Σε μια ιστορική στιγμή για το ενεργειακό σύστημα της χώρας, η Ελλάδα κατόρθωσε να μειώσει την κατανάλωση ορυκτού αερίου και τις εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς το ηλεκτρικό της μίγμα βασίζεται όλο και περισσότερο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αυτή τη σημαντική μετατόπιση που καταγράφουν μηνιαίες αναλύσεις του Green Tank τόσο για την ηλεκτροπαραγωγή όσο και για την κατανάλωση και τις εισαγωγές ορυκτού αερίου σχολιάζει σε άρθρο του στην Καθημερινή ο Νίκος Μάντζαρης.
Με βάση τα τελευταία δεδομένα του ΑΔΜΗΕ για τον Οκτώβριο 2022, οι ΑΠΕ (κυρίως αιολική και ηλιακή ενέργεια) μαζί με τα μεγάλα υδροηλεκτρικά κάλυψαν το 47% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στο πρώτο δεκάμηνο του 2022, ξεπερνώντας για πρώτη φορά στην ιστορία την αθροιστική συνεισφορά λιγνίτη και ορυκτού αερίου (46%) την ίδια περίοδο. Την ίδια στιγμή, η χώρα παρουσιάζει μείωση στην κατανάλωση ορυκτού αερίου που αγγίζει το 18%. Ο Νίκος Μάντζαρης επισημαίνει τα οφέλη αυτής της μετατόπισης τόσο για το κόστος των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας όσο και για τη στροφή των πολιτών προς έργα αυτοπαραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Πρόκειται για μια εξέλιξη που μαζί με τη θετική της επίδραση για το κλίμα και το περιβάλλον, βρίσκεται σε αντίφαση με τα σενάρια επιστροφής στον λιγνίτη και τα σχέδια για νέες υποδομές αερίου.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο κυριακάτικο φύλλο της Καθημερινής, στις 04 Δεκεμβρίου 2022 και είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα της Καθημερινής.
Διαβάστε το εδώ:
Ήλιος, αέρας και νερό, τα νέα εθνικά μας «καύσιμα»
Είναι πλέον γεγονός ότι στους πρώτους δέκα μήνες του 2022 και οκτώ μήνες μετά την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Ελλάδα κατόρθωσε κάτι που φάνταζε ουτοπικό για την πλειονότητα των αναλυτών και του πολιτικού κόσμου της χώρας έως και λίγους μήνες πριν: να μειώσει δραστικά τόσο την κατανάλωση του ορυκτού αερίου (-18%), όσο και τις εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας (-20%), χωρίς ωστόσο να αυξήσει ουσιαστικά τη λιγνιτική της παραγωγή (+2% ή μόλις 0.09 TWh) συγκριτικά με την ίδια περίοδο του 2021, έτος κατά το οποίο η συνεισφορά του λιγνίτη βρέθηκε σε ιστορικό χαμηλό.
Το επίτευγμα αυτό γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακό αν συγκρίνει κανείς την Ελλάδα με την Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία στους πρώτους δέκα μήνες του 2022 είδε τη συνεισφορά του λιγνίτη και του λιθάνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή να αυξάνεται σε σχέση με το 2021 κατά 11%, και αυτή του ορυκτού αερίου κατά 7%, αυξήσεις που ήταν απαραίτητες ώστε να αντισταθμιστεί μερικώς η μεγάλη μείωση της πυρηνικής (-17%) και της υδροηλεκτρικής ενέργειας (-23%) στην Ευρώπη.
To «μυστικό» της επιτυχίας αυτής για την Ελλάδα δεν ήταν άλλο από την αύξηση στη διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Οι ΑΠΕ (κυρίως αιολική και ηλιακή ενέργεια) μαζί με τα μεγάλα υδροηλεκτρικά κάλυψαν το 47% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στο πρώτο δεκάμηνο του 2022, ξεπερνώντας για πρώτη φορά στην ιστορία την αθροιστική συνεισφορά λιγνίτη και ορυκτού αερίου (46%) την ίδια περίοδο. Μάλιστα, για πέντε ώρες στις 7 Οκτωβρίου 2022, οι ΑΠΕ κάλυψαν το 100% της ζήτησης στο ηπειρωτικό δίκτυο και τα διασυνδεδεμένα νησιά.
