Master Plan Δυτικής Μακεδονίας: από τον λιγνίτη στο ορυκτό αέριο ( ; )

Άρθρο γνώμης του Νίκου Μάντζαρη για την ανάγκη διόρθωσης της επιλογής επενδύσεων ορυκτού αερίου στο Master Plan της Δυτικής Μακεδονίας για τη μετάβαση στη μεταλιγνιτική περίοδο.

Το άρθρο με τίτλο “Master Plan Δυτικής Μακεδονίας: από τον λιγνίτη στο ορυκτό αέριο (;)“δημοσιεύτηκε στο energypress.gr στις 14.09.2020.

Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:

Το πολύ-αναμενόμενο Master Plan για τη μετάβαση της Δυτικής Μακεδονίας στη μεταλιγνιτική περίοδο που παρουσιάστηκε στην περιφερειακή ομάδα της Δ. Μακεδονίας στις 7 Σεπτεμβρίου σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως αμέσως μόλις είδε το φώς της δημοσιότητας. Ωστόσο ελάχιστη προσοχή έχει δοθεί ως τώρα στα σχέδια ανάπτυξης μονάδων ηλεκτροπαραγωγής και συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρισμού (ΣΗΘΥΑ) με καύσιμο το ορυκτό αέριο που περιλαμβάνει. Αν αυτά υλοποιηθούν, θα μετατρέψουν de facto το Λιγνιτικό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας σε Κέντρο Ορυκτού Αερίου.

Συγκεκριμένα, το Master Plan που παρουσιάστηκε στη Δ. Μακεδονία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων μια νέα μονάδα ορυκτού αερίου από ιδιώτη ισχύος 800 MW, τη μετατροπή της Πτολεμαΐδας 5 ισχύος 660 ΜW σε μονάδα με καύσιμο ορυκτό αέριο και την κατασκευή μονάδων συμπαραγωγής θερμότητας και ηλεκτρισμού με το ίδιο καύσιμο, η μία για να καλύψει τμήμα των αναγκών τηλεθέρμανσης 3 πόλεων ισχύος 40 MW και οι άλλες για αγροτικές μονάδες υδροπονίας. H δε κατανάλωση ορυκτού αερίου στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας εκτιμάται ότι θα εκτοξευτεί από τις 30 GWh που είναι σήμερα σε περισσότερο από 13,000 GWh το 2029.

Είναι πραγματικά απορίας άξιον πως παρουσιάζεται ως ειλημμένη απόφαση η μετατροπή της Πτολεμαΐδας 5 σε μονάδα ορυκτού αερίου τη στιγμή που σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις του ΥΠΕΝ και της ΔΕΗ δεν έχουν καν ολοκληρωθεί οι σχετικές διερευνήσεις αλλαγής καυσίμου ή εναλλακτικών λύσεων αποθήκευσης από τη ΔΕΗ για τη συγκεκριμένη μονάδα. Αναρωτιέται επίσης κανείς με ποια ακριβώς κριτήρια και λογική επιλέχθηκε η «σύγχρονη μονάδα φυσικού αερίου» που θα κατασκευαστεί από ιδιώτη ως «εμβληματική» για την περιοχή τη στιγμή που θα δημιουργήσει κατά μέγιστο μόλις 50 μόνιμες θέσεις εργασίας από μια επένδυση 400 εκ. ευρώ χωρίς καν να παρατίθεται εκτίμηση για τη συνεισφορά της συγκεκριμένης επένδυσης στο τοπικό ΑΕΠ.

Σε ό,τι αφορά δε το ζήτημα της θέρμανσης των πολιτών της Δ. Μακεδονίας, το ορυκτό αέριο παρουσιάζεται ατεκμηρίωτα ως μονόδρομος εδώ και καιρό, χωρίς παράλληλα να ξεδιπλώνεται καθαρά το ακριβές σχέδιο. Από τα στοιχεία που παρατίθενται στο Master Plan όμως γίνεται κατανοητό ότι η νέα μονάδα ΣΗΘΥΑ ορυκτού αερίου δεν θα είναι επαρκής για την κάλυψη των αναγκών θέρμανσης. Έτσι αφήνεται να εννοηθεί ότι θα χρειαστεί συμπληρωματική πηγή που ενδεχομένως προορίζεται να είναι η Πτολεμαΐδα 5 η οποία, σύμφωνα με το Master Plan θα μετατραπεί σε μονάδα ορυκτού αερίου μετά το 2028. Θα περίμενε κανείς ένα σχέδιο που προορίζεται να κατατεθεί προς έγκριση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, να συνοδεύεται από μια τεχνικο-οικονομική τεκμηρίωση της συγκεκριμένης επιλογής για τη θέρμανση έναντι άλλων (π.χ. αντλίες θερμότητας, μονάδες βιομάζας, βιοαερίου, αυτόνομων συστημάτων θέρμανσης για κατοικίες ή για ενεργειακές κοινότητες κλπ) λαμβάνοντας επίσης υπόψη και τη βιωσιμότητα της όποιας λύσης σε βάθος χρόνου.

