Οι ανοιχτές «πληγές» του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νόμου

Άρθρο του Νίκου Μάντζαρη στο energypress για ζητήματα που παραμένουν «ανοιχτά» στις τριμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον Ευρωπαϊκό Κλιματικό Νόμο.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο energypress.gr στις 16.3.2021 με τον τίτλο:

Οι ανοιχτές «πληγές» του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νόμου

Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:

Ολοκληρώθηκε την Παρασκευή 12 Μαρτίου ο τέταρτος τρίλογος ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς σχετικά με τον Κανονισμό για τον Ευρωπαϊκό Κλιματικό Νόμο, ο οποίος έχει ως κεντρικό στόχο να καταστήσει την κλιματική ουδετερότητα ως το 2050 νομικά δεσμευτική για την Ευρωπαϊκή Ένωση των 27. Παρά το ότι ο τρίλογος αυτός ήταν ο τελευταίος προγραμματισμένος, δεν κατέστη δυνατό να «κλείσουν» μια σειρά από κομβικής σημασίας ζητήματα, δυσκολεύοντας έτσι την Πορτογαλική προεδρία που επιδιώκει την επίτευξη συμφωνίας ως το τέλος Απριλίου.

Πρώτο και κύριο σημείο αντιπαραθέσεων είναι ο κλιματικός στόχος για το 2030. Ο στόχος αυτός θα επηρεάσει όχι μόνο τον Κλιματικό Νόμο αλλά και μια σειρά από καθοριστικές Οδηγίες και Κανονισμούς που θα αναθεωρηθούν στη συνέχεια, όπως τις δύο ναυαρχίδες της ευρωπαϊκής κλιματικής πολιτικής, την Οδηγία για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) και τον Κανονισμό για τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου των τομέων εκτός ΣΕΔΕ (κτίρια, μεταφορές, γεωργία, απορρίμματα).

Τον Δεκέμβριο του 2020 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τάχθηκε υπέρ ενός στόχου “καθαρής” μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030 σε σύγκριση με το 1990, που έχει προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο στόχος που προκρίνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνυπολογίζει όχι μόνο τις εκπομπές αλλά και τις απορροφήσεις αερίων θερμοκηπίου, ενώ δεν συμπεριλαμβάνει τις εκπομπές των διεθνών μεταφορών. Τα παραπάνω αποτελούν σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τον προηγούμενο κλιματικό στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μείωση των εκπομπών (μόνο) κατά 40% ο οποίος μάλιστα περιλάμβανε μερικώς και τις εκπομπές των διεθνών μεταφορών .

Αντίθετα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο βρίσκεται πιο κοντά στην τήρηση των συμφωνηθέντων στο Παρίσι καθώς τον Οκτώβριο του 2020 ψήφισε υπέρ της μείωσης των εκπομπών -μη περιλαμβανομένων των απορροφήσεων- κατά 60% το 2030 σε σχέση με το 1990, ενώ υπογράμμισε τη σημασία της προσμέτρησης των εκπομπών της διεθνούς αεροπλοΐας και ναυσιπλοΐας στην επίτευξη του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας το 2050. Ο πιο φιλόδοξος στόχος του 60% ή ακόμα και του 65% δε, είναι όχι μόνο συμβατός με την κλιματική επιστήμη αλλά, σύμφωνα με σειρά μελετών, είναι τεχνολογικά και οικονομικά εφικτός προσφέροντας παράλληλα πολλαπλά επιπλέον κοινωνικο-οικονομικά οφέλη σε σύγκριση με τον στόχο του 55%.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι η συμπερίληψη -όπως προτείνουν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο- στον νέο πανευρωπαϊκό κλιματικό στόχο του 2030 όχι μόνο των εκπομπών αλλά και των απορροφήσεων αερίων του θερμοκηπίου, δημιουργεί κίνητρα για τη διατήρηση των δασών και άλλων φυσικών καταβοθρών αερίων του θερμοκηπίου. Ωστόσο αυτό στην πράξη μειώνει ακόμα περισσότερο τη φιλοδοξία ενός κλιματικού στόχου που ήδη βρίσκεται χαμηλότερα από τον πήχη που θέτει η επιστήμη για τη διατήρηση της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από τον 1,5οC σε σχέση με την προ-βιομηχανική περίοδο. Εξάλλου, αν ο στόχος είναι η δημιουργία κινήτρων στα κράτη μέλη για την απορρόφηση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τότε αυτό μπορεί κάλλιστα να επιτευχθεί με τη θέσπιση ενός διακριτού στόχου για αύξηση των απορροφήσεων που θα συμπληρώνει τον κεντρικό, επίσης διακριτό στόχο μείωσης των εκπομπών.

