Το στοίχημα της μετάβασης στη μεταλιγνιτική περίοδο

Το άρθρο του Νίκου Μάντζαρη «Το στοίχημα της μετάβασης στη μεταλιγνιτική περίοδο» περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Στο τέλος μου είναι η αρχή μου… Μια αφήγηση της μετάβασης στην Μεταλιγνιτική εποχή», που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες. Πρόκειται για μια έκδοση του περιοδικού Παρέμβαση που αναφέρεται σε ένα από τα πιο ευαίσθητα θέματα που απασχολούν την Δυτική Μακεδονία, σκιαγραφεί τα γεγονότα που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση, περιγράφει το χθες και αναζητά λύσεις για το αύριο.

Το βιβλίο φιλοξενεί άρθρα των Γιώργου Δελιόπουλου, Γεωργίας Δεμπερδεμίδου, Γιάννη Ζιώγα, Διονυσοπούλου Γλύκα , Θεόδωρου Θεοδουλίδη, Δημήτρη Καμαριάδη, Β.Π.Καραγιάννη, Δήμητρας Καραγιάννη, Μάκη Καραγιάννη, Γιώτας Καρβουνιάρη, Βαγγέλη Καρλόπουλου, Νίκου Μάντζαρη, Φιλιώς Μπτούρη, Αντώνη Παπαβασιλείου, Χρήστου Παπαγεωργίου, Δημήτρη Παπακωνσταντίνου, Μιχάλη Πιτένη, Σωτήρη Ραπτόπουλου, Τάσου Σιδηρόπουλου, Κυριακής Στούμπου και Λευτέρη Τοπάλογλου. Το φωτογραφικό υλικό είναι του Αλέξη Κασνάκη ενώ την επιμέλεια της έκδοσης είχε Δήμητρα Καραγιάννη.

Της έκδοσης του βιβλίου προηγήθηκε διαδικτυακή εκδήλωση στις 19 Δεκεμβρίου 2020 με τον ίδιο τίτλο στην οποία συμμετείχαν όλοι οι συμμετέχοντες στην έκδοση.

Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο του Νίκου Μάντζαρη:

 

Το στοίχημα της μετάβασης στη μεταλιγνιτική περίοδο

Εδώ και περισσότερο από έξι δεκαετίες στη Δυτική Μακεδονία χτυπά η ενεργειακή καρδιά της Ελλάδας. Η περηφάνια των πολιτών για τη συνεισφορά της περιφέρειάς τους στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας όλα αυτά τα χρόνια είναι απολύτως δικαιολογημένη και αδιαμφισβήτητη.

Η εκμετάλλευση του λιγνίτη όμως οδήγησε σε μια τεράστια υποβάθμιση του περιβάλλοντος, των φυσικών πόρων, της ποιότητας της ατμόσφαιρας, της δημόσιας υγείας και εν τέλει της ποιότητας ζωής για τους κατοίκους της μικρότερης πληθυσμιακά περιφέρειας της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Μετά την απόφαση για την απολιγνιτοποίηση, η Δυτική Μακεδονία αντιμετωπίζει την τεράστια πρόκληση του μετασχηματισμού του παραγωγικού της μοντέλου έχοντας ελάχιστο χρόνο για να πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες δομικές αλλαγές με κοινωνικά δίκαιο τρόπο.

Πώς όμως φτάσαμε ως εδώ;

 

Το παρελθόν

Καταρχάς οι ηγεσίες της ΔΕΗ αλλά κυρίως οι πολιτικοί που είχαν την ευθύνη της ενεργειακής πολιτικής της χώρας, είτε δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν τη διεθνή πραγματικότητα, είτε φοβούνταν το πολιτικό κόστος που πάντα συνοδεύει την παρουσίαση της αλήθειας στους πολίτες.

Έτσι η Ελλάδα για χρόνια επεδίωκε συστηματικά τη μία εξαίρεση μετά την άλλη από την ολοένα και πιο εχθρική στον λιγνίτη ευρωπαϊκή νομοθεσία. Ήταν πολλά και επίμονα τα αιτήματα προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για παρατάσεις λειτουργίας υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων με διάφορες δικαιολογίες. Όλες αυτές οι προσπάθειες συνάντησαν τον τοίχο των Βρυξελλών με αποτέλεσμα η χώρα να χάνει διαρκώς πολιτικό κεφάλαιο επιδεικνύοντας μια άρνηση να συνειδητοποιήσει τη στροφή που είχε ήδη συντελεστεί στην ευρωπαϊκή ενεργειακή και κλιματική πολιτική.

Οι πιο σημαντικές όμως μάχες δόθηκαν για την οικονομική στήριξη των δύο νέων λιγνιτικών μονάδων «Πτολεμαΐδα 5» και «Μελίτη 2», που στο μυαλό των υποστηρικτών του δόγματος «ο λιγνίτης είναι το παρόν και το μέλλον της Δυτικής Μακεδονίας» θα εγγυούνταν τη διατήρηση του λιγνιτικού status quo για τουλάχιστον 30 χρόνια ακόμα.

Η «μητέρα όλων των μαχών» ήταν η διεκδίκηση της εξαίρεσης για δωρεάν δικαιώματα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα  (CO2) κατά την αναθεώρηση της σχετικής οδηγίας την τριετία 2015-2018. Τα δικαιώματα αυτά θα επιδοτούσαν τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων με ένα ποσό της τάξης των 3 δισεκατομμυρίων ευρώ για τη δεκαετία 2021-2030. Ελάχιστη σημασία δόθηκε στο δημόσιο συμφέρον καθώς το ποσό αυτό αυτομάτως θα αφαιρούνταν από τα δημόσια έσοδα τα οποία χρησιμοποιούνται για τη στήριξη των ΑΠΕ, δράσεων εξοικονόμησης ενέργειας αλλά και για τη Δίκαιη Μετάβαση των λιγνιτικών  περιοχών σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες.

Μετά την αποτυχία αυτής της διεκδίκησης, η προσοχή στράφηκε σε επιδοτήσεις από τη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας τόσο για την Πτολεμαΐδα 5 όσο και για τις υπό πώληση τότε λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ. Οι διεκδικήσεις έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης  του σχετικού ευρωπαϊκού Κανονισμού για τη λειτουργία ολόκληρης της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Όταν η διαπραγμάτευση αυτή έκλεισε χωρίς και πάλι να εξασφαλιστεί η εξαίρεση που θα επέτρεπε την επιδότηση της λειτουργίας της Πτολεμαΐδας 5, η διεκδίκηση συνεχίστηκε σε διμερές επίπεδο με τη Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Όμως και πάλι οι Βρυξέλλες αρνήθηκαν να επιτρέψουν την επιδότηση της λειτουργίας λιγνιτικών μονάδων με χρήματα των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα. Έτσι διαλύθηκε και η τελευταία ελπίδα οικονομικής στήριξης της νέας μονάδας, ενώ εξασθένισαν ακόμα περισσότερο οι ήδη αναιμικές προοπτικές πώλησης των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων.

Μετά από αυτές τις απανωτές αποτυχίες και τις τιμές εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο ρύπων να εκτοξεύονται, τα οικονομικά της ελληνικής λιγνιτικής βιομηχανίας άρχισαν να καταρρέουν, ενώ ήταν αδύνατον να βρεθούν εταιρίες που θα αγόραζαν λιγνιτικές μονάδες στην Ελλάδα. Σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον, η απόφαση της απολιγνιτοποίησης τον Σεπτέμβριο του 2019 ήταν μονόδρομος για την οικονομική διάσωση της ΔΕΗ, η οποία είχε περιέλθει σε δεινή οικονομική θέση για σειρά λόγων μεταξύ άλλων και γιατί η λιγνιτική δραστηριότητα είχε καταστεί ζημιογόνος, ενώ η εταιρία είχε εκτεθεί επίσης στην «τοξική» επένδυση της Πτολεμαΐδας 5, ύψους 1,4 δις ευρώ.

Η μεγαλύτερη όμως απώλεια όλης αυτής της αποτυχημένης στρατηγικής που ακολουθήθηκε πιστά για πολλά και κρίσιμα χρόνια από τις ελληνικές κυβερνήσεις, τη ΔΕΗ και τα συνδικάτα των εργαζομένων και στηρίχθηκε από την πλειονότητα των δημοτικών και περιφερειακών παρατάξεων, ήταν ο χρόνος. Όσο η προσοχή και η ενέργεια (σχεδόν) όλων ήταν στραμμένη στη διαιώνιση του λιγνιτικού μοντέλου για την ηλεκτροπαραγωγή της χώρας και την οικονομία της Δυτικής Μακεδονίας, χανόταν πολύτιμος χρόνος από τον σχεδιασμό της επόμενης μέρας και την απολύτως αναγκαία αλλαγή πλεύσης της τοπικής οικονομίας προς βιώσιμη κατεύθυνση.

 

Οι δήμαρχοι

Φωτεινή εξαίρεση κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου αποτέλεσαν οι δήμαρχοι των λιγνιτικών δήμων της Δυτικής Μακεδονίας. Με πρωτεργάτη τον πρώην δήμαρχο Κοζάνης, οι δήμαρχοι κατόρθωσαν να συνεργαστούν αρμονικά και συστηματικά με όσες δυνάμεις διέθεταν για να προετοιμάσουν μια δύσκολη αλλά απαραίτητη μετάβαση για τον τόπο. Καταρχάς, αναζήτησαν και έλαβαν στήριξη από ερευνητικά κέντρα, πανεπιστήμια και τεχνικούς φορείς της περιοχής, ενώ έσπασαν αγκυλώσεις και προκαταλήψεις χρόνων ανοίγοντας διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας με περιβαλλοντικές ΜΚΟ στην προσπάθειά τους να διατυπώσουν καλά τεκμηριωμένες προτάσεις και αιτήματα. Ήρθαν επίσης σε επαφή με συνδικάτα εργαζομένων στη λιγνιτική βιομηχανία και ανέλαβαν πρωτοβουλίες από κοινού για να ενισχυθούν οικονομικά οι λιγνιτικές περιοχές και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι λόγω της μείωσης της λιγνιτικής δραστηριότητας.

Τα αποτελέσματα αυτής της σπάνιας, για τα ελληνικά δεδομένα, πολυσυλλεκτικής προσέγγισης που εστιάζει στα κοινά και όχι στις διαφορές, στη επίλυση προβλημάτων και όχι στην καταγραφή τους, απέδωσαν καρπούς τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Η Δυτική Μακεδονία συγκαταλέχθηκε το 2017  ανάμεσα στις τρεις πρώτες περιφέρειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εντάχθηκαν στη λεγόμενη «πλατφόρμα λιγνιτικών περιοχών υπό μετάβαση» (Coal Regions in Transition platfotm), μιας πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την παροχή τεχνικο-οικονομικής στήριξης στις λιγνιτικές περιφέρειες της Ευρώπης με στόχο τον μετασχηματισμό του οικονομικού και παραγωγικού τους μοντέλου. Επιπλέον, με πρωτοβουλία των ενεργειακών δήμων της Ελλάδας και τη στήριξη ΜΚΟ ιδρύθηκε το 2018 το διεθνές «Φόρουμ των Δημάρχων Δίκαιης Μετάβασης» (Forum of Just Transition Mayors). Η πρωτοβουλία αυτή, την οποία σήμερα στηρίζουν 61 δήμαρχοι λιγνιτικών δήμων στην Ευρώπη συμπεριλαμβανομένων και χωρών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δυτικά Βαλκάνια και Ουκρανία), έχει ως στόχο την ανταλλαγή καλών πρακτικών και την από κοινού πίεση, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για την άντληση των απαραίτητων πόρων για τη στήριξη των τοπικών κοινωνιών και τη διαφοροποίηση των τοπικών οικονομιών.