Ανεξαρτήτως άλλων παραμέτρων, με τέτοιες επιλογές το Master Plan δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε «πράσινο», ούτε συμβατό με το πνεύμα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και του πανευρωπαϊκού στόχου για κλιματική ουδετερότητα το 2050. Όμως τα προβλήματα των επιλογών αυτών δεν σταματούν εδώ.

Αν στην υπό εγκατάσταση ισχύ των παραπάνω από 1500 MW ορυκτού αερίου στη Δ. Μακεδονία προστεθούν τα 826 MW της υπό κατασκευής μονάδας σε άλλη περιοχή της χώρας, τότε το άθροισμα υπερβαίνει τα 2300 ΜW ξεπερνώντας ήδη τα 2100 νέων ΜW ορυκτού αερίου που προβλέπει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) ως το 2030. Τονίζεται ότι η συμβατότητα των σχεδίων μετάβασης με το ΕΣΕΚ είναι μία από τις βασικές προϋποθέσεις για την εκταμίευση πόρων από το ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, που αποτελεί τη βασική πηγή χρηματοδότησης της μετάβασης των λιγνιτικών περιοχών. Κατά συνέπεια τίθεται εν αμφιβόλω η έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή των αντίστοιχων Εδαφικών Σχεδίων Μετάβασης και η ίδια η χρηματοδότηση από το ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης.

Επιπλέον, με βάση τις θέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και του Συμβουλίων των Υπουργών με τις οποίες οι δύο αυτοί θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα προσέλθουν στις τριμερείς διαπραγματεύσεις για τον νέο Κανονισμό του ευρωπαϊκού Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης τις επόμενες μέρες, οι επενδύσεις σε νέες μονάδες ορυκτού αερίου δεν θα είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση από το εν λόγω Ταμείο. Το ίδιο ισχύει από το 2021 και για την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων με βάση τη νέα πολιτική της γραμμή που ευθυγραμμίζεται με την επίτευξη του κεντρικού στόχου της κλιματικής ουδετερότητας, ο οποίος οδεύει πλέον σε θεσμική κατοχύρωση μέσω του ευρωπαϊκού κλιματικού νόμου με τη στήριξη και της Ελλάδας. Ούτε όμως ο νέος Κανονισμός σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου για τη διευκόλυνση των βιώσιμων επενδύσεων (Sustainable Taxonomy Regulation) θεωρεί βιώσιμες επενδύσεις σε νέες μονάδες καύσης ορυκτού αερίου. Επομένως η χρηματοδότηση τέτοιων μονάδων από ευρωπαϊκούς πόρους που θα εντάσσονται στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η οποία αποτελεί πλέον στρατηγική επιλογή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν θα είναι εφικτή. 

Οι επιλογές που θα γίνουν μέσα στους επόμενους μήνες θα δεσμεύσουν πολύ σημαντικούς πόρους για επενδύσεις στη Δ. Μακεδονία. Πρέπει επομένως αυτές να είναι μακροχρόνια βιώσιμες. Διαφορετικά, λίγα χρόνια αργότερα, όταν η εξέλιξη της ευρωπαϊκής κλιματικής και περιβαλλοντικής πολιτικής αλλά και η ίδια η αγορά, το επιβάλλουν, θα ανακύψουν νέα προβλήματα βιωσιμότητας σαν αυτά του λιγνίτη, οδηγώντας σε νέα αδιέξοδα και υποδομές σε αχρηστία. Οι πολίτες της Δυτικής Μακεδονίας αξίζουν καλύτερα.

Η κυβέρνηση οφείλει να διορθώσει τα λάθη του προσχεδίου του Master Plan και να παρουσιάσει προς εκτενή διαβούλευση ένα σχέδιο πραγματικά βιώσιμης ενεργειακής μετάβασης για τη Δυτική Μακεδονία με κεντρικούς άξονες την εξοικονόμηση ενέργειας και τις τεχνολογίες αποθήκευσης οι οποίοι, αν μη τι άλλο, υπο-αξιοποιούνται στο υπάρχον σχέδιο.