Κλιματικά ουδέτερη ηλεκτροπαραγωγή ως το 2035;

Με αφορμή τη δέσμευση της Γερμανίας για μηδενισμό των εκπομπών του τομέα ηλεκτροπαραγωγής ως το 2035 ο Νίκος Μάντζαρης αναλύει τις προοπτικές για παρόμοιες δεσμεύσεις από την Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο energypress με τίτλο “Κλιματικά ουδέτερη ηλεκτροπαραγωγή ως το 2035;” στις 17/01/2022. Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:

Κλιματικά ουδέτερη ηλεκτροπαραγωγή ως το 2035;

Το νέο κλιματικό και ενεργειακό πρόγραμμα της Γερμανίας παρουσίασε ο υπουργός οικονομικών και κλιματικής δράσης της Γερμανικής Κυβέρνησης Robert Habeck στις 11 Ιανουαρίου. O Πράσινος υπουργός και αντικαγκελάριος εξειδίκευσε πολλά από τα όσα συμπεριλαμβάνονταν στο κείμενο της συμφωνίας Σοσιαλιστών, Πράσινων και Φιλελεύθερων για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης στη Γερμανία το οποίο είδε το φως της δημοσιότητας τον περασμένο Οκτώβριο.

Το πραγματικό νέο όμως που προέκυψε από την παρουσίαση του Habeck ήταν η δέσμευση της Γερμανίας για μηδενισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής ως το 2035. H δέσμευση αυτή μάλιστα συνοδευόταν από ρητή αναφορά στις παραινέσεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας προς όλες τις ανεπτυγμένες χώρες να δεσμευτούν για κλιματικά ουδέτερη ηλεκτροπαραγωγή ως τα μέσα της επόμενης δεκαετίας προκειμένου να διατηρηθούν ζωντανές οι ελπίδες για συγκράτηση της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5οC σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.

Η Γερμανία γίνεται έτσι η τέταρτη χώρα στον κόσμο μετά τις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο, που δεσμεύεται για ένα κλιματικά ουδέτερο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής ως τα μισά της επόμενης δεκαετίας. Η πρωτοπορία όμως της Γερμανίας, σε σχέση με τις άλλες τρεις χώρες, έγκειται στο γεγονός ότι θα πετύχει τον στόχο αυτόν χωρίς πυρηνική ενέργεια, αφού τα τελευταία τρία πυρηνικά της εργοστάσια θα κλείσουν ως το τέλος του 2022.

Πρόκειται για μια εντυπωσιακή στροφή στη Γερμανική ενεργειακή πολιτική αν αναλογιστεί κανείς ότι έως λίγους μήνες πριν η χώρα, εκτός από το κλείσιμο όλων των πυρηνικών σταθμών ως το 2022,  δεσμευόταν για απεξάρτηση μόνο από τα στερεά ορυκτά καύσιμα (λιγνίτη και λιθάνθρακα), κι αυτή το μακρινό 2038. Η είσοδος όμως των Πράσινων στη συγκυβέρνηση λειτούργησε ως καταλύτης για τον προγραμματισμό της απεξάρτησης της μεγαλύτερης οικονομίας της ηπείρου και από το ορυκτό αέριο μέσα στα επόμενα 13 χρόνια.

Ο ρόλος του υδρογόνου

Το Γερμανικό σχέδιο βασίζεται σε τρεις πυλώνες: την απεξάρτηση από λιγνίτη και λιθάνθρακα ως το 2030, τη συμμετοχή των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) κατά 80% στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής επίσης ως το 2030, και τη σταδιακή υποκατάσταση του ορυκτού αερίου από πράσινο υδρογόνο ως το 2035.

