Απαιτείται άμεση αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα

Άρθρο γνώμης του Νίκου Μάντζαρη που προσφέρει μια διαφορετική οπτική στους πρόσφατους πανηγυρισμούς του ΥΠΕΝ τόσο για τη μείωση των εκπομπών CO2 όσο και για το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 23 Μαΐου 2019 στο energypress.gr. Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:

Την τελευταία περίοδο η κυβέρνηση επιχειρεί να διαφημίσει τις επιδόσεις της στην ακολουθούμενη κλιματική και ενεργειακή πολιτική. Θα ήταν χαρά μας να συμφωνήσουμε αν κάτι τέτοιο ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Δυστυχώς όμως τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά.

Προ δύο εβδομάδων, το ΥΠΕΝ πανηγύριζε για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) το 2018 κατά 3,6% σε σχέση με το 2017, ως αποτέλεσμα της ακολουθούμενης πολιτικής. Η αναμφισβήτητα θετική αυτή εξέλιξη οφείλεται εν πολλοίς στη μείωση των εκπομπών CO2 από τη (με διαφορά) σημαντικότερη πηγή εκπομπών αερίων θερμοκηπίου της χώρας, δηλαδή τη λιγνιτική παραγωγή, η οποία από το 1990 ως σήμερα έχει συνεισφέρει παραπάνω από το 1/3 των συνολικών εκπομπών της Ελλάδας.  Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΕΣΕΔΕ, οι εκπομπές από τις 14 λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ μειώθηκαν από 25,6 Mt CO2 το 2017 σε 24,1 Mt CO2 το 2018, ήτοι 5,6%.

Ποια ακριβώς πολιτική όμως ακολούθησε το ΥΠΕΝ σε ό,τι αφορά τη λιγνιτική παραγωγή μεταξύ 2017 και 2018;

  • Επιχείρησε και εξακολουθεί να επιμένει στην πώληση του 36% του λιγνιτικού χαροφυλακίου της ΔΕΗ διαιωνίζοντας έτσι το λιγνιτικό μοντέλο ηλεκτροπαραγωγής στη χώρα,
  • κατάρτισε το ΕΣΕΚ το οποίο προβλέπει συνέχιση της χρήσης λιγνίτη ως τουλάχιστον το 2040,
  • συνέχισε και συνεχίζει την κατασκευή της νέας λιγνιτικής μονάδας «Πτολεμαΐδα 5», παρά τα αναντίστρεπτα αρνητικά οικονομικά της δεδομένα
  • εξακολουθεί να προσπαθεί να πετύχει την παράταση της λειτουργίας των ΑΗΣ Αμυνταίου και Καρδιάς (42% της λιγνιτικής ισχύος της χώρας) πέρα από τις ώρες που επιβάλλει η ευρωπαϊκή νομοθεσία και παρά την κατηγορηματικά αρνητική γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
  • αγωνίστηκε και αγωνίζεται να εξασφαλίσει γενναίες επιδοτήσεις στον λιγνίτη μέσω του Μηχανισμού Διασφάλισης Ισχύος, προσπαθώντας μάλιστα να εκμεταλλευτεί παραθυράκια στον νέο ευρωπαϊκό Κανονισμό Λειτουργίας της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, ενώ
  • ως τον Φεβρουάριο του 2017 επιχείρησε ανεπιτυχώς να λάβουν οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ δωρεάν δικαιώματα εκπομπών CO2 στο πλαίσιο της αναθεώρησης της οδηγίας για το χρηματιστήριο ρύπων.

Όμως η παρατηρούμενη μείωση της λιγνιτικής παραγωγής κατά 5,6% μεταξύ 2017 και 2018 οφείλεται στην εκτόξευση των τιμών CO2 σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ είναι αναγκασμένες να πληρώνουν για κάθε τόνο CO2 που εκπέμπουν, καθώς και στις ολοένα πιο ανταγωνιστικές τιμές των ΑΠΕ.

Επομένως η μείωση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου της χώρας δεν συνέβη λόγω των προσπαθειών της κυβέρνησης. Συνέβη παρά τις προσπάθειές της προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Η πιο πρόσφατη απόπειρα διαφήμισης του ΥΠΕΝ αφορά στην έκθεση για τα Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28 (ΕΕ-28) που εκπόνησαν το Ecologic Institute της Γερμανίας και η βρετανική εταιρία συμβούλων Climact για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για το Κλίμα (European Climate Foundation).

