Μετά το Παρίσι: Εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή ενεργειακή και κλιματική πολιτική

Άρθρο του Νίκου Μάντζαρη στο περιοδικό «Η Φύση» της Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης για τις πιο κομβικές αλλαγές της τελευταίας τετραετίας στην ευρωπαϊκή ενεργειακή και κλιματική πολιτική που καθόρισαν το ενεργειακό μέλλον και στη χώρα μας.

To άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 164 του περιοδικού με τον τίτλο:

«Μετά το Παρίσι: Εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή ενεργειακή και κλιματική πολιτική»

Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο:

Το 2015 στο Παρίσι οι ηγέτες 195 χωρών ανέλαβαν συγκεκριμένες δεσμεύσεις για την αντιμετώπιση της ανθρωπογενούς κλιματικής κρίσης σύμφωνα με τα αναμφισβήτητα συμπεράσματα της επιστήμης. Η Συμφωνία στην ιστορική COP21 για κοινή προσπάθεια συγκράτησης της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη όσο το δυνατόν πιο κοντά στον 1,5οC σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, αποτέλεσε ίσως τη μεγαλύτερη τομή στην ιστορία της παγκόσμιας κλιματικής πολιτικής, δίνοντας ελπίδα ότι η ανθρωπότητα θα κατορθώσει να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη πρόκληση του 21ου αιώνα.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση τόσο μέσω της επίσημης εκπροσώπησής της στην COP21από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και μέσω της Γαλλικής αντιπροσωπείας που διοργάνωσε την παγκόσμια συνδιάσκεψη και ηγήθηκε των διαπραγματεύσεων, είχε κομβικό ρόλο στην επίτευξη της Συμφωνίας. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι στα χρόνια που ακολούθησαν η Ευρώπη προχώρησε σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων που δικαίως της δίνουν τον άτυπο τίτλο της ηγέτιδας δύναμης στην παγκόσμια κλιματική πολιτική.

Ήδη πριν από το Παρίσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε δεσμευτεί να μειώσει μέχρι το 2030 τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 40% σε σύγκριση με το 1990, ένας στόχος που σήμερα θεωρείται εντελώς ξεπερασμένος και αναμένεται να αναθεωρηθεί από τη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ήδη αναθεώρησε τους επιμέρους στόχους για διείσδυση ΑΠΕ και ενεργειακή αποδοτικότητα ως το 2030 από 27% και 27%  σε  32% και 32,5% αντίστοιχα. Επιπλέον, οι φάκελοι που συμπεριλήφθηκαν στο λεγόμενο πακέτο «Καθαρής Ενέργειας για όλους του Ευρωπαίους» δίνουν σημαντική ώθηση στην εξοικονόμηση ενέργειας, την ενεργειακή αποδοτικότητα και την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας παρέχοντας κίνητρα για τη χρήση τους σε επίπεδο τοπικών ενεργειακών κοινοτήτων και παροτρύνοντας τους ευρωπαίους πολίτες να γίνουν οι ίδιοι παραγωγοί της καθαρής ενέργειας που θα καταναλώνουν.

Ίσως η σημαντικότερη μεταρρύθμιση που έλαβε χώρα ήταν η αