Άρθρο του Νίκου Μάντζαρη που παρουσιάζει τις κυριότερες προκλήσεις του 2022 στους τομείς της ενέργειας και του κλίματος.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο energypress με τίτλο “Τέσσερις προκλήσεις και μια ελπίδα για το 2022” στις 23/12/2021. Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:
Το 2022 θα είναι η χρονιά νομοθέτησης αλλά και της πρώτης εφαρμογής του νέου εθνικού κλιματικού νόμου. Μεταξύ άλλων, ο νόμος θέτει ψηλά τον πήχη για το 2030 θεσπίζοντας εθνικό στόχο για μείωση κατά τουλάχιστον 55% των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.
Ο νομικά δεσμευτικός αυτός στόχος με τη σειρά του στενεύει πολύ τα περιθώρια χρήσης ορυκτών καυσίμων γενικότερα, αλλά και ειδικότερα στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής. Το 2030 οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας δεν θα πρέπει να εκπέμπουν παραπάνω από 5 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα αθροιστικά. Η δυσκολία τήρησης αυτού του προϋπολογισμού άνθρακα γίνεται προφανής αν αναλογιστεί κανείς ότι το 2020, όπου ο λιγνίτης βρέθηκε σε ιστορικό ναδίρ, ο τομέας ηλεκτροπαραγωγής εξέπεμψε συνολικά 20 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα. Από αυτούς οι σχεδόν 8 προέκυψαν από τις μονάδες ορυκτού αερίου. Είναι λοιπόν σαφές ότι η τήρηση των νομικών δεσμεύσεων για το 2030 που απορρέουν από τον νέο εθνικό κλιματικό νόμο οδηγεί όχι μόνο σε πλήρη απεξάρτηση από τον λιγνίτη, αλλά και σε δραστική μείωση της χρήσης ορυκτού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή.
Αναθεώρηση του ΕΣΕΚ
Η πρώτη πρόκληση, λοιπόν, είναι να αποφευχθούν καθυστερήσεις και η αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) να ολοκληρωθεί στους πρώτους μήνες του 2022, έτσι ώστε να αποκτήσει η Ελλάδα έναν επικαιροποιημένο οδικό χάρτη για τα επόμενα 8 κρίσιμα χρόνια που να εναρμονίζεται με τα νέα δεδομένα για την ενεργειακή και κλιματική πολιτική της χώρας.
Η δεύτερη πιο ουσιαστική πρόκληση είναι η Επιτροπή ΕΣΕΚ να διαμορφώσει τα κατάλληλα εκείνα μέτρα και πολιτικές που θα οδηγήσουν τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας σε επίπεδα άνω του 70% στην ηλεκτροπαραγωγή ως το 2030 με παράλληλη ανάπτυξη υποδομών ικανής αποθηκευτικής ισχύος. Η προσέγγιση αυτή θα θέσει τις βάσεις για ένα κλιματικά ουδέτερο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα ως τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, και αποτελεί τη μόνη μακροχρόνια βιώσιμη λύση για το ενεργειακό μοντέλο της χώρας, τόσο από περιβαλλοντική όσο και από οικονομική σκοπιά.
Μετάβαση λιγνιτικών περιοχών
Το 2022 θα είναι επίσης η χρονιά που θα ολοκληρωθεί ο σχεδιασμός και θα ξεκινήσει η υλοποίηση έργων που σχετίζονται με τη μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών σε ολόκληρη την Ευρώπη, αξιοποιώντας τους ευρωπαϊκούς πόρους του Μηχανισμού Δίκαιης Μετάβασης.
Η Δυτική Μακεδονία και η Μεγαλόπολη θα βρεθούν στην πρώτη γραμμή, καθώς η Ελλάδα απολιγνιτοποιείται de facto ταχύτερα από όλες τις λιγνιτοπαραγωγές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνεπώς η έκβαση του εγχειρήματος της μετάβασης στην Ελλάδα θα είναι κομβικής σημασίας συνολικά για την πορεία της Δίκαιης Μετάβασης στην Ευρώπη, η οποία, μαζί με την κλιματική ουδετερότητα και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, αποτελεί έναν από τους τρεις πυλώνες της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.
fit for 55
Για την ευρωπαϊκή ενεργειακή και κλιματική πολιτική, η μεγαλύτερη πρόκληση του 2022 θα είναι η διαμόρφωση ενός πραγματικά φιλόδοξου πακέτου “fit for 55” που στόχο έχει να εξασφαλίσει την επίτευξη του ευρωπαϊκού κλιματικού στόχου για μείωση των καθαρών εκπομπών το 2030 κατά τουλάχιστον 55% σε σύγκριση με το 1990, όπως άλλωστε αποτυπώθηκε στον ευρωπαϊκό κλιματικό νόμο.
Η πρόκληση γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αν αναλογιστεί κανείς ότι η επεξεργασία των 14 φακέλων που περιλαμβάνονται στο πακέτο “fit for 55” θα λάβει χώρα ταυτόχρονα με τη μεγάλη, πανευρωπαϊκή κρίση ενεργειακών τιμών.
Η εκτόξευση των τιμών προμήθειας ορυκτού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας έχει ενισχύσει τις συντηρητικές φωνές στην Ευρώπη που προσπαθούν να την αποδώσουν στην άνοδο των τιμών δικαιωμάτων εκπομπών ή στην έλλειψη υποδομών αποθήκευσης ορυκτού αερίου, εξυπηρετώντας κατά βάθος την ατζέντα διαιώνισης της χρήσης των ορυκτών καυσίμων.
Όλα αυτά συμβαίνουν στον απόηχο της COP26 στη Γλασκώβη, η οποία παρά την πρόοδο που σημειώθηκε σε μια σειρά από θέματα, έκλεισε με ένα τεράστιο κενό. Όπως αποτυπώθηκε και στο επίσημο κείμενο της διάσκεψης υπάρχει μια απόκλιση σχεδόν 59 ποσοστιαίων μονάδων ανάμεσα στις δεσμεύσεις των κρατών για το 2030 και στις μειώσεις εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που οι επιστήμονες εκτιμούν ότι απαιτούνται προκειμένου η ανθρωπότητα να διατηρήσει ζωντανή την προοπτική συγκράτησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον +1,5oC σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Ελπίδες και προσδοκίες
Η ελπίδα λοιπόν για το 2022 είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αναμφισβήτητα έχει αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμη στη παγκόσμια πολιτική σκηνή, να αναθεωρήσει την «εθνική συνεισφορά» της (Nationally Determined Contribution – NDC) πριν την COP27 στο Κάιρο δημιουργώντας την αναγκαία πολιτική δυναμική που θα οδηγήσει ακόμα και τους μεγαλύτερους ρυπαντές σε ανάλογες δεσμεύσεις.
Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να συμβάλει περισσότερο στην προσπάθεια αναχαίτισης της κλιματικής κρίσης «χτίζοντας» πάνω στα θεμέλια της απολιγνιτοποίησης και της θέσπισης του πρώτου εθνικού κλιματικού νόμου.