίοδο 2019-2024 με αξιοποίηση των πόρων από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης και αναδείχθηκε σε προτεραιότητα για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Παράλληλα, όπως υποστηρίζει το άρθρο, συνέβαλε στην παγίωση μιας νέας συνθήκης για το μέλλον της πράσινης μετάβασης, όπου η κλιματική δράση συνυπάρχει με την κοινωνική δικαιοσύνη.

Ωστόσο, οι πολιτικές για τη Δίκαιη Μετάβαση δεν φαίνεται – μέχρι στιγμής – να αποτελούν αντίστοιχα προτεραιότητα στην ατζέντα της ΕΕ και για την περίοδο 2024-2029.

Αντίθετα με αυτήν την τάση, το άρθρο καταλήγει με προτάσεις για την ενδυνάμωση και την περαιτέρω εμπέδωση της πολιτικής της Δίκαιης Μετάβασης.

Το άρθρο της Ιωάννας Θεοδοσίου δημοσιεύθηκε το Σάββατο 8 Ιουνίου (πριν τις Ευρωεκλογές) και είναι διαθέσιμο εδώ, ενώ παρατίθεται και παρακάτω.

Η Δίκαιη Μετάβαση δομικό στοιχείο της ευρωπαϊκής πολιτικής

Δεν απομένουν παρά λίγες ημέρες για την ανάδειξη του νέου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κι αν  θέλουμε σε μια φράση να περιγράψουμε την ευρωπαϊκή πολιτική της περιόδου 2019 – 2024, αυτή θα είναι «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία». Βασική προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας αποτέλεσε η Δίκαιη Μετάβαση. Μέσω του Μηχανισμού Δίκαιης Μετάβασης διασφαλίστηκαν πόροι για τις τοπικές κοινωνίες ανά την ΕΕ που επηρεάζονται περισσότερο από την πράσινη μετάβαση λόγω της εξάρτησής τους από τα ορυκτά καύσιμα – κυρίως τον λιγνίτη και τον λιθάνθρακα – και από βιομηχανικές διεργασίες εκπομπών υψηλής έντασης αερίων θερμοκηπίου. Όπως βλέπουμε και στην Ελλάδα, η Δίκαιη Μετάβαση αποτελεί τη βασική πολιτική και την κύρια πηγή χρηματοδότησης του μετασχηματισμού του κοινωνικού και παραγωγικού μοντέλου των λιγνιτικών της περιοχών, ενώ παράλληλα αναδεικνύει ένα διαφορετικό μοντέλο αναπτυξιακής πολιτικής. Ωστόσο, παρά τη σπουδαιότητα αυτής της πολιτικής, η θέση της στην ατζέντα της επόμενης περιόδου δεν θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένη.

Ήδη, την περίοδο της ενεργειακής κρίσης υπήρξαν ισχυρές πιέσεις για την επιστροφή στον λιγνίτη και τον λιθάνθρακα στην ΕΕ, γεγονός που θα σήμαινε οπισθοδρόμηση για τη Δίκαιη Μετάβαση. Όμως, κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώθηκε, και σε αυτό συνέβαλε – μεταξύ άλλων- και το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης που σε αρκετές περιφέρειες αποτέλεσε κίνητρο τόσο για την απανθρακοποίηση όσο και για οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, δίνοντας προοπτική για ένα βιώσιμο μέλλον χωρίς άνθρακα. Επίσης, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε συστάσεις για τη διασφάλιση μιας δίκαιης μετάβασης στην πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα, ενώ η βελγική Προεδρία -σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή- ανέδειξε την υψηλή προτεραιότητα που θα πρέπει να έχει η πολιτική για τη Δίκαιη Μετάβαση στην πολιτική ατζέντα της επόμενης νομοθετικής περιόδου της ΕΕ ως μια διατομεακή και συνεκτική προσέγγιση της ενωσιακής αναπτυξιακής στρατηγικής.

Την ίδια στιγμή, η μέριμνα για την άμεση αντιμετώπιση των κοινωνικών επιπτώσεων της ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής της ΕΕ δεν περιορίστηκε μόνο στις περιοχές σε μετάβαση. Το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα, που δημιουργήθηκε παράλληλα με το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών-2 για τις εκπομπές κυρίως των κτιρίων και των οδικών μεταφορών, θα παρέχει στα κράτη μέλη ειδική χρηματοδότηση, ώστε να υποστηρίζονται άμεσα οι πλέον πληγείσες ευάλωτες ομάδες, όπως τα νοικοκυριά που ζουν σε συνθήκες ενεργειακής φτώχειας ή και «μεταφορικής φτώχειας», ώστε να μην μείνει κανείς/καμία πίσω.

Η λογική, λοιπόν, της Δίκαιης Μετάβασης αρχίζει να θεμελιώνεται στην ΕΕ, δημιουργώντας πλέον μια νέα συνθήκη για το μέλλον της πράσινης μετάβασης, όπου η κλιματική δράση συνυπάρχει με την κοινωνική δικαιοσύνη. Σε αυτό συνέβαλε επί της ουσίας και το γεγονός ότι  ο στόχος μιας κλιματικά ουδέτερης, πράσινης, δίκαιης και κοινωνικής Ευρώπης αποτέλεσε βασική κατεύθυνση των προτεραιοτήτων της Στρατηγικής Ατζέντας των Ευρωπαίων ηγετών για την περίοδο 2019 – 2024.

