Η ενεργός συμμετοχή των πολιτών προϋπόθεση για μια δίκαιη ενεργειακή μετάβαση

Η Ιωάννα Θεοδοσίου, συνεργάτιδα πολιτικής του Green Tank συνέβαλε στο ειδικό αφιέρωμα της Οικοτοπίας για την ενέργεια με το άρθρο «Η ενεργός συμμετοχή των πολιτών προϋπόθεση για μια δίκαιη ενεργειακή μετάβαση».

Με αφετηρία το πρόταγμα (αίτημα) της ενεργειακής δημοκρατίας που στοχεύει στη διαμόρφωση ενός μοντέλου παραγωγής ενέργειας απαλλαγμένου από τα ορυκτά καύσιμα με βάση τον κοινωνικό και δημοκρατικό έλεγχο του ενεργειακού τομέα, η Ιωάννα Θεοδοσίου ανέδειξε τη σημασία των ενεργειακών κοινοτήτων στη μετάβαση προς ένα δίκαιο, συμμετοχικό και κλιματικά ουδέτερο μέλλον.

Σε αυτό το πλαίσιο, παρουσιάζοντας τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με τις ενεργειακές κοινότητες και το θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα, εστίασε στην ανάπτυξη των ενεργειακών κοινοτήτων στις λιγνιτικές περιοχές της Ελλάδας και στο πώς αυτές μπορούν να αποτελέσουν μοχλό για την ενεργειακή δημοκρατία.

Παρά τα θεσμικά εμπόδια και τις ελλείψεις παρέθεσε στοιχεία που δείχνουν σημαντική αυξητική πορεία των ενεργειακών κοινοτήτων, τάση που αποτυπώνεται και στη συμπερίληψη των ενεργειακών κοινοτήτων στον σχεδιασμό για τη μεταλιγνιτική περίοδο, και ειδικότερα στα Εδαφικά Σχέδια Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΕΣΔΙΜ) και το Πρόγραμμα Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΠΔΑΜ) 2021-2027 που κατέθεσε επίσημα η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Το άρθρο καταλήγει σε προτάσεις για την ενδυνάμωση των ενεργειακών κοινοτήτων στην Ελλάδα, όπως:

  • Προτεραιότητα στη χρηματοδότηση, αδειοδότηση και πρόσβαση στο δίκτυο για τις ενεργειακές κοινότητες κοινωφελούς σκοπού για κάλυψη ιδίων ενεργειακών αναγκών.
  • Επιδότηση του κόστους εγκατάστασης σε ενεργειακές κοινότητες κοινωφελούς σκοπού για έργα αυτοπαραγωγής, θέρμανσης, αποθήκευσης και εξοικονόμησης ενέργειας.
  • Αναβάθμιση δικτύου και δέσμευση επαρκούς ηλεκτρικού χώρου για τις συνδέσεις των ενεργειακών κοινοτήτων.
  • Δημιουργία αναπτυξιακού ταμείου (ή ενδιάμεσου φορέα) ειδικά για ενεργειακές κοινότητες,
  • Ολοκλήρωση θεσμικών αλλαγών με την άμεση ενσωμάτωση των Οδηγιών για τις ΑΠΕ και για τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
  • Θέσπιση φιλόδοξων στόχων για τις ενεργειακές κοινότητες στο πλαίσιο της αναθεώρησης του ΕΣΕΚ.
  • Ειδική ανταγωνιστική διαδικασία για έργα ΑΠΕ αποκλειστικά και μόνο ενεργειακών κοινοτήτων.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 17 Μαρτίου 2022 στην ιστοσελίδα της Οικοτοπίας και περιλαμβάνεται στο ειδικό τεύχος #4 «Αφιέρωμα στην Ενέργεια».