Είναι, λοιπόν, σημαντικό ο νέος κλιματικός στόχος για το 2030 είτε να αναφέρεται μόνο στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου αντί του ισοζυγίου εκπομπών και απορροφήσεων, είτε να περιλαμβάνει δύο διακριτούς στόχους, έναν για μείωση των εκπομπών και έναν για αύξηση των απορροφήσεων. Επιπλέον, στην πορεία επίτευξης του στόχου για το 2030 πρέπει να προσμετρώνται και οι εκπομπές από τις διεθνείς μεταφορές.

Ανοιχτό ζήτημα παραμένει, επίσης, η θέσπιση ή μη ανεξάρτητης επιστημονικής επιτροπής που θα συνδράμει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο έργο της, όπως ζητά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αντίθετα με τις αντιρρήσεις που εκφράζουν διάφοροι κύκλοι σχετικά με επικαλύψεις με άλλους επιστημονικούς οργανισμούς και επιπλέον γραφειοκρατία, το λεγόμενο «Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την Κλιματική Αλλαγή (ECCC)», το οποίο προτείνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θα είναι πραγματικά ανεξάρτητο και δεν θα έχει καμία επικάλυψη ούτε με τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) ούτε με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (EEA). Το ECCC δεν θα ασχολείται ούτε με τη λεπτομερή ανάλυση των εξελίξεων της κλιματικής επιστήμης, ούτε με την παροχή τεχνικής στήριξης ή την αξιόπιστη παρακολούθηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Κεντρική αποστολή του θα είναι να αξιολογεί τη συνέπεια των μέτρων για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου με τους στόχους και τις διεθνείς δεσμεύσεις της Ένωσης για το κλίμα. Σε αυτό το πλαίσιο θα λειτουργεί συμπληρωματικά με άλλους επιστημονικούς οργανισμούς και φορείς, θα ενισχύσει τη διαφάνεια, ενώ παράλληλα θα αμβλύνει τις έντονες ανησυχίες πολλών κρατών μελών για υπερεξουσίες που θα αποκτήσει μέσω του Κλιματικού Νόμου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη χάραξη της ευρωπαϊκής κλιματικής πολιτικής ως το 2050.

Τέλος, είναι αναγκαίο ο Κλιματικός Νόμος να διασφαλίζει πρόσβαση του ενδιαφερόμενου κοινού στη δικαιοσύνη σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με τη σχετική πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που όμως δεν έχουν υιοθετήσει ως τώρα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Μια τέτοια πρόβλεψη θα καλύψει ένα κενό που δεν καλύπτεται ως τώρα από τον Κανονισμό του Άαρχους ο οποίος αφορά πρόσβαση του κοινού στα ευρωπαϊκά δικαστήρια κατά αποφάσεων ευρωπαϊκών οργάνων και οργανισμών. Η υιοθέτηση της πρότασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα δώσει τη δυνατότητα προσφυγής σε εθνικά δικαστήρια στις περιπτώσεις που κάποιο κράτος μέλος παραβιάζει τον Κλιματικό Νόμο στη φάση της διαμόρφωσης ή της εφαρμογής του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα ή της Μακροχρόνιας Στρατηγικής του για το 2050.

Ο Ευρωπαϊκός Κλιματικός Νόμος είναι στην ουσία ο εφαρμοστικός νόμος της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας που αποτελεί πλέον την κεντρική αναπτυξιακή στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμφωνία των ευρωπαϊκών θεσμών σε τροπολογίες που τον ενδυναμώνουν αποτελεί προϋπόθεση επιτυχίας της ίδιας της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, συμβάλλοντας παράλληλα στην ενίσχυση του ρόλου της ΕΕ ως ηγέτιδας δύναμης στην παγκόσμια κλιματική πολιτική σκηνή.

To επόμενο Συμβούλιο των Υπουργών Περιβάλλοντος στις 18 Μαρτίου όπου η Πορτογαλική προεδρία θα ενημερώσει για την πρόοδο των τριμερών διαπραγματεύσεων, θα είναι μια ευκαιρία για τους Υπουργούς Περιβάλλοντος να αποδείξουν κατά πόσο πρεσβεύουν έναν πραγματικά φιλόδοξο Κλιματικό Νόμο που σέβεται τις επιταγές της επιστήμης.