Η Ελλάδα όντως κατατάχτηκε τρίτη ανάμεσα στις 28 χώρες, όπως με ενθουσιασμό ανακοίνωσε το ΥΠΕΝ. Όμως η υψηλή τελική της βαθμολογία δεν οφειλόταν διόλου στη φιλοδοξία των στόχων του ΕΣΕΚ ή στον «πρωταγωνιστικό ρόλο στη διεθνή προσπάθεια για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής» που έχει η Ελλάδα σύμφωνα με τον κ. Σταθάκη. Στη συγκεκριμένη κατηγορία της φιλοδοξίας των στόχων βαθμολογήθηκε με μόλις 3.1/45, πράγμα που την κατατάσσει μόλις στη 19η θέση. Η χαμηλή κατάταξη στην κατηγορία αυτή δε, είναι απολύτως φυσιολογική αν αναλογιστεί κανείς ότι το ΕΣΕΚ της Ελλάδας διατηρεί πολύ υψηλή συμμετοχή ορυκτών καυσίμων στο ενεργειακό μίγμα και ειδικότερα λιγνίτη, την ίδια στιγμή που η μία μετά την άλλη οι χώρες της ΕΕ-28 δεσμεύονται για πλήρη απεξάρτηση από το πιο ρυπογόνο καύσιμο στον πλανήτη μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Το ελληνικό ΕΣΕΚ με 65% συνολικό μερίδιο ορυκτών καυσίμων (λιγνίτης, φυσικό αέριο και πετρέλαιο) το 2040 βρίσκεται εντελώς εκτός οποιασδήποτε σχετικής συζήτησης στην Ευρώπη σήμερα. Το Ευρωκοινοβούλιο έχει ήδη τοποθετηθεί υπέρ των μηδενικών καθαρών εκπομπών ως το 2050. Την άποψη αυτή συμμερίζονται και οι υποψήφιοι Πρόεδροι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και από τις πέντε μεγαλύτερες πολιτικές ομάδες. Στον τρίτο θεσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο, τι στάση άραγε θα υιοθετήσει η ελληνική κυβέρνηση;

Η σχετικά υψηλή βαθμολογία της Ελλάδας στη συγκεκριμένη έκθεση οφειλόταν στην αναλυτική περιγραφή των μέτρων πολιτικής που θα εφαρμόσει για να πετύχει αυτούς τους χαμηλής φιλοδοξίας στόχους, όπως άλλωστε εξήγησαν και τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι από τις 28 χώρες της ΕΕ μόλις μία (η Ισπανία) ξεπέρασε τη βάση συγκεντρώνοντας βαθμολογία 53/100. Επομένως το κεντρικό μήνυμα της έκθεσης είναι η ανάγκη αναθεώρησης όλων των ΕΣΕΚ προκειμένου να ευθυγραμμιστούν με τους ευρωπαϊκούς κλιματικούς στόχους.

Στην ίδια ανακοίνωση ο κ. Σταθάκης επιχειρεί επίσης να συνδέσει την ευνοϊκή (κατά τη γνώμη του) κριτική για το ΕΣΕΚ με την επιτυχία (κατά τη γνώμη του) της διατήρησης των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας σε χαμηλά επίπεδα συγκριτικά με τις τιμές στην Ευρώπη.

Όμως το ΕΣΕΚ δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τις σημερινές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας καθώς το ΕΣΕΚ αφορά τον σχεδιασμό για το μέλλον ενώ οι σημερινές τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας είναι αποτέλεσμα αποφάσεων και επιλογών που λήφθηκαν έως σήμερα.

Αλλά και επί της ουσίας ο κ. Σταθάκης κάνει επιλεκτική ανάγνωση των αριθμών για να ωραιοποιήσει την κατάσταση. Όπως αναφέρει και στη σχετική ανακοίνωσή της η ίδια η Eurostat, η ουσιώδης σύγκριση τιμών ηλεκτρικής ενέργειας ανάμεσα σε κράτη μέλη και ευρωπαϊκούς μέσους όρους γίνεται με βάση την αγοραστική δύναμη των χωρών (Power Purchase Standards) και όχι τις απόλυτες τιμές σε ευρώ. Κι εκεί η σύγκριση δεν ευνοεί τον κ. Σταθάκη καθώς οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας συμπεριλαμβανομένων όλων των χρεώσεων και φόρων στην Ελλάδα ξεπέρασαν τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο (ΕΕ-28) κατά το πρώτο εξάμηνο του 2014 και αυτή η τάση συνεχίζεται ως σήμερα. Με άλλα λόγια από το 2014 ο Έλληνας πολίτης πληρώνει -αναλογικά με την αγοραστική του δύναμη- περισσότερα από ότι ο μέσος πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28 για ηλεκτρική ενέργεια.