Η ενεργός συμμετοχή των πολιτών προϋπόθεση για μια δίκαιη ενεργειακή μετάβαση

Η δίνη του πολέμου στην Ουκρανία και η εξοντωτική ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη επαναφέρουν έντονα στο προσκήνιο ζητήματα που αφορούν τον τομέα της ενέργειας. Οι έννοιες της ενεργειακής αυτονομίας (ή ανεξαρτησίας), της ενεργειακής δημοκρατίας και της ενέργειας ως κοινό (ή δημόσιο) αγαθό τίθενται με διάφορες αποχρώσεις στον δημόσιο διάλογο. Εάν αυτή τη συζήτηση τη συνδέσουμε και με την κλιματική κρίση που αντιμετωπίζουμε και για την οποία έχουμε ακόμα ένα πολύ μικρό αλλά υπαρκτό περιθώριο αντίδρασης, τότε η σκέψη μας μοιραία θα οδηγηθεί- μεταξύ άλλων- και στις δυνατότητες που έχουν σήμερα οι τοπικές κοινωνίες να αναλάβουν ενεργό ρόλο ώστε να διασφαλίσουν ένα βιώσιμο μέλλον.

Το πρόταγμα (αίτημα) της ενεργειακής δημοκρατίας στοχεύει στη διαμόρφωση ενός διαφορετικού από το υφιστάμενο μοντέλου παραγωγής ενέργειας, απαλλαγμένου από τα ορυκτά καύσιμα, που στηρίζεται στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και βασίζεται στον κοινωνικό και δημοκρατικό έλεγχο του ενεργειακού τομέα. Η ενέργεια πέραν του ότι αποτελεί προϋπόθεση για την ικανοποίηση βασικών κοινωνικών αναγκών, αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα της ενεργειακής δημοκρατίας ως αγαθό το οποίο έχει το χαρακτηριστικό του μη αποκλεισμού, δηλαδή όλοι και όλες μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτό. Η ενεργειακή μετάβαση, λοιπόν, αποτελεί μια ευκαιρία για έναν συνολικότερο οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό.

Η ευρωπαϊκή πολιτική

Η Συμφωνία του Παρισιού το 2015 έθεσε τον στόχο της παγκόσμιας δράσης για το κλίμα, και συγκεκριμένα τον περιορισμό της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5οC. Η Ευρώπη αντίστοιχα, έχει δεσμευτεί για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας το 2050, δηλαδή στοχεύει σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Πιο πρόσφατα, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (ΕΠΣ), η οποία αποτελεί τη νέα αναπτυξιακή στρατηγική της ΕΕ, αποτυπώνεται πιο ισχυρή πολιτική για το κλίμα και το περιβάλλον. Αυτή η πολιτικη καθίσταται δεσμευτική μέσω του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νόμου, ενώ διατρέχει οριζόντια όλα τα χρηματοδοτικά προγράμματα καθώς προβλέπεται η διάθεση τουλάχιστον του 30% των πόρων του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού 2021-2027 για δράσεις για το κλίμα.

Ο δρόμος προς την κλιματική ουδετερότητα δεν φέρνει, όμως, αλλαγές μόνο στην τεχνολογία και στον ενεργειακό τομέα. Επηρεάζει ολόκληρες οικονομίες και κοινωνίες που είχαν δομηθεί στη βάση της εκμετάλλευσης των ορυκτών καυσίμων, φέρνοντας αλλαγές στην εργασία, τη μετακίνηση, την κατανάλωση, την παραγωγή αγαθών και υπηρεσίων. Ως εκ τούτου η ενεργειακή μετάβαση πρέπει να είναι κοινωνικά δίκαιη. Η κατάσταση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρισκόμαστε δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί εάν δεν υπάρξει ευρεία κοινωνική συμφωνία, ενεργοποίηση και συμμετοχή. Σε αυτή τη λογική η ΕΠΣ προβλέπει τον Μηχανισμό Δίκαιης Μετάβασης, ώστε να ενισχύσει τις περιφέρειες της Ευρώπης με ισχυρή δέσμευση στον άνθρακα για τη μετάβασή τους με όρους δικαιοσύνης σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, δηλαδή χωρίς να μένει κανένας πίσω. Για την Ελλάδα, ο μηχανισμός αυτός αφορά την άμεση διαδικασία απολιγνιτοποίησης στις λιγνιτικές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης αλλά και τα νησιά. Υπό αυτό το πρίσμα τα εργαλεία που διαθέτουμε σήμερα για την ενίσχυση της συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών στην ενεργειακή μετάβαση αποδεικνύονται πολύτιμα. Ένα τέτοιο εργαλείο είναι οι ενεργειακές κοινότητες.