Λόγω αυτού του κομβικού ρόλου που καλείται να παίξει το πράσινο υδρογόνο ως καύσιμο υποκατάστασης του αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, είναι σχεδόν βέβαιο ότι όποιες καινούργιες μονάδες ορυκτού αερίου απαιτηθούν για την ενεργειακή μετάβαση της Γερμανίας θα είναι συμβατές με τους νέους κανόνες της Πράσινης Ταξινομίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διαρροή του τελευταίου κειμένου της σχετικής πράξης εξουσιοδότησης της Κομισιόν, προκειμένου οι νέες μονάδες ορυκτού αερίου να πάρουν την πράσινη «σφραγίδα», πρέπει να αξιοποιούν στο μίγμα καυσίμου ανανεώσιμα αέρια (όπως το πράσινο υδρογόνο) ή αέρια χαμηλού άνθρακα κατά 30% ως το 2026 και κατά 55% ως το 2030.

Παράλληλα, ο διπλασιασμός της παραγωγής πράσινου υδρογόνου από τη Γερμανία σε σχέση με προηγούμενα σχέδια που ανακοίνωσε ο αντικαγκελάριος Habeck, γεννά βάσιμες ελπίδες ότι οι τεχνολογίες παραγωγής πράσινου υδρογόνου θα γνωρίσουν μεγάλη πρόοδο μέσα στα επόμενα χρόνια. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε δραστική μείωση του κόστους παραγωγής, παρόμοια με αυτή των φωτοβολταϊκών την προηγούμενη δεκαετία, στην οποία και πάλι πρωταγωνίστρια ήταν η Γερμανία. Η αύξηση αυτή, όμως, της ανταγωνιστικότητας του πράσινου υδρογόνου έναντι άλλων καυσίμων θα συμβάλλει καθοριστικά στην απανθρακοποίηση και άλλων τομέων της οικονομίας, όπως η βιομηχανία. Το αποτέλεσμα θα είναι η επιτάχυνση της πορείας της Ευρωπαϊκής οικονομίας συνολικά προς την κλιματική ουδετερότητα. Επομένως, η δέσμευση για πλήρη υποκατάσταση του ορυκτού αερίου από πράσινο υδρογόνο στην ηλεκτροπαραγωγή ως το 2035 από τη Γερμανία ενδέχεται να έχει πολύπλευρες ευεργετικές συνέπειες για ολόκληρη την Ευρώπη.

Οι κλιματικές επιδόσεις στον τομέα ηλεκτροπαραγωγής στην Ευρώπη

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι, όμως, για τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να φτάσουν σε ένα κλιματικά ουδέτερο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής ως το μέσον της επόμενης δεκαετίας;

Ως μια αρχική προσέγγιση στο πολυπαραμετρικό αυτό ερώτημα αξιοποιήθηκαν τα επίσημα δεδομένα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΕΣΕΔΕ) για τις εκπομπές του τομέα ηλεκτροπαραγωγής. Τα δεδομένα αυτά παρουσιάζονται στα ακόλουθα διαγράμματα για τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ηνωμένο Βασίλειο ως ποσοστά των εκπομπών του τομέα κατά το έτος αναφοράς (2005 ή 2007 για τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία ή 2013 για την Κροατία). Επιπλέον, σε κάθε διάγραμμα παρουσιάζονται οι ευθείες που οδηγούν σε ένα κλιματικά ουδέτερο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής το 2035 για κάθε χώρα ξεκινώντας από το έτος αναφοράς (μπλε γραμμές), καθώς και οι προεκβολές των πραγματικών δεδομένων 2005-2020 ως το 2035, οι οποίες υπολογίστηκαν από την εφαρμογή της μεθόδου γραμμικής παλινδρόμησης (διακεκομμένες γραμμές).

Κόκκινες γραμμές και σύμβολα: Εκπομπές του τομέα ηλεκτροπαραγωγής των χωρών της ΕΕ-27 και του Ηνωμένου Βασιλείου, κανονικοποιημένες ως προς τις εκπομπές του έτους αναφοράς (2005 ή 2007 για τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία ή 2013 για την Κροατία)· Μπλε γραμμές: Ευθείες που οδηγούν σε μηδενικές εκπομπές το 2035 ξεκινώντας από το έτος αναφοράς· Διακεκομμένες γραμμές: Ευθείες που προκύπτουν από ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης των δεδομένων εκπομπών των χωρών.  Πηγή: ΕΣΕΔΕ, Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος. 

