Η Ελλάδα μπροστά σε ένα νέο ενεργειακό σταυροδρόμι

Άρθρο του Νίκου Μάντζαρη στην ετήσια έντυπη έκδοση GREEK ENERGY 2021 που επιμελήθηκε το energypress για δέκατη συνεχή χρονιά.

Η ραγδαία απεξάρτηση της Ελλάδας από τον λιγνίτη αποτελεί τη σημαντικότερη εξέλιξη στη σύγχρονη ενεργειακή ιστορία της χώρας, ωστόσο αυτή συνοδεύεται από σημαντικές απώλειες κυρίως για τις κοινωνίες των λιγνιτικών περιοχών. Πως φτάσαμε όμως σήμερα εδώ; Πως η μακροχρόνια πολιτική υποτίμησης των διεθνών τάσεων, παραβίασης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και συνεχών διεκδικήσεων εξαιρέσεων με στόχο τη διατήρηση του λιγνιτικού status quo επηρεάζει τις σημερινες συνθήκες της ενεργειακής μετάβασης; Σήμερα το ενεργειακό τοπίο στην Ευρώπη αλλάζει με γοργούς ρυθμούς καθώς ξεθωριάζει παντού η εξάρτηση από τον λιγνίτη και τον λιθάνθρακα, ενώ οι ΑΠΕ αρχίζουν πλέον να κυριαρχούν στα μίγματα ηλεκτροπαραγωγής των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα και ως εκ τούτου η χώρα πρέπει να στραφεί αποφασιστικά στις ΑΠΕ, την εξοικονόμηση και την αποθήκευση ενέργειας.

Το άρθρο με τίτλο Η Ελλάδα μπροστά σε ένα νέο ενεργειακό σταυροδρόμι” δημοσιεύτηκε στην έκδοση GREEK ENERGY 2021 στις 01.07.2021.

Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:

Η ραγδαία απεξάρτηση της Ελλάδας από τον λιγνίτη αποτελεί τη σημαντικότερη εξέλιξη στη σύγχρονη ενεργειακή ιστορία της χώρας. Εκτός από τις κοσμογονικές αλλαγές που έχει ήδη επιφέρει στο ενεργειακό μίγμα και τις τοπικές οικονομίες της Κοζάνης, της Φλώρινας και της Μεγαλόπολης, είναι υπεύθυνη και για μια εντυπωσιακή βελτίωση στις κλιματικές επιδόσεις της χώρας.

Τα επίσημα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος δεν ψεύδονται. Μεταξύ 2018 και 2020 η Ελλάδα μείωσε τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από λιγνίτη κατά περίπου 14 εκατομμύρια τόνους, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση (-60%) από όλες τις λιγνιτοπαραγωγές χώρες της Ευρώπης, σχεδόν διπλάσια από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (-34%). Όταν το 2022 θα δημοσιευθούν τα επίσημα στοιχεία του 2020 για τις καθαρές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, αυτός ο δραστικός περιορισμός της λιγνιτικής δραστηριότητας μεταξύ 2018 και 2020 θα αποδειχθεί πιθανότατα ικανός να μετακινήσει τη χώρα πολλές θέσεις πιο ψηλά από την 21η θέση που βρισκόταν το 2018 ως προς τη μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου σε σχέση με το 1990.     