Οι ενεργειακές κοινότητες στην Ευρώπη

Οι ενεργειακοί συνεταιρισμοί έχουν μακρά ιστορία στην Ευρώπη, αν αναλογιστεί κανείς ότι στη Γερμανία αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η αναγκαία ηλεκτρική ενέργεια στις αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές της χώρας εξασφαλιζόταν μέσω των χιλιάδων συνεταιρισμών ενέργειας. Σήμερα στην Ευρώπη καταγράφονται 3500 συνεταιρισμοί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, δηλαδή μίας μόνο κατηγορίας ενεργειακών κοινοτήτων. Το νούμερο αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο στην πραγματικότητα καθώς δεν περιλαμβάνει άλλους τύπους κοινοτικής ενέργειας. Αυτό αναδεικνύει η πρόσφατη έκθεση του JRC (2020) που βασίζεται σε στοιχεία του 2019 και η οποία καταγράφει 24 τύπους ενεργειακών σχημάτων στην Ευρώπη που θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν ως ενεργειακές κοινότητες.

Με τις ενεργειακές κοινότητες να είναι διαδεδομένες ήδη σε πολλά κράτη μέλη, δεν προκαλεί εντύπωση ότι σταδιακά ενσωματώνονται και στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Ήδη από το τέλος του 2016, όταν ανακοινώθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Πακέτο «Καθαρή ενέργεια για όλους», αναγνωρίζεται η σπουδαιότητα του ρόλου των πολιτών, τόσο ως καταναλωτών όσο και ως παραγωγών ενέργειας. Σαφείς προβλέψεις για τη δημιουργία ενός υποστηρικτικού πλαισίου για τη συμμετοχή των πολιτών στην ενεργειακή μετάβαση περιλαμβάνονται στις Οδηγίες 2018/2001 και 2019/944 για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και για τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας αντίστοιχα. Σε αυτές ορίζονται οι Κοινότητες Ανανεώσιμης Ενέργειας (Renewable Energy Communities, REC) και οι Ενεργειακές Κοινότητες Πολιτών (Citizen Energy Communities, CEC). Τα κράτη μέλη καλούνται λοιπόν να εγκαθιδρύσουν πλαίσιο για τη λειτουργία τους και να ενισχύσουν την προώθηση και την ανάπτυξή τους.

Το θεσμικό πλαίσιο για τις ενεργειακές κοινότητες στην Ελλάδα

Η πρώτη νομοθεσία για τις ενεργειακές κοινότητες στην Ελλάδα θεσπίστηκε το 2018 με τον νόμο 4513/2018, ο οποίος έδωσε ένα ευρύ ορισμό και εργαλεία για την ανάπτυξή τους. Παράλληλα περιλαμβάνονται με σαφήνεια στα προτεινόμενα μέτρα πολιτικής για την προώθηση των ΑΠΕ στον Εθνικό Σχεδιασμό για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).

Με βάση την πρόβλεψη του ιδρυτικού νόμου, μέλη μιας ενεργειακής κοινότητας μπορούν να είναι φυσικά πρόσωπα (δηλαδή πολίτες), νομικά πρόσωπα δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου (δημόσιοι φορείς, επιχειρήσεις κ.ά.), και φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης (Δήμοι, Περιφέρειες), ενώ οι δραστηριότητες που προβλέπονται περιλαμβάνουν ολόκληρο το φάσμα του ενεργειακού τομέα, εστιάζοντας κυρίως στις ΑΠΕ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η νομοθεσία δίνει τη δυνατότητα ανάπτυξης ενεργειακών κοινοτήτων κοινωφελούς σκοπού, δηλαδή ενεργειακών κοινοτήτων που αποσκοπούν στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών των μελών τους ή της τοπικής κοινωνίας γενικότερα, αξιοποιώντας τον ενεργειακό συμψηφισμό.