Στην Ελλάδα, ήταν η επίμονη προσπάθεια των δημάρχων των λιγνιτικών δήμων της Δυτικής Μακεδονίας σε συνεργασία με τις ΜΚΟ που οδήγησαν στην ίδρυση το 2018 του Εθνικού Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης (ΕΤΔΜ). Το ταμείο αυτό διοχετεύει τμήμα των δημοσίων εσόδων από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων CO2 για τη Δίκαιη Μετάβαση των τριών περιφερειακών ενοτήτων Κοζάνης, Φλώρινας και Αρκαδίας. Μόνο από τις δημοπρατήσεις του 2018 και 2019 έχουν συγκεντρωθεί στο ταμείο αυτό περίπου 60 εκ. ευρώ. Είναι δε ενθαρρυντικό ότι παρά την μετονομασία του σε «πόρους του Πράσινου Ταμείου» και το γεγονός ότι η σχετική απόφαση λήφθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση, το ΕΤΔΜ συνεχίζει να στηρίζεται και από τη σημερινή κυβέρνηση. Η θέσπιση δε του ΕΤΔΜ καθιστά την Ελλάδα την πρώτη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που αξιοποιεί τη σχετική δυνατότητα που προσφέρει η αναθεωρημένη ευρωπαϊκή οδηγία για το χρηματιστήριο ρύπων, πράγμα που υπογραμμίζει την πολιτική σημασία της συνεισφοράς των δημάρχων της Δυτικής Μακεδονίας στην πανευρωπαϊκή υπόθεση της Δίκαιης Μετάβασης.

 

Το παρόν

Παρά την πρόοδο που συντελέστηκε σε πολιτικό επίπεδο την προηγούμενη περίοδο, μετά την ανακοίνωση της οριστικής παύσης της λιγνιτικής δραστηριότητας τον Σεπτέμβριο του 2019, ο δημόσιος διάλογος στη Δυτική Μακεδονία επέστρεψε στις εποχές πριν το 2015. Η οποιαδήποτε συζήτηση για την ανάπτυξη άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων πέραν της λιγνιτικής, σταμάτησε. Ο δημόσιος διάλογος κυριαρχήθηκε από προσπάθειες ανατροπής της απόφασης βασισμένες σε adhoc συγκρίσεις με άλλες χώρες που δεν έχουν λάβει ανάλογη απόφαση και από θεωρίες συνωμοσίας για συμφέροντα που βρίσκονται πίσω από την απόφαση της απεξάρτησης από τον λιγνίτη.

Ωστόσο, τα δεδομένα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας δείχνουν ότι οι λιγνιτικές μονάδες κλείνουν γιατί δεν μπορούν να ανταγωνιστούν με άλλες τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής σε ένα περιβάλλον με τόσο υψηλές τιμές CO2. Μέσα στο 2020 η λιγνιτική παραγωγή στην Ελλάδα έχει μειωθεί κατά παραπάνω από 50% σε σχέση με το 2019, χρονιά κατά την οποία ο λιγνίτης γνώρισε ιστορικό χαμηλό στη συνεισφορά του στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής. Επιπλέον, οι ελληνικές λιγνιτικές μονάδες είναι πολύ πιο ευάλωτες σε αλλαγές με οικονομικό πρόσημο όπως οι τιμές CO2, σε σχέση με αντίστοιχες άλλων Κρατών-Μελών εξαιτίας του γεγονότος ότι ο ελληνικός λιγνίτης είναι με διαφορά ο φτωχότερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς το ενεργειακό του περιεχόμενο.