Ωστόσο, η βελτίωση των κλιματικών επιδόσεων της χώρας συνοδεύτηκε από σημαντικές απώλειες. Οι βαθιά εξαρτημένες λιγνιτικές περιοχές βρέθηκαν ουσιαστικά ανοχύρωτες απέναντι στη λαίλαπα της απολιγνιτοποίησης. Παρά τις μεγάλες προσπάθειες που καταβάλλονται εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, η μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών σε ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο κάθε άλλο παρά ομαλά προχωρά, καθώς  επιχειρούνται δραστικές αλλαγές σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κι ενόσω η ανεργία καλπάζει. Η νέα διοίκηση της ΔΕΗ που αγωνίζεται πλέον να στραφεί στις ΑΠΕ, κληρονόμησε ένα τεράστιο χρέος το οποίο σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στις ζημιές ύψους 2,3 δισεκ. ευρώ που συσσωρεύτηκαν αποκλειστικά από τη λιγνιτική δραστηριότητα την περίοδο 2013-2019. Κληρονόμησε επίσης την ημιτελή νέα λιγνιτική μονάδα «Πτολεμαΐδα 5», που κατά γενική πλέον ομολογία αποτελεί το μεγαλύτερο διακομματικό λάθος στη σύγχρονη ενεργειακή πολιτική της χώρας. Η νέα μονάδα έχει κοστίσει ήδη στην επιχείρηση 1,4 δισεκ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζεται η οικονομική επιβάρυνση από τις μετεγκαταστάσεις οικισμών, ενώ είναι βέβαιο ότι θα στοιχίσει ακόμα περισσότερα ανάλογα με την επιλογή τεχνολογίας για το μεταλιγνιτικό της μέλλον που ξεκινά το 2025.   

Η κατάσταση, όμως, θα μπορούσε να είναι σήμερα πολύ ευνοϊκότερη τόσο για τη ΔΕΗ όσο και για τις λιγνιτικές περιοχές, αν η πολιτική της επιχείρησης και των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν διαφορετική τα χρόνια που προηγήθηκαν της απόφασης για απολιγνιτοποίηση. Η απόφαση αυτή θα έπρεπε να ληφθεί πολύ νωρίτερα κατανοώντας τις διεθνείς τάσεις, τη μετατόπιση των χρηματοδοτήσεων μακριά από το κάρβουνο και τις συνέπειες της ευρωπαϊκής ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής.

Δυστυχώς όμως όταν η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων αρνούνταν το 2013 να συγχρηματοδοτήσει την κατασκευή της Πτολεμαΐδας 5 λόγω αλλαγής της πολιτικής της, η ΔΕΗ και η ελληνική κυβέρνηση αγνόησαν τα σημάδια και προχώρησαν με το έργο. Όταν επίσης αναλυτές και περιβαλλοντικές οργανώσεις προειδοποιούσαν για την επερχόμενη αύξηση των τιμών CO2 και τόνιζαν πόσο ευάλωτη θα είναι η λιγνιτική βιομηχανία της χώρας, δέχονταν σχόλια σχετικά με την αφερεγγυότητα προηγούμενων προβλέψεων για τις τιμές δικαιωμάτων εκπομπών. Σε σχετικές κοινοβουλευτικές ερωτήσεις δε, η ΔΕΗ διαβεβαίωνε -χωρίς καμία απολύτως απόδειξη- ότι η οικονομική βιωσιμότητα της νέας λιγνιτικής μονάδας είναι εξασφαλισμένη ακόμα και σε συνθήκες υψηλών τιμών CO2. Ακόμα χειρότερα όμως, όταν οι αλλαγές που συμφωνούνταν στην Ευρώπη στο πλαίσιο της προηγούμενης αναθεώρησης της οδηγίας για το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) την περίοδο 2015-2018 έδειχναν καθαρά ότι οι τιμές του CO2 θα εκτοξεύονταν, αντί η ΔΕΗ και η ελληνική κυβέρνηση να βάλουν φρένο στα λιγνιτικά τους σχέδια και να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα, πάτησαν γκάζι. Πιο συγκεκριμένα, διεκδίκησαν εξαιρέσεις δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών που θα επιδοτούσαν τη λειτουργία όχι μόνο μίας αλλά δύο νέων λιγνιτικών μονάδων (Πτολεμαΐδα 5 και Μελίτη 2), ενώ παράλληλα επιτάχυναν την αδειοδοτική διαδικασία και έδωσαν το πράσινο φως για την έναρξη  κατασκευής της Πτολεμαΐδας 5. Κι όταν η διεκδίκηση δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών απέτυχε, επιδιώχθηκε άλλη εξαίρεση κατά τη διετία 2018-2019. Αυτή τη φορά ΔΕΗ και κυβέρνηση επιδίωξαν, και πάλι ανεπιτυχώς, την οικονομική στήριξη της Πτολεμαΐδας 5 μέσω της συμμετοχής της σε Μηχανισμούς Διασφάλισης Επάρκειας Ισχύος. Η διεκδίκηση εξαιρέσεων επεκτάθηκε και σε άλλες λιγνιτικές μονάδες, καθώς την περίοδο 2015-2018 η Ελλάδα αιτήθηκε την παράταση λειτουργίας τριών εκ των πιο ρυπογόνων λιγνιτικών σταθμών της Ευρώπης (μονάδα 3 του ΑΗΣ Πτολεμαΐδας, ΑΗΣ Καρδιάς και ΑΗΣ Αμυνταίου). Και στα τρία αιτήματα οι απαντήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν αρνητικές.         