Η αυξημένη συμμετοχή των ΑΠΕ είχε επίσης ευεργετική επίδραση στους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας. Πρώτον, μειώνοντας τις ποσότητες του πανάκριβου ορυκτού αερίου που απαιτούνταν για την κάλυψη της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, οι ΑΠΕ εμπόδισαν την χονδρεμπορική τιμή να φτάσει σε ακόμα πιο δυσθεώρητα ύψη. Δεύτερον, οι ΑΠΕ ελάφρυναν άμεσα το δυσβάστακτο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας στη λιανική. Λόγω του πολύ χαμηλού κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, ο ειδικός λογαριασμός ΑΠΕ αλλά και ο προσωρινός μηχανισμός που επιβάλλει ανώτατο όριο (πλαφόν) στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από τον Ιούλιο του 2022, συνεισέφεραν, με μεγάλη διαφορά, τους περισσότερους πόρους από οποιαδήποτε άλλη τεχνολογία ηλεκτροπαραγωγής στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, το οποίο επιδοτεί τους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας των πολιτών και των επιχειρήσεων.
Εκτός όμως από τους μεγάλους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας, στις ΑΠΕ στρέφονται πλέον μαζικά πολίτες και επιχειρήσεις για να προστατευτούν από την εκτόξευση των τιμών. Όπως δείχνουν τα στοιχεία του ΔΕΔΔΗΕ, τον τελευταίο χρόνο οι αιτήσεις για έργα αυτοπαραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ μικρής κλίμακας μέσω των δύο μηχανισμών του ενεργειακού και του εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού αυξήθηκαν κατά 200% και 140%, αντίστοιχα.
Ωστόσο, η άποψη ότι οι ΑΠΕ αποτελούν την πιο ισχυρή άμυνα της χώρας απέναντι στην πρωτοφανή ενεργειακή κρίση ήταν εντελώς αντιδημοφιλής την περίοδο αμέσως μετά το ξέσπασμα του πολέμου. Τότε όλη η δημόσια συζήτηση επικεντρωνόταν στην «αναγκαιότητα» επανεκκίνησης όλων των λιγνιτικών μονάδων, ματαίωσης της απόφασης για απολιγνιτοποίηση και κατασκευής νέων υποδομών ορυκτού αερίου, προκειμένου να αντιμετωπίσει η χώρα την απειλή κλεισίματος της στρόφιγγας τροφοδοσίας με αέριο από τη Ρωσία.
Λίγους μήνες μετά (Σεπτέμβριο και Οκτώβριο) η Ελλάδα πρακτικά εκμηδένισε την εξάρτησή της από τη Ρωσία όσον αφορά το ορυκτό αέριο, ενώ αθροιστικά για τους πρώτους δέκα μήνες του 2022 οι εισαγωγές αερίου από τη Ρωσία που κάλυψαν την εγχώρια κατανάλωση μειώθηκαν κατά 65% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2021.
Και ναι μεν στο ίδιο διάστημα αυξήθηκαν κατά 53% οι εισαγωγές LNG αλλά, χάρη στις ΑΠΕ, μειώθηκε η χρήση αερίου σε τέτοιο βαθμό που η χώρα πέτυχε ένα ακόμα ορόσημο: να έχει 19% λιγότερη κατανάλωση αερίου το τρίμηνο Αυγούστου-Οκτωβρίου σε σχέση με τον μέσο όρο της πενταετίας 2017-2021. Το επίτευγμα αυτό φαινόταν ακατόρθωτο ακόμα και λίγους μήνες πριν. Τον Ιούλιο του 2022, η Ελλάδα ζήτησε επισήμως και έλαβε εξαίρεση που της επέτρεπε να τοποθετήσει τον πήχη για τη μείωση της κατανάλωσης αερίου το οκτάμηνο Αυγούστου 2022-Μαρτίου 2023 πολύ χαμηλότερα από το -15% σε σχέση με τον μέσο όρο πενταετίας, που έθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Είναι πλέον φανερό ότι η ενεργειακή κρίση έχει de facto επιταχύνει την ενεργειακή μετάβαση προς τις καθαρές μορφές ενέργειας, καταρρίπτοντας τη θεωρία του αερίου ως καυσίμου μετάβασης. Η οποιαδήποτε απόπειρα καθυστέρησης αυτής της μετάβασης θα ζημιώσει τους πολίτες και την εθνική οικονομία.