Ξεκίνησε η πρώτη μεγάλη μάχη για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία

Ανάλυση του Nίκου Μάντζαρη για τα σημεία σύγκλισης και απόκλισης στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης (Just Transition Fund)

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο energypress στις 14.5.2020 με τον τίτλο:

«Ξεκίνησε η πρώτη μεγάλη μάχη για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία»

Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο:

Σε αυτή τη δύσκολη περίοδο που διανύει η ανθρωπότητα, δεν είναι λίγες οι φωνές στην Ευρώπη που ισχυρίζονται ότι η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, το πλέον φιλόδοξο πακέτο ευρωπαϊκής πολιτικής, πρέπει να μπει σε δεύτερη μοίρα εξαιτίας της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης λόγω κορωνοϊού. Ωστόσο η πλειοψηφία δείχνει αποφασισμένη να προχωρήσει σε κρίσιμες αποφάσεις που στόχο έχουν να καταστήσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια της παγκόσμιας κλιματικής σκηνής, ενισχύοντας ταυτόχρονα την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της.

Την Τρίτη 12 Μαΐου παρουσιάστηκε η πρόταση της Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (REGI) για το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης (ΤΔΜ), σηματοδοτώντας έτσι το εναρκτήριο «λάκτισμα» της πρώτης μεγάλης πολιτικής αναμέτρησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο μετά την κορύφωση της κρίσης του κορωνοϊού.

Η REGI χειρίζεται τον φάκελο του σχετικού Κανονισμού εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ο εισηγητής Μ. Κεφαλογιάννης από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα παρουσίασε την εισήγησή του πάνω στην αρχική πρόταση που κατατέθηκε τον Ιανουάριο του 2020 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Επιπλέον έχουν υποβάλλει τις γνωμοδοτήσεις τους και άλλες έξι Επιτροπές του Ευρωκοινοβουλίου, ενώ αναμένονται οι θέσεις μίας επιπλέον. Παράλληλα έχει ξεκινήσει η επεξεργασία του φακέλου από τις τεχνικές ομάδες που στηρίζουν το Συμβούλιο των υπουργών των 27 κρατών μελών της ΕΕ.

Το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης προορίζεται να καλύψει τις ανάγκες μετασχηματισμού των τοπικών οικονομιών των βιομηχανικών περιφερειών της ΕΕ-27 που εκπέμπουν αέρια του θερμοκηπίου πολύ πάνω του μέσου όρου. Πρόκειται για τον πρώτο πυλώνα του πακέτου της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας που φιλοδοξεί να στρέψει όλους τους τομείς της Ευρωπαϊκής οικονομίας σε μια κατεύθυνση συμβατή με την επίτευξη του κορυφαίου στόχου της κλιματικής ουδετερότητας.

Από τη συζήτηση που έγινε στη REGI αλλά και από τις έως τώρα γνωμοδοτήσεις των Επιτροπών φαίνεται να επιτυγχάνεται μια ευρεία συμφωνία γύρω από δύο κομβικά ζητήματα.

Πρώτον, το μέγεθος των €7,5 δις του Ταμείου που πρότεινε αρχικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν θεωρείται επαρκές για να καλύψει τις ανάγκες της μετάβασης για τόσο μεγάλο αριθμό Περιφερειών. Η REGI στην εισήγησή της πρότεινε συνολικό ύψος €17,88 δις, η Επιτροπή Προϋπολογισμού (BUDG) και η Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας (ITRE) €18,75 δις, ενώ οι ομάδες των Πράσινων και της Ευρωπαϊκής Αριστεράς πρότειναν το ποσό των €30 δις για τη χρηματοδοτική περίοδο 2021-2027. Από την άλλη μεριά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που πρότεινε το περιορισμένο ποσό των €7,5 δις, φαίνεται να αφήνει μια χαραμάδα για αύξηση του ποσού παρά τις αβεβαιότητες που σχετίζονται με την ανάκαμψη από τον κορωνοϊό και την οριστικοποίηση του ύψους ολόκληρου του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 2021-2027.