Αν μάλιστα η κυβέρνηση επιμείνει στο ΕΣΕΚ το οποίο κατέθεσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Ιανουάριο του 2019, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας προβλέπεται να αυξηθούν λόγω κυρίως της επιμονής στον λιγνίτη ακόμα και μετά το 2030.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το κόστος των εκπομπών των ελληνικών λιγνιτικών σταθμών το 2018 (χρονιά με μία από τις χαμηλότερες ιστορικά παραγωγές ηλεκτρισμού από λιγνίτη) με σημερινές τιμές CO2  (27€/τόνο) θα άγγιζε τα €650 εκ. Επιπλέον, αν ακολουθηθεί το ΕΣΕΚ το οποίο διατηρεί το 2030 το 70% της σημερινής λιγνιτικής ισχύος με συμμετοχή 17% του λιγνίτη στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής, το κόστος CO2 προβλέπεται να επιβαρύνει με €500 εκ. τη λιγνιτική κιλοβατώρα μόνο για εκείνη τη χρονιά. Για δε ολόκληρη την περίοδο ως το 2030,  ακόμα και με τις ιδιαίτερα συντηρητικές εκτιμήσεις που κάνει το ελληνικό ΕΣΕΚ για την εξέλιξη των τιμών του CO2, η σχετική επιβάρυνση προβλέπεται να ξεπεράσει τα €5 δις. Δεν είναι άλλωστε διόλου τυχαίο ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο που βλέπουν οι επίδοξοι αγοραστές των προς πώληση μονάδων είναι το κόστος του CO2, το οποίο και για τις τρεις μονάδες προβλέπεται (από την ίδια τη ΔΕΗ) να είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος καυσίμου.

Επομένως γίνεται σαφές ότι το ελληνικό ΕΣΕΚ όχι μόνο δεν σχετίζεται με τις χαμηλές τιμές που διαπιστώνει (μόνο) ο κ. Σταθάκης αλλά, αν τηρηθεί, θα οδηγήσει και σε πολύ σημαντική αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας την οποία βέβαια θα κληθούν να πληρώσουν τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις την επόμενη δεκαετία.

Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σήμερα θα επηρεάσουν καταλυτικά το ενεργειακό κόστος αύριο. Το ότι το κόστος νέων ΑΠΕ είναι χαμηλότερο από τα κόστη από αυτό των νέων λιγνιτικών μονάδων ήταν ήδη γνωστό εδώ και καιρό. Τώρα όμως και η ίδια η ΔΕΗ στο business plan για τις υφιστάμενες μονάδες της Μελίτης και της Μεγαλόπολης παραδέχεται πως το κόστος τους (64,7€/MWh και 70 €/MWh αντίστοιχα) θα είναι υψηλότερο από αυτό που καταγράφεται στις πρόσφατες δημοπρασίες ΑΠΕ, κάτι που άλλωστε έχουν ρητά προβλέψει πως θα ισχύει στις περισσότερες περιοχές του κόσμου αναλυτές της McKinsey, της Lazard, του Bloomberg NEF κλπ.

Είναι επομένως απολύτως προφανές ότι πρέπει να αναθεωρηθεί το ελληνικό ΕΣΕΚ θέτοντας πολύ πιο φιλόδοξους στόχους διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα ως το 2030 και έχοντας ως κορυφαία προτεραιότητα, τη θέσπιση συγκεκριμένης ημερομηνίας πλήρους απεξάρτησης από τον λιγνίτη, το αργότερο ως το 2030.

Μπορείτε να διαβάσετε τα αναλυτικά σχόλια που κατέθεσε το Green Tank στη διαβούλευση για το σχέδιο ΕΣΕΚ εδώ.

*του Νίκου Μάντζαρη, αναλυτή πολιτικής για την ενέργεια και το κλίμα στο Green Tank