Απολιγνιτοποίηση: 1 χρόνος μετά

Συμπληρώνεται ένας χρόνος από την ιστορική ανακοίνωση του Πρωθυπουργού για την πλήρη απεξάρτηση της χώρας από τον λιγνίτη ως το 2028 (το αργότερο) από το βήμα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη.

Έκτοτε, η απόφαση αυτή ενσωματώθηκε στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) και στο νέο επιχειρησιακό σχέδιο της ΔΕΗ και μάλιστα με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα αποσύρσεων. Το χρονοδιάγραμμα αυτό προβλέπει απόσυρση όλων των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων ως το 2023 και διατήρηση σε λειτουργία μόνο της υπό κατασκευή νέας λιγνιτικής μονάδας «Πτολεμαΐδα 5» ως το 2028. Μάλιστα προσφάτως ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας ανακοίνωσε την απόσυρση μίας εκ των λιγνιτικών μονάδων (Μεγαλόπολη 3) 6 μήνες νωρίτερα.

Το μίγμα ηλεκτροπαραγωγής

Εκτός όμως από τις ανακοινώσεις και τις γραπτές και προφορικές δεσμεύσεις, η συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό μίγμα της χώρας παρουσίασε συντριπτική μείωση στην πράξη σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που ακολούθησε την ανακοίνωση του πρωθυπουργού. Κάθε μήνα από τον Οκτώβριο του 2019 ο λιγνίτης παρουσίασε μείωση από 14% (Φεβρουάριος) έως και 75% (Ιούνιος) σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενο έτους, με αθροιστική μείωση που ξεπερνά το 45% την περίοδο Οκτωβρίου 2019-Ιουλίου 2020 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους (Οκτώβριος 2018-Ιούλιος 2019).

Λιγνιτική παραγωγή την περίοδο Οκτωβρίου 2019-Ιουλίου 2020 και σύγκριση με τους αντίστοιχους μήνες του προηγούμενου έτους. Πηγή: ΑΔΜΗΕ

Στις 20 Μαΐου 2020 μάλιστα δεν λειτούργησε καμία λιγνιτική μονάδα στη Δυτική Μακεδονία, ενώ στις 8 Ιουνίου 2020 ο λιγνίτης για πρώτη φορά δεν συνεισέφερε ούτε μία KWh στο διασυνδεδεμένο δίκτυο μετά από 64 συναπτά έτη αδιάλειπτης λιγνιτικής παραγωγής.

Την ίδια περίοδο που ο λιγνίτης κατέγραφε ιστορικά χαμηλά, η συμμετοχή των ΑΠΕ αυξανόταν. Την περίοδο Οκτωβρίου 2019-Ιουλίου 2020 η συνεισφορά των ΑΠΕ στο διασυνδεδεμένο δίκτυο (συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων υδροηλεκτρικών και των μονάδων ΣΗΘΥΑ) αυξήθηκε κατά 15,5%, ενώ παράλληλα το ορυκτό αέριο γνώριζε οριακή μείωση κατά 3,1% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους. Στις 14 Σεπτεμβρίου 2020 μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, το ποσοστό των ΑΠΕ μαζί με τα μεγάλα υδροηλεκτρικά έφτασε σε ιστορικό υψηλό καλύπτοντας το 57% της ζήτησης σε ηλεκτρική ενέργεια στη χώρα, με την αιολική ενέργεια να καταγράφει συμμετοχή 40% την ίδια μέρα, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη.

Μεταβολή μίγματος ηλεκτροπαραγωγής την περίοδο Οκτωβρίου 2019-Ιουλίου 2020 σχετικά με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους. Πηγή: ΑΔΜΗΕ

Ωστόσο σημαντική ήταν η αύξηση των καθαρών εισαγωγών κατά 25% την περίοδο Οκτωβρίου 2019-Ιουλίου 2020 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Η αύξηση αυτή παρατηρήθηκε κυρίως στο τελευταίο τρίμηνο του 2019 καθώς το πρώτο επτάμηνο του 2020 η μείωση της ζήτησης συρρίκνωσε και τις ανάγκες για εισαγωγές, οι οποίες παρουσίασαν μικρή αύξηση της τάξης του 3,7% σε σχέση με την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2019.