Από τα διαγράμματα φαίνεται ότι η Ελλάδα είναι μία από τις μόλις επτά χώρες ανάμεσα στα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ηνωμένο Βασίλειο της οποίας οι εκπομπές του τομέα ηλεκτροπαραγωγής ικανοποιούν ταυτόχρονα τις εξής τρεις συνθήκες:

  1. Το 2020 ήταν κάτω από το 40% των εκπομπών του 2005·
  2. Για τουλάχιστον το 2019 και το 2020, οι εκπομπές ήταν κάτω από την τροχιά που οδηγεί στον μηδενισμό των εκπομπών του τομέα το 2035 (μπλε γραμμή)·
  3. Η προεκβολή γραμμικής παλινδρόμησης (διακεκομμένη γραμμή) των δεδομένων εκπομπών οδηγεί σε μηδενικές εκπομπές του τομέα πριν το 2035. 

Οι άλλες έξι χώρες που πληρούν ταυτόχρονα τα ίδια τρία κριτήρια και βρίσκονται συνεπώς σε καλό δρόμο για να μηδενίσουν τις εκπομπές της ηλεκτροπαραγωγής ως το 2035, είναι η Αυστρία, η Δανία, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι αξιοσημείωτο ότι, με βάση τις ως τώρα επιδόσεις της, η Γερμανία βρίσκεται αρκετά μακριά από τη δέσμευση του αντικαγκελάριου Habeck για μηδενισμό των εκπομπών της ηλεκτροπαραγωγής ως το 2035, ενδεικτικό του μεγέθους της πρόκλησης που θα αντιμετωπίσει η μεγαλύτερη οικονομία της ηπείρου στην προσπάθεια επίτευξης του νέου στόχου της.

Οι προοπτικές για την Ελλάδα

Για την Ελλάδα η ανάλυση αυτή δείχνει ότι ο μηδενισμός των εκπομπών στον τομέα ηλεκτροπαραγωγής ως το 2035 είναι εφικτός. Αν μάλιστα ακολουθηθούν οι τάσεις της περιόδου 2005-2020 και τα επόμενα χρόνια ο μηδενισμός εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί το 2034, ενώ αν ληφθούν υπόψη και οι προβλέψεις για τις εκπομπές του τομέα ηλεκτροπαραγωγής το 2021 (εκτιμάται ότι θα είναι 4,5% μεγαλύτερες από αυτές του 2020), η Ελλάδα θα φτάσει σε ένα κλιματικά ουδέτερο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής το 2033.

Το μονοπάτι αυτό, μάλιστα, είναι συμβατό με τις υφιστάμενες δεσμεύσεις της χώρας. Ειδικότερα, προκειμένου η χώρα να πετύχει τον συνολικό κλιματικό της στόχο για μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από όλους τους τομείς της οικονομίας κατά τουλάχιστον 55% το 2030 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, ο οποίος ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση κατά την παρουσίαση του εθνικού κλιματικού νόμου, θα απαιτηθεί δραστική μείωση των εκπομπών του τομέα ηλεκτροπαραγωγής στα επίπεδα των 5 εκ. τόνων CO2 ήδη από το 2030.

Τα στοιχεία, λοιπόν, δείχνουν ότι η δέσμευση για μηδενισμό των εκπομπών του τομέα ηλεκτροπαραγωγής της Ελλάδας ως το 2035 θα αποτελούσε μια ρεαλιστική προσθήκη στον εθνικό κλιματικό νόμο, αλλά και μια φυσική συνέχεια των κλιματικών δεσμεύσεων που έχει ήδη αναλάβει η χώρα για το 2030. Μία τέτοια δέσμευση σε επίπεδο κλιματικού νόμου, θα ενισχύσει  τη θέση της Ελλάδας στην κλιματική διπλωματία τοποθετώντας την αναμφισβήτητα ανάμεσα στις κλιματικά πρωτοπόρες χώρες της ηπείρου αλλά και ευρύτερα των χωρών του ΟΟΣΑ.