Δεύτερον, πρακτικά το σύνολο των πολιτικών ομάδων στο Ευρωκοινοβούλιο αλλά και των Επιτροπών του φαίνεται να συμφωνούν στο ότι ο Κανονισμός δεν θα πρέπει να επιβάλλει τη χρήση πόρων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) ως προϋπόθεση για την πρόσβαση στο ΤΔΜ, αλλά η χρήση αυτών των πόρων για έργα Δίκαιης Μετάβασης να είναι αμιγώς εθελοντική. Αντίθετα, άκαμπτη εμφανίζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην αρχική της θέση για αναγκαστική συμπληρωματικότητα των πόρων του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης με πόρους του ΕΤΠΑ και του ΕΚΤ. Διχασμός διαφαίνεται γύρω από αυτό το θέμα και στο Συμβούλιο καθώς στις αρχικές τους τοποθετήσεις, κάποια από τα οικονομικά εύρωστα κράτη-μέλη τάσσονται υπέρ της διατήρησης της αναγκαστικής συμπληρωματικότητας, ενώ πολλά από τα πιο αδύναμα ζητούν μεγαλύτερη ευελιξία στη χρήση των πόρων του ΤΔΜ και ανεξαρτησία από την χρήση των άλλων ταμείων της πολιτικής συνοχής.

Πεδίο μεγάλης και πολύ-επίπεδης πολιτικής αντιπαράθεσης αναμένεται να αποτελέσει η εξαίρεση όλων των επενδύσεων σε ορυκτά καύσιμα από το ΤΔΜ. Η αρχική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποκλείει ολοσχερώς κάθε επένδυση σε υποδομές ορυκτών καυσίμων. Στη θέση αυτή φαίνεται να επιμένει η Επιτροπή και στην αρχική φάση των διαπραγματεύσεων βασιζόμενη κυρίως στο επιχείρημα ότι υπάρχουν άλλοι πόροι για τέτοιου είδους επενδύσεις. Πράσινοι και Ομάδα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς συμπλέουν με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με κεντρικό επιχείρημα όμως ότι οι επενδύσεις σε υποδομές ορυκτών καυσίμων είναι ασύμβατες με τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας. Στην απέναντι όχθη βρίσκονται τα ανατολικά Κράτη Μέλη κυρίως,  τα οποία ζητούν έντονα να αποκτήσουν τη δυνατότητα χρήσης (και) του ΤΔΜ για κατασκευή μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το ορυκτό αέριο. Υποστήριξη σε αυτή τη θέση παρέχει η αρχική εισήγηση της REGI που προτείνει την πλήρη απάλειψη της εξαίρεσης επενδύσεων σε ορυκτά καύσιμα αλλά και oι Επιτροπές Περιβάλλοντος (ENVI) και Ενέργειας (ITRE) οι οποίες ζητούν τον αποκλεισμό μόνο των μονάδων καύσης που βασίζονται σε στερεά ορυκτά καύσιμα (λιγνίτης, λιθάνθρακας) από τους σκοπούς του Ταμείου.

Η φιλοδοξία της κλιματικής πολιτικής χωρίζει και πάλι την Ευρώπη σε Ανατολή και Δύση ακόμα και σε ό,τι αφορά το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης. Τα περισσότερα προοδευτικά Κράτη Μέλη αλλά και η Επιτροπή Γεωργίας του Ευρωκοινοβουλίου (AGRI) ζητούν να αποτελέσει προϋπόθεση για πρόσβαση στο Ταμείο η δέσμευση όλων των κρατών μελών τόσο για κλιματική ουδετερότητα το 2050 όσο και για φιλόδοξους στόχους μείωσης εκπομπών το 2030. Φωτογραφίζεται έτσι η Πολωνία που εξακολουθεί να παραμένει το μόνο κράτος μέλος της ΕΕ-27 που δεν έχει υιοθετήσει τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας, αλλά και άλλα κράτη μέλη όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία ή η Ουγγαρία που επιθυμούν χρήση του ΤΔΜ για επενδύσεις οι οποίες καταφανώς δεν συνάδουν με τους στόχους της κλιματικής ουδετερότητας.