Αντιδράσεις

Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις που οδηγούν αναμφισβήτητα σε πολύ σημαντική μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, τόσο τα κόμματα της αντιπολίτευσης (κυρίως ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ) όσο και σημαντική μερίδα των τοπικών κοινωνιών, των συνδικαλιστών και των τοπικών επιμελητηρίων εμφανίζονται αμήχανα, αποφεύγοντας να πουν καθαρά ότι η εμπροσθοβαρής απολιγνιτοποίηση ήταν και εξακολουθεί να είναι μονόδρομος λόγω, τόσο των προφανών ωφελειών για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον, όσο και της παγιωμένης ευρωπαϊκής κλιματικής πολιτικής και της αρνητικής οικονομικής πραγματικότητας του λιγνίτη. Η τελευταία μάλιστα επιβεβαιώθηκε περίτρανα από την πλήρη αδιαφορία της ίδιας της αγοράς στη διπλή προσπάθεια πώλησης τμήματος του λιγνιτικού χαρτοφυλακίου της ΔΕΗ το 2019, που απέτυχε παταγωδώς.

Βασική υπαίτια της νέας πραγματικότητας είναι η ανιούσα που έχουν πάρει οι τιμές δικαιωμάτων εκπομπών CO2 στο χρηματιστήριο ρύπων λόγω των αλλαγών που αποφασίστηκαν στην Ευρώπη την περίοδο 2015-2017 στο πλαίσιο της αναθεώρησης της οδηγίας για το χρηματιστήριο ρύπων. Τώρα που ο ευρωπαϊκός στόχος μείωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για το 2030 μόλις αυξήθηκε από 40% σε τουλάχιστον 55%, τι ακριβώς περιμένουμε από τη νέα αναθεώρηση της ίδιας οδηγίας που θα ξεκινήσει εντός 2021; Πτώση τιμών CO2, αντιστροφή της κατάστασης και αναβίωση της λιγνιτικής δραστηριότητας σε όλη την Ευρώπη ή μήπως περαιτέρω εκτόξευση τιμών CO2 και επίσπευση (στην πράξη) της απολιγνιτοποίησης;

Η άρνηση της παραδοχής του τέλους του λιγνίτη προκαλεί σύγχυση στους πολίτες των λιγνιτικών περιοχών δίνοντας φρούδες ελπίδες για διατήρηση του status quo. Κι αυτό συμβαίνει ακριβώς την περίοδο που η προσοχή σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο είναι στραμμένη -ως όφειλε- στις λιγνιτικές περιοχές. Σε αυτήν την περίοδο που υπάρχουν σημαντικοί πόροι για την αναζωογόνηση των οικονομιών σε αυτές τις περιοχές, οι τοπικές κοινωνίες και οι εκπρόσωποί τους θα έπρεπε να αναζητούν δημιουργικές λύσεις για το μέλλον τους, και όχι να αναλώνονται σε ανεδαφικές διεκδικήσεις για την παράταση λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων.

Οι προκλήσεις

Οι δύο μεγαλύτερες προκλήσεις για το άμεσο μέλλον είναι η εκπόνηση ενός συνεκτικού και μακρόπνοου σχεδίου για την επόμενη μέρα των λιγνιτικών περιοχών και η εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης για την υλοποίησή του. Η ανάγκη για επαρκή χρηματοδότηση είναι προφανής καθώς παρά την ενεργοποίηση, επιτέλους, του Εθνικού Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης, οι πόροι που αντλούνται από το Πράσινο Ταμείο δεν είναι επαρκείς αλλά ούτε βασίζονται σε έναν συνολικό σχεδιασμό.