Αυτή η μακροχρόνια πολιτική υποτίμησης των διεθνών τάσεων, παραβίασης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και συνεχών διεκδικήσεων εξαιρέσεων με στόχο τη διατήρηση του λιγνιτικού status quo στοίχισε ακριβά στη χώρα, τη ΔΕΗ και τους πολίτες σε πολλά επίπεδα. Εκτός από την τεράστια οικονομική ζημιά που υπέστη η ΔΕΗ και το πλήγμα που δέχτηκε η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, η χώρα έχασε σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο, ενώ ταυτόχρονα χάθηκε πολύτιμος χρόνος από τον σχεδιασμό και την έναρξη της μετάβασης των λιγνιτικών περιοχών στη μεταλιγνιτική εποχή.

Το εύλογο ερώτημα είναι τι διδαχθήκαμε από την έκβαση όλων αυτών των λανθασμένων επιλογών και πώς αυτά τα διδάγματα θα κατευθύνουν τις αποφάσεις για το ενεργειακό μέλλον της χώρας, το οποίο βρίσκεται πλέον σε ένα νέο σταυροδρόμι.

Το ενεργειακό τοπίο στην Ευρώπη αλλάζει με γοργούς ρυθμούς καθώς ξεθωριάζει παντού η εξάρτηση από τον λιγνίτη και τον λιθάνθρακα, ενώ οι ΑΠΕ αρχίζουν πλέον να κυριαρχούν στα μίγματα ηλεκτροπαραγωγής των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών. Η νέα αναπτυξιακή στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία η οποία έχει ως κεντρικό, νομικά δεσμευτικό στόχο, την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας ως το 2050.

Η πολιτική στροφή μακριά από τα ορυκτά καύσιμα που συντελείται αυτήν την περίοδο στην Ευρώπη έχει ήδη αντίκτυπο στη ροή των χρηματοδοτήσεων. Όπως συνέβαινε με τον λιγνίτη στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, τώρα κλείνουν η μία μετά την άλλη οι στρόφιγγες χρηματοδότησης και για το ορυκτό αέριο. Από το 2019 η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων έχει δεσμευτεί ότι δεν θα χρηματοδοτήσει καμία επένδυση σε υποδομές ορυκτών καυσίμων από το 2021 και μετά. Σύμφωνα δε με τον πρόσφατα εγκεκριμένο Κανονισμό για το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης αποκλείεται πλήρως η χρηματοδότηση οποιασδήποτε υποδομής ορυκτών καυσίμων με πόρους του Ταμείου, ενώ πολύ αυστηροί περιορισμοί έχουν τεθεί και στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης του νέου ΕΣΠΑ.