Μέχρι σήμερα έχουν γίνει αρκετές νομοθετικές αλλαγές προκειμένου να αντιμετωπιστούν ορισμένα θεμελιώδη προβλήματα που προέκυψαν από την εφαρμογή της νομοθεσίας και συγκεκριμένα, περιπτώσεις όπου οι εταιρείες ΑΠΕ εκμεταλλεύτηκαν τον νέο νόμο για: α) να παρακάμψουν τα βήματα της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, β) να αποφύγουν τον ανταγωνισμό και γ) να εξασφαλίσουν γενναιόδωρη τροφοδοσία στα τιμολόγια. Κάποια από τα ζητήματα επιλύθηκαν μέσω πρόσφατων νομοθετικών αλλαγών, ορισμένα παραμένουν ακόμα άλυτα.

Παρά τα εμπόδια, όμως, από το 2018, που οι ενεργειακές κοινότητες εντάχθηκαν στο θεσμικό πλαίσιο, μέχρι σήμερα παρατηρείται σημαντική ανάπτυξή τους. Ειδικότερα, καταγράφονται 1036 ενεργειακές κοινότητες (ενεργές και προεγγεγραμμένες), οι οποίες λειτουργούν ήδη 667 έργα ΑΠΕ συνολικής ισχύος 466MW.

Οι ενεργειακές κοινότητες στις λιγνιτικές περιοχές της Ελλάδας

Στις δύο λιγνιτικές περιοχές της Ελλάδας (Δυτική Μακεδονία και Μεγαλόπολη), η ενεργειακή μετάβαση αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση μετασχηματισμού της τοπικής οικονομίας και κοινωνίας με ορίζοντα τη μεταλιγνιτική εποχή, ενώ η ανάπτυξη των ενεργειακών κοινοτήτων σε αυτές έχει ιδιαίτερη σημασία για τη συμμετοχή των πολιτών στον μετασχηματισμό του τοπικού παραγωγικού μοντέλου. Κι αυτό γιατί συμβάλλουν αφενός στο «πρασίνισμα» του ενεργειακού μετασχηματισμού με τα έργα ΑΠΕ που αναπτύσσουν και αφετέρου στην αποκέντρωση του ενεργειακού συστήματος, εισάγοντας περισσότερους και μικρότερους «παίκτες» στην ενεργειακή αγορά. Αυτό πραγματοποιείται με την ανάπτυξη τόσο μικρών όσο και μεγάλων έργων που ανταποκρίνονται στις ενεργειακές ανάγκες των τοπικών κοινωνιών άμεσα, ή και έμμεσα, με τη συμμετοχή τους στα μεγάλα ενεργειακά έργα που αναπτύσσονται στην περιοχή. Ακόμα, μέσω των ενεργειακών κοινοτήτων οι τοπικές κοινωνίες μπορούν να χρηματοδοτήσουν έργα εξοικονόμησης ενέργειας αλλά και να διεκδικήσουν τη διαχείριση του τοπικού ενεργειακού δικτύου, ώστε να συμβάλλουν στην περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ, να μειώσουν τo ενεργειακό κόστος για τους κατοίκους τους, να αναπτύξουν την τοπική παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας και να οχυρώσουν την τοπική κοινωνία απέναντι στην ενεργειακή φτώχεια. Επιπλέον, το κομβικό για τις λιγνιτικές περιοχές ζήτημα της θέρμανσης θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αξιοποιώντας το εργαλείο των ενεργειακών κοινοτήτων για την ανάπτυξη ΑΠΕ με συμμετοχή ΟΤΑ και συνεργασία με τους κατοίκους.

Σήμερα, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων μέχρι το τέλος του 2021, οι ενεργειακές κοινότητες στις λιγνιτικές περιοχές αποτελούν το 19% των ενεργειακών κοινοτήτων της χώρας (194 ενεργειακές κοινότητες). Οι περισσότερες από τις 176 ενεργειακές κοινότητες στη Δυτική Μακεδονία έχουν συσταθεί στις αμιγώς λιγνιτικές περιοχές, δηλαδή τη Φλώρινα και την Κοζάνη, ενώ, στην  Περιφερειακή Ενότητα Αρκαδίας, οι περισσότερες από τις 18 ενεργειακές κοινότητες που έχουν ιδρυθεί βρίσκονται στην πρωτεύουσα της, την Τρίπολη, και όχι στη λιγνιτική Μεγαλόπολη.