Σε ό,τι αφορά την πρώτη πρόκληση, είναι επιτακτική η ανάγκη το σχέδιο να απαρτίζεται από πραγματικά βιώσιμες επενδύσεις που δεν θα υποθηκεύουν το μέλλον των λιγνιτικών περιοχών όπως συνέβη με επιλογές του πρόσφατου παρελθόντος (βλ. Πτολεμαΐδα 5). Η έννοια δε της βιωσιμότητας παύει να είναι αφηρημένη καθώς πλέον υπάρχει ευρωπαϊκός Κανονισμός που ορίζει ποιες επενδύσεις είναι βιώσιμες, και άρα επιλέξιμες για ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, και ποιες όχι. Το αρχικό σχέδιο που παρουσιάστηκε στη Δ. Μακεδονία εμφανίζει θεμελιώδη προβλήματα ως προς τα χαρακτηριστικά βιωσιμότητάς του καθώς προτείνει νέες μονάδες ορυκτού αερίου συνολικής ισχύος 1500 MW. Στο σχέδιο που θα κατατεθεί προς δημόσια διαβούλευση αυτό το λάθος πρέπει απαραίτητα να διορθωθεί.

Σε κάθε περίπτωση, το master plan δεν μπορεί να είναι μόνο μία καταγραφή επενδυτικών σχεδίων, όσο ενθαρρυντικό κι αν είναι ότι υπάρχει ενδιαφέρον για επενδύσεις στις λιγνιτικές περιοχές. Θα πρέπει να βασίζεται σε έναν μακρόπνοο στρατηγικό σχεδιασμό και όραμα που να συνδέεται και με τη συμβολή του στην στροφή του παραγωγικού μοντέλου του συνόλου της χώρας και τη συμβολή του στην ανάπτυξη και στην κλιματική ουδετερότητα.

Κομβικής σημασίας για την επιτυχία του μεγάλου στοιχήματος της ανασυγκρότησης των λιγνιτικών περιοχών είναι η συμμετοχικότητα στον σχεδιασμό και τη διακυβέρνηση της μετάβασης. Οι τοπικές κοινωνίες, οι εκπρόσωποί τους, οι τοπικοί φορείς, οι εργαζόμενοι, και η κοινωνία των πολιτών δεν πρέπει απλά να παρακολουθούν εξ’ αποστάσεως την εκπόνηση ενός κεντρικού σχεδιασμού αλλά να συμμετέχουν ενεργά σε αυτόν, ενώ πρέπει επίσης να έχουν κεντρικό ρόλο στη διακυβέρνηση της μετάβασης στη φάση της υλοποίησης του σχεδίου. Όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της βιωσιμότητας των επενδύσεων, ούτε η συμμετοχικότητα στον σχεδιασμό και τη διακυβέρνηση της μετάβασης των λιγνιτικών περιοχών αποτελούν θεωρητικά θέματα. Καθορίζονται στον νέο Κανονισμό για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης που θα ολοκληρωθεί ως το τέλος του έτους και θα αποτελέσει τον βασικό χρηματοδοτικό πυλώνα της μετάβασης των λιγνιτικών περιοχών.

Σε ότι αφορά τη δεύτερη πρόκληση της χρηματοδότησης της μετάβασης, οι επόμενοι μήνες θα είναι καθοριστικοί καθώς θα οριστικοποιηθούν τα κριτήρια κατανομής των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης ανάμεσα στα κράτη μέλη, τα οποία αυτή τη στιγμή είναι εντελώς άδικα για την Ελλάδα και άλλες χώρες με φιλόδοξες δεσμεύσεις απολιγνιτοποίησης.

Οι Έλληνες ευρωβουλευτές της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ έστειλαν την προηγούμενη εβδομάδα ένα ηχηρό κι ελπιδοφόρο μήνυμα ενότητας τόσο στις ηγεσίες των κομμάτων τους όσο και στους εκπροσώπους τους στις λιγνιτικές περιοχές, παραμερίζοντας κομματικά στεγανά και υποστηρίζοντας από κοινού τροπολογίες που κατέθεσαν οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Π. Κόκκαλης και Δ. Παπαδημούλης για αλλαγή των κριτηρίων κατανομής των πόρων.

Η επιτυχία της Μετάβασης των λιγνιτικών περιοχών σε μια νέα, βιώσιμη πραγματικότητα απαιτεί την ίδια ενότητα σε εθνικό και τοπικό επίπεδο ξεπερνώντας μικροπολιτικές σκοπιμότητες και εστιάζοντας στις δημιουργικές προτάσεις για τον μετασχηματισμό των τοπικών οικονομιών.

Μπορούμε;