Η κατάσταση αυτή είναι αναντίστρεπτη καθώς επίκειται και νέα αναθεώρηση της οδηγίας για το χρηματιστήριο ρύπων. Οι αλλαγές που θα αποφασιστούν από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε ακόμα υψηλότερες τιμές CO2 μέσα στη δεκαετία, καθώς ο κεντρικός  σκοπός της αναθεώρησης είναι η εναρμόνιση με τον νέο, πιο φιλόδοξο κλιματικό στόχο της ΕΕ για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% ως το 2030 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990.

 

Το μέλλον

Κάτω από αυτές τις επείγουσες συνθήκες, η προσοχή όλων πρέπει να εστιάσει στη στροφή του παραγωγικού μοντέλου της Δυτικής Μακεδονίας σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες, ώστε στο διάστημα που απομένει ως το οριστικό σβήσιμο των λιγνιτικών μονάδων, να χτιστούν υγιή θεμέλια για την αναζωογόνηση της τοπικής οικονομίας  σε βάθος χρόνου.

Πρόσφατη έρευνα κοινής γνώμης έδειξε ότι 1 στους 2 πολίτες στις λιγνιτικές περιοχές της χώρας, στην πλειονότητα τους νέοι, βλέπουν την απολιγνιτοποίηση ως ευκαιρία για την αλλαγή του τοπικού αναπτυξιακού μοντέλου. Για να είναι επιτυχημένη αυτή η αλλαγή, πρέπει να είναι «πράσινη». Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία είναι πλέον η επίσημη αναπτυξιακή στρατηγική της ΕΕ με κεντρικό στόχο την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας σε όλους τους τομείς της οικονομίας ως το 2050. Ο τομέας της ηλεκτροπαραγωγής θα απανθρακοποιηθεί πολύ νωρίτερα καθώς ήδη υπάρχουν πολύ ώριμες και οικονομικά ανταγωνιστικές επιλογές όπως οι ΑΠΕ και οι τεχνολογίες αποθήκευσης οι οποίες είναι ήδη σε θέση να υποκαταστήσουν τα ορυκτά καύσιμα.

Η επιλογή της ΕΕ να γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος στον κόσμο έχει ήδη αρχίσει να επηρεάζει την ευρωπαϊκή νομοθεσία αλλά και τη ροή των χρηματοδοτήσεων. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ήδη αποφάσισε να σταματήσει κάθε χρηματοδότηση σε υποδομές ορυκτών καυσίμων μετά το 2021, ενώ ο Κανονισμός για τις βιώσιμες επενδύσεις (Sustainable Taxonomy Regulation) δεν συμπεριλαμβάνει πλέον τις επενδύσεις σε ορυκτό αέριο ανάμεσα στις βιώσιμες.

Αν με αυτά τα δεδομένα η Δυτική Μακεδονία επιλέξει να επενδύσει τους σημαντικούς μεν αλλά πεπερασμένους δε, πόρους που θα έχει στη διάθεσή της για τη μετάβαση, σε υποδομές ορυκτών καυσίμων θα βρεθεί ξανά πολύ σύντομα σε νέο αδιέξοδο με τη μεγάλη διαφορά ότι τότε δεν θα υπάρχουν ούτε πόροι ούτε κοινωνικές αντοχές.

Οι πολίτες της Δυτικής Μακεδονίας θυσίασαν πολλά και επί μακρόν προκειμένου να ηλεκτροδοτηθεί η Ελλάδα και να αναπτυχθεί η εθνική οικονομία. Το ελάχιστο που τους οφείλει η χώρα είναι να προσεγγίσει τη στήριξη των λιγνιτικών περιοχών ως μια επείγουσα εθνική υπόθεση.

Το στοίχημα της μετάβασης στη μεταλιγνιτική περίοδο πρέπει να κερδηθεί.