Ωστόσο, ο χαρακτήρας της μεγάλης πλειονότητας των ενεργειακών κοινοτήτων είναι κερδοσκοπικός. Μόνο 12 ενεργειακές κοινότητες κοινωφελούς σκοπού υφίστανται στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας σε σύνολο 176 (6,8%), ενώ μόνο μία στην Αρκαδία. Την ίδια στιγμή, αξιοσημείωτες είναι οι προσπάθειες της τοπικής αυτοδιοίκησης να συμμετάσχει στον ενεργειακό μετασχηματισμό των λιγνιτικών περιοχών μέσω δημιουργίας ενεργειακών κοινοτήτων κοινωφελούς σκοπού. Έτσι, τόσο η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας και η Περιφέρεια Πελοποννήσου καθώς και οι Δήμοι (Κοζάνη, Φλώρινα-Πρέσπα) έχουν ήδη ιδρύσει ενεργειακές κοινότητες.

Τα έργα των ενεργειακών κοινοτήτων στη Δυτική Μακεδονία κατέχουν ένα αξιοσημείωτο μερίδιο στην ανάπτυξη των ΑΠΕ στην περιοχή. Η ήδη εγκατεστημένη ισχύς των έργων ΑΠΕ των ενεργειακών κοινοτήτων ανέρχεται στα 24.6MW αποτελώντας το 10,1% της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος έργων ΑΠΕ στη χαμηλή και μέση τάση στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Πιο αργή είναι η πρόοδος στην Αρκαδία όπου υπάρχει 1.3MW ήδη εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ από 3 ενεργειακές κοινότητες, το οποίο αποτελεί μόλις το 0,9% της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος έργων ΑΠΕ στην Περιφερειακή Ενότητα Αρκαδίας, ενώ στη Μεγαλόπολη δεν υπάρχει κανένα ολοκληρωμένο έργο ΑΠΕ ενεργειακής κοινότητας. Ωστόσο τα έργα ΑΠΕ που λειτουργούν ανήκουν- με μια εξαίρεση- σε ενεργειακές κοινότητες κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ενώ υφίσταται μόνο ένα ηλεκτρισμένο έργο εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού.

Σε κάθε περίπτωση, αυτά τα στοιχεία δείχνουν πως οι ενεργειακές κοινότητες, στις υπό μετάβαση περιοχές μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στη μεγιστοποίηση των ωφελειών από την ενεργειακή μετάβαση για τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες. Αυτό αποτυπώνεται και στη συμπερίληψη των ενεργειακών κοινοτήτων στον σχεδιασμό για τη μεταλιγνιτική περίοδο, και ειδικότερα στα Εδαφικά Σχέδια Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΕΣΔΙΜ) και το Πρόγραμμα Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΠΔΑΜ) 2021-2027 που η Ελλάδα κατέθεσε επίσημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα ΕΣΔΙΜ προβλέπουν την οικονομική στήριξη των ενεργειακών κοινοτήτων για την κάλυψη τμήματος του κόστους εγκατάστασης συστημάτων αυτοπαραγωγής, θέρμανσης ή/και έργων ενεργειακής αναβάθμισης. Αυτή η πρόβλεψη καλύπτει ουσιαστικές και υφιστάμενες δυσκολίες χρηματοδότησης των ενεργειακών κοινοτήτων, κυρίως κοινωφελούς χαρακτήρα, και ενισχύει τον ρόλο τους στη Δίκαιη Μετάβαση. Ο παραπάνω σχεδιασμός έρχεται να συμπληρώσει τους υφιστάμενους πόρους για τις ενεργειακές κοινότητες στις λιγνιτικές περιοχές (πόρους προερχόμενους από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων CO2), οι οποίοι όμως από το 2018 δεν έχουν απορροφηθεί ακόμη.