Επιπλέον, μάχη μαίνεται στην Ευρώπη γύρω από το αν θα χαρακτηριστούν «βιώσιμες» οι επενδύσεις σε υποδομές ορυκτού αερίου, πράγμα, που αν συμβεί, θα τους δώσει πρόσβαση σε ιδιωτική χρηματοδότηση. Η επιμονή εννέα ευρωπαϊκών –ως επί τω πλείστον ανατολικών- χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, για πρόσβαση σε χρηματοδότηση υποδομών ορυκτού αερίου συναντά την αντίσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που έχει τη θέση ότι η χρήση του ορυκτού αερίου έχει νόημα μόνο σε χώρες που έχουν πολύ μεγάλη εξάρτηση από τον λιγνίτη και μόνο σε πρώην λιγνιτικές περιοχές. Έχει επίσης δημιουργηθεί μια ομάδα προοδευτικών κρατών μελών που δεν δέχονται να χρηματοδοτούνται νέες επενδύσεις σε ορυκτό αέριο καθώς έτσι τίθεται εν αμφιβόλω ο κομβικός στόχος της κλιματικής ουδετερότητας. Ανεξαρτήτως της έκβασης της συγκεκριμένης μάχης για τη «σήμανση βιωσιμότητας» νέων υποδομών ορυκτού αερίου γίνεται πλέον σαφές ότι η προσπάθεια χρηματοδότησης και διασφάλισης οικονομικής βιωσιμότητας τέτοιων υποδομών είναι μια μάχη οπισθοφυλακής. Μια μάχης με πολύ παρόμοια χαρακτηριστικά με τις αντίστοιχες προσπάθειες της προηγούμενης δεκαετίας για οικονομική στήριξη σταθμών καύσης λιγνίτη και λιθάνθρακα. 

Σε αυτό το συμπέρασμα συνηγορούν και οι πρόσφατες προβλέψεις των αναλυτών του χρηματιστηρίου ρύπων για τις τιμές CO2 την τρέχουσα δεκαετία, ο μέσος όρος των οποίων για το 2030 είναι 86,4 ευρώ τον τόνο, τιμή ικανή να εκτινάξει το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται και από το ορυκτό αέριο.  

Η θεωρία δε του ορυκτού αερίου ως καυσίμου «μετάβασης» δέχτηκε πρόσφατα επιπλέον πλήγμα από τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA), ο οποίος μέχρι πρότινος προέβλεπε σημαντικό ρόλο των ορυκτών καυσίμων και στο μέλλον. Ωστόσο στην τελευταία έκθεσή του τεκμηριώνει ότι προκειμένου να επιτευχθεί κλιματική ουδετερότητα ως το 2050 πρέπει να μηδενιστούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τον τομέα του ηλεκτρισμού ως το 2035 στις αναπτυγμένες οικονομίες και να ματαιωθεί κάθε νέα δραστηριότητα εξόρυξης ορυκτού αερίου (και πετρελαίου).

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν υπάρχει καμία θέση για επτά νέες μονάδες ορυκτού αερίου συνολικής ισχύος περισσότερο από 4,3 GW σύμφωνα με το δεκαετές πλάνο του ΕΣΜΗΕ και τις πρόσφατες αναφορές της ΔΕΗ για αντικατάσταση της Πτολεμαΐδας 5 από μονάδα ορυκτού αερίου ισχύος 1100 MW.

Η χώρα πρέπει να στραφεί αποφασιστικά στις ΑΠΕ, την εξοικονόμηση και την αποθήκευση ενέργειας. Αυτό άλλωστε προβλέπουν και οι προσομοιώσεις του ΕΜΠ για την Ελλάδα με τα ίδια ακριβώς σενάρια που εξετάστηκαν στη μελέτη επιπτώσεων για τον νέο πανευρωπαϊκό κλιματικό στόχο μείωσης των καθαρών εκπομπών της ΕΕ-27 κατά τουλάχιστον 55% σε σχέση με το 1990. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτών των υπολογισμών, για να συνεισφέρει η Ελλάδα στον παραπάνω ευρωπαϊκό κλιματικό στόχο στο μερίδιο που της αναλογεί, πρέπει να αυξηθεί κατά πολύ η νέα αποθηκευτική ισχύς, οι ΑΠΕ το 2030 να καλύπτουν το 83%-88% της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, περίπου το 50% της ενέργειας για θέρμανση-ψύξη και το 25%-33% της ενέργειας του τομέα των μεταφορών, ενώ η τελική κατανάλωση ενέργειας το 2030 δεν πρέπει να ξεπερνά τους 14,5 Mtoe. 

Στην επερχόμενη αναθεώρηση του ΕΣΕΚ η ελληνική κυβέρνηση μπορεί και πρέπει να επιλέξει ένα καθαρό ενεργειακό μέλλον, αφήνοντας πίσω τα ορυκτά καύσιμα και αποδεικνύοντας ότι έχει πραγματικά διδαχθεί από τα οδυνηρά λάθη του παρελθόντος.