Θολό παραμένει ακόμα το τοπίο σε σχέση με το πιο επίμαχο ίσως στοιχείο του Κανονισμού, τον τρόπο δηλαδή που θα κατανεμηθούν οι πόροι του ΤΔΜ στα Κράτη Μέλη. Οι περισσότερες Επιτροπές του Ευρωκοινοβουλίου αλλά και η Κροατική προεδρία του Συμβουλίου δεν άγγιξαν το ζήτημα των κριτηρίων, ενώ οι περισσότεροι ευρωβουλευτές από όλες τις πολιτικές ομάδες κρατούν κλειστά τα χαρτιά τους. Εξαίρεση αποτέλεσε ο εισηγητής της ENVI που πρότεινε αλλαγές στα κριτήρια οι οποίες είχαν σχεδόν αποκλειστικό στόχο να ευνοήσουν ακόμα περισσότερο την Πολωνία αυξάνοντας το μερίδιο που θα λάβει από 26,7% σε 32% του ΤΔΜ. Η ITRE κινήθηκε σε παρόμοιο μήκος κύματος προτείνοντας αύξηση του συντελεστή βαρύτητας σε κριτήρια τα οποία ωφελούν την Πολωνία. Σαφώς ευρύτερη ήταν η στόχευση των τροπολογιών που πρότεινε ο εισηγητής της REGI σχετικά με τα κριτήρια κατανομής των πόρων του ΤΔΜ. Η κεντρική φιλοσοφία των προτεινόμενων αλλαγών είναι η ενίσχυση των λιγνιτικών περιφερειών της ΕΕ αλλά και των κρατών μελών που έχουν αναλάβει φιλόδοξες και εμπροσθοβαρείς δεσμεύσεις για την απεξάρτησή τους από τον λιγνίτη και τον λιθάνθρακα.

Ο δρόμος για την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης ανάμεσα στους τρεις θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπεται δαιδαλώδης με τους περισσότερους να τοποθετούν την επίτευξη συμφωνίας προς το τέλος του χρόνου.

Είναι απολύτως βέβαιο ότι τα €7,5 δις δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες των 31 περιφερειών όπου εξορύσσεται λιγνίτης και λιθάνθρακας στην ΕΕ-27, πολλώ δε μάλλον των πολύ περισσότερων περιφερειών με άλλες βιομηχανικές δραστηριότητες υψηλής έντασης άνθρακα που περιλαμβάνονται στους σκοπούς του Ταμείου. Είναι επίσης σαφές ότι τα κριτήρια που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ανεπαρκή και άδικα. Πρέπει να τροποποιηθούν ώστε να λάβουν υπόψη την ταχύτητα της απεξάρτησης από τον λιγνίτη και τον λιθάνθρακα για την οποία δεσμεύονται τα κράτη μέλη στα Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα, αλλά και τον βαθμό εξάρτησης των τοπικών οικονομιών από τη λιγνιτική δραστηριότητα. Οτιδήποτε λιγότερο θα ήταν τουλάχιστον άδικο και θα διακινδύνευε την αποτυχία ολόκληρου του εγχειρήματος της μετάβασης της Ευρώπης σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία.

Καθήκον όλων μας λοιπόν είναι να θυμίσουμε σε όσους μετέχουν στη διαπραγμάτευση για το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης ότι στο τέλος της διαδρομής βρίσκονται άνθρωποι και τοπικές κοινωνίες οι οποίες, πέρα από την κοινή για όλους μας οικονομική κρίση λόγω πανδημίας, θα έχουν να αντιμετωπίσουν και εκρηκτικά προβλήματα ανεργίας λόγω της αναντίστρεπτης κατάρρευσης της λιγνιτικής παραγωγής.