Σκέψεις για το μέλλον

Η τρέχουσα ενεργειακή κρίση ανέδειξε έντονα τις αδυναμίες του υφιστάμενου ενεργειακού συστήματος καθώς και την έκταση της ενεργειακής φτώχειας ανά την Ευρώπη. Η εξάρτησή από το ορυκτό αέριο και οι στρεβλώσεις που δημιουργεί η αγορά των ορυκτών καυσίμων όχι μόνο οδηγούν τους πολίτες σε συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής ασφυξίας, αλλά αναδεικνύουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι οι ΑΠΕ καθώς και η ενεργητική και συλλογική δράση στον ενεργειακό τομέα μπορούν να αποτελέσουν διέξοδο. Σε αυτήν την κατεύθυνση είναι σημαντικό και στην Ελλάδα να ενδυναμωθούν οι ενεργειακές κοινότητες και  ειδικότερα με τα εξής μέσα:

  • Προτεραιότητα στη χρηματοδότηση, αδειοδότηση και πρόσβαση στο δίκτυο για τις ενεργειακές κοινότητες κοινωφελούς σκοπού που εστιάζουν στην κάλυψη των τοπικών αναγκών και στην καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας.
  • Επιδότηση του κόστους εγκατάστασης σε ενεργειακές κοινότητες κοινωφελούς σκοπού – δηλαδή ενεργειακές κοινότητες είτε μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, είτε με τη συμμετοχή ΟΤΑ ή οντοτήτων που καλύπτουν κυρίως ίδιες ενεργειακές ανάγκες – για έργα αυτοπαραγωγής, θέρμανσης, αποθήκευσης και εξοικονόμησης ενέργειας. Η επιδότηση αυτή θα πρέπει να εξασφαλίζει τη γρήγορη απόσβεση της επένδυσης (πχ. εντός τριετίας), ώστε να καθιστά την υλοποίησή της ρεαλιστική.
  • Δημιουργία αναπτυξιακού ταμείου (ή ενδιάμεσου φορέα) ειδικά για ενεργειακές κοινότητες, ώστε να διευκολύνει την πρόσβαση στον δανεισμό, την παροχή εγγυήσεων, την κάλυψη του κόστους συμμετοχής στις ανταγωνιστικές διαδικασίες και την επιχορήγηση του κόστους της προκαταρκτικής φάσης των έργων.
  • Ολοκλήρωση θεσμικών αλλαγών με την άμεση ενσωμάτωση των Οδηγιών για τις ΑΠΕ και για τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να αποσαφηνιστεί ο ορισμός των ενεργειακών κοινοτήτων και να προσδιοριστεί σε ποιους απευθύνεται το εκάστοτε αναπτυξιακό καθεστώς.
  • Αναβάθμιση δικτύου και δέσμευση επαρκούς ηλεκτρικού χώρου για τις συνδέσεις των ενεργειακών κοινοτήτων.
  • Θέσπιση φιλόδοξων στόχων για τις ενεργειακές κοινότητες στο πλαίσιο της αναθεώρησης του ΕΣΕΚ.
  • Ειδική ανταγωνιστική διαδικασία για έργα ΑΠΕ αποκλειστικά και μόνο ενεργειακών κοινοτήτων, ώστε να προστατεύονται οι ενεργειακές κοινότητες από τον ανταγωνισμό με τις εταιρίες ΑΠΕ. Το πλαίσιο αυτό θα προβλέπει ευνοϊκούς όρους για τη συμμετοχή σε ανταγωνιστικές διαδικασίες, όπως χαμηλότερες απαιτήσεις συμμετοχής, οικονομικές διευκολύνσεις για τη συμμετοχή, μεγαλύτερο χρόνο εκτέλεσης έργων κ.ά.

Η ενεργειακή μετάβαση μάς προκαλεί να δράσουμε με ριζικά διαφορετικό τρόπο από το παρελθόν εάν θέλουμε να εξασφαλίσουμε ένα δίκαιο και βιώσιμο μέλλον. Η συνέχιση των «business as usual» σεναρίων, όσο και αν συμπεριλάβουν ΑΠΕ και διακηρύξεις για «πρασίνισμα», δεν θα οδηγήσουν ούτε στην κλιματική ουδετερότητα αλλά ούτε και στον απαιτούμενο οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό. Η συμμετοχή των πολιτών είναι ένας καθοριστικός παράγοντας για να εξασφαλιστεί ένα δίκαιο και συμμετοχικό μέλλον στην πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα. Τώρα, λοιπόν, είναι η στιγμή που οι τοπικές κοινωνίες πρέπει να το διεκδικήσουν και να αναδείξουν τις δυνάμεις που έχει η κοινωνία όταν αναλαμβάνει δράση.