Άρθρο του Νίκου Μάντζαρη στο energypress για τις βασικές αποφάσεις που συμφωνηθήκαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο energypress στις 10 Δεκεμβρίου 2020 με τον τίτλο:
Τέλος στο ορυκτό αέριο από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης
Ακολουθεί το πλήρες άρθρο.
Οι επενδύσεις σε ορυκτό αέριο δεν έχουν θέση στην επόμενη μέρα των περιοχών υπό μετάβαση, όπως οι λιγνιτικές.
Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα που έστειλαν οι τρεις ευρωπαϊκοί θεσμοί χθες το βράδυ όταν οριστικοποίησαν τον Κανονισμό για το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης. Συγκεκριμένα, απέκλεισαν τη δυνατότητα χρηματοδότησης οποιασδήποτε υποδομής σχετίζεται με ορυκτό αέριο, ανεξαρτήτως αν αυτή σχετίζεται με καύση, παραγωγή, επεξεργασία, διανομή, αποθήκευση ακόμα και μεταφορά.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των συστημάτων τηλεθέρμανσης, όπου η χρηματοδότηση από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης είναι εφικτή αποκλειστικά και μόνο αν αφορά χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η απόφαση αυτή έρχεται να ενισχύσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για παύση όλων των χρηματοδοτήσεων σε υποδομές ορυκτών καυσίμων μετά το 2021 αλλά και τον νέο ευρωπαϊκό κλιματικό στόχο για μείωση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% το 2030 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Ο νέος στόχος οδηγεί, πρακτικά αυτόματα, στην ανάγκη πολύ μεγαλύτερων μεριδίων ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή με αποτέλεσμα ο διαθέσιμος «ηλεκτρικός χώρος» για νέες μονάδες ορυκτού αερίου να εκμηδενίζεται.
Μόνη πλέον και περιορισμένη πηγή χρηματοδότησης για υποδομές ορυκτού αερίου κατά την επόμενη χρηματοδοτική περίοδο 2021-2027 είναι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και το Ταμείο Συνοχής, ο Κανονισμός για τα οποία συμφωνήθηκε μία μέρα νωρίτερα. Ο νέος Κανονισμός επιτρέπει, κατά μέγιστο, τη διάθεση του 1% των πόρων του Ταμείου για υποδομές ορυκτού αερίου και μόνο για τη θέρμανση των περιοχών υπό μετάβαση, όπως οι λιγνιτικές. Κι αυτό όμως το μικρό ποσοστό συνοδεύεται από περιορισμούς που στόχο έχουν να περιορίσουν τη χρήση ορυκτού αερίου στα συστήματα τηλεθέρμανσης, προωθώντας στη θέση του τις ΑΠΕ. Καταρχάς το ύψος των ευρωπαϊκών πόρων που μπορεί να διατεθεί για λέβητες αερίου σε συστήματα τηλεθέρμανσης θα είναι τόσο μεγαλύτερο όσο μεγαλύτερη θα σχεδιαστεί να είναι η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (πχ. πράσινο υδρογόνο) σε αυτούς τους λέβητες. Επίσης, στην περίπτωση των υποδομών σε δίκτυα ορυκτού αερίου οι πόροι επιτρέπεται να διατεθούν για την ανάπτυξη ή αναβάθμιση δικτύων μόνο όταν έχουν τελικό στόχο τη χρήση υδρογόνου, βιομεθανίου και συνθετικού αερίου.
Οι εξελίξεις αυτές έρχονται να καταρρίψουν στην πράξη τη θεωρία του «μεταβατικού καυσίμου» για το ορυκτό αέριο, ωθώντας τα Κράτη Μέλη να επενδύσουν απευθείας στις τεχνολογίες που βασίζονται στις ΑΠΕ τόσο για την ηλεκτροπαραγωγή όσο και για τη θέρμανση.
Η υπόσχεση των επιπλέον πόρων
Οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί ουσιαστικά παραδέχτηκαν την αδικία που διέπραξαν στην κατανομή των πόρων του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης ανάμεσα στα Κράτη Μέλη επιλέγοντας κριτήρια κατανομής τα οποία δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε την ταχύτητα μετάβασης, ούτε το μέγεθος της πρόκλησης στις λιγνιτικές περιοχές.
Για να «χρυσώσουν το χάπι» όμως υποσχέθηκαν να μοιράσουν όποιους επιπλέον πόρους καταστούν διαθέσιμοι μετά το 2024 με έναν «μηχανισμό επιβράβευσης» ο οποίος στην ουσία αποτελεί την ταχύτητα μετάβασης, όπως αυτή εκφράζεται από τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από βιομηχανικές εγκαταστάσεις στις περιοχές υπό μετάβαση.
Έτσι η Ελλάδα προς το παρόν θα αρκεστεί στα 755 εκ. ευρώ που αντιπροσωπεύουν το εντελώς άδικο 4,3% του Ταμείου και θα ελπίζει ότι στο μέλλον θα είναι σε θέση να στηρίξει με επιπλέον πόρους τις λιγνιτικές της περιοχές, αν και εφόσον παρουσιαστούν επιπλέον ευρωπαϊκοί πόροι. Απαραίτητες προϋποθέσεις για να το πετύχει αυτό βέβαια είναι να συνεχίσει στον δρόμο της δραστικής μείωσης των εκπομπών των λιγνιτικών της περιοχών, χωρίς όμως να αυξήσει τη χρήση του ορυκτού αερίου σε αυτές τις περιοχές, έτσι ώστε να επιτύχει τη μεγαλύτερη δυνατή μείωση εκπομπών που οδηγεί στη μεγαλύτερη δυνατή ενίσχυση. Η Ελλάδα πρέπει να αφουγκραστεί τα ξεκάθαρα μηνύματα που στέλνει η Ευρωπαϊκή Ένωση και να προσαρμόσει κατάλληλα την ενεργειακή της πολιτική αλλά και την πολιτική για τη Μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών. Δεδομένου ότι η Ελλάδα απολιγνιτοποιείται πρώτη από όλες τις λιγνιτοπαραγωγές χώρες στην ΕΕ, πρέπει πρώτη επίσης να αναθεωρήσει το ΕΣΕΚ ώστε να είναι συμβατό με τον νέο ευρωπαϊκό κλιματικό στόχο και τις συμφωνημένες πλέον κατευθύνσεις της χρηματοδότησης κατά την επόμενη χρηματοδοτική περίοδο. Επιπλέον, οι επιλογές για τη θέρμανση των πολιτών στις λιγνιτικές περιοχές πρέπει να στηρίζονται σε στέρεες τεχνικο-οικονομικές βάσεις και να λαμβάνουν υπόψη τη μακροχρόνια περιβαλλοντική και οικονομική βιωσιμότητα των αντίστοιχων υποδομών.