Με αυτά τα δεδομένα, θα περιμέναμε, ότι στον δημόσιο προεκλογικό διάλογο θα αναδεικνύονταν ζητήματα εφαρμογής και περαιτέρω εμπέδωσης της πολιτικής της Δίκαιης Μετάβασης που ξετυλίχτηκε την περίοδο 2019 – 2024. Όμως, το θέμα αυτό τίθεται περισσότερο από την πλευρά της κοινωνίας των πολιτών και των τοπικών κοινωνιών των περιφερειών σε μετάβαση και λιγότερο από τις πολιτικές ηγεσίες. Μάλιστα, η ατζέντα των Ευρωπαίων ηγετών για το μέλλον της Ευρώπης για την περίοδο 2024 – 2029, όπως έχει διαμορφωθεί από τις μέχρι στιγμής διαβουλεύσεις, εστιάζει περισσότερο στην οικονομία και την ανταγωνιστικότητα, ενώ καμία προτεραιότητα δεν περιλαμβάνει ρητά την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και της κοινωνικής της διάστασης. Αυτό ενέχει κίνδυνους για την ανθεκτικότητα της κοινωνίας, αλλά και για τη βιωσιμότητα του αναγκαίου μετασχηματισμού του ευρωπαϊκού αναπτυξιακού μοντέλου που θα οδηγήσει στην κλιματική ουδετερότητα.

Στη νέα περίοδο, λοιπόν, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι σημαντικό οι πολιτικές για τη Δίκαιη Μετάβαση, που έχουν ήδη ξεκινήσει, να συνεχιστούν και να εμβαθύνουν, εμπεδώνοντας περισσότερο την ευρωπαϊκή πρωτοπορία στην περιβαλλοντική και κλιματική πολιτική και εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο για την πράσινη μετάβαση. Ειδικότερα:

  • Στις λιγνιτικές περιφέρειες της Ευρώπης η Δίκαιη Μετάβαση πρέπει να συνεχιστεί δυναμικά. Ξεκίνησε καθυστερημένα και έχει ήδη χαθεί πολύτιμος χρόνος, συνεπώς δεν πρέπει να χαθούν άλλες ευκαιρίες για τις τοπικές κοινωνίες. Η όποια οπισθοχώρηση θα οδηγήσει σε νέα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα.
  • Το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης θα πρέπει να διατηρηθεί και στη νέα προγραμματική περίοδο (2028 – 2034). Μόλις το 2022 άρχισαν να διοχετεύονται πόροι στις λιγνιτικές περιοχές και είναι βέβαιο ότι η διαδικασία μετασχηματισμού της τοπικής οικονομίας διαρκεί πολύ περισσότερο από μια προγραμματική περίοδο. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να μην ανακοπεί η ενεργοποίηση πόρων που μπορούν να συντελέσουν σε έναν ουσιαστικά βιώσιμο μετασχηματισμό στις πλέον επιβαρυμένες περιοχές της Ευρώπης.
  • Τα χαρακτηριστικά του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης, όπως η τοπικότητα, η κοινωνική διάσταση στην κατανομή των πόρων, ο αποκλεισμός επενδύσεων σε ορυκτά καύσιμα και πυρηνικά, η απαίτηση για κλιματική και περιβαλλοντική φιλοδοξία, μπορούν να αποτελέσουν στοιχεία για τη διαμόρφωση της νέας πολιτικής συνοχής και των χρηματοδοτικών εργαλείων της επόμενης περιόδου.
  • Η πολιτική της Δίκαιης Μετάβασης μπορεί να αποτελέσει ένα νέο συνεκτικό πλαίσιο πολιτικής για την ευρωπαϊκή κοινωνική και αναπτυξιακή πολιτική του επομένου διαστήματος. Μέσω των διαθέσιμων εργαλείων άσκησης ευρωπαϊκής πολιτικής, συγκεκριμένων μέτρων και μετρήσιμων στόχων, πρέπει να ενθαρρυνθούν τα κράτη μέλη ώστε να διασφαλίσουν τη δίκαιη κατανομή των ωφελειών της πράσινης μετάβασης, να ενισχυθεί ο κοινωνικός διάλογος και η συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών, να στηριχθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων με δίκαιο τρόπο καθώς και οι επενδύσεις που θα συμβάλουν στην κλιματική ουδετερότητα.

Η Δίκαιη Μετάβαση μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην ευημερία, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και της καθημερινότητας των πολιτών, αλλά και στην ανθεκτικότητα της Ευρώπης απέναντι σε ποικιλόμορφες κρίσεις. Όμως, οι προκλήσεις που θέτει η πράσινη μετάβαση για την οικονομία, την κοινωνική συνοχή και τη δημοκρατία στην Ευρώπη είναι σημαντικές και δεν μπορούν να αγνοηθούν. Για αυτό είναι κρίσιμο να αντιμετωπιστούν με γνώμονα την κοινωνική δικαιοσύνη και την αξιοποίηση των επιστημονικών δεδομένων, έχοντας ως γνώμονα την επίτευξη των κλιματικών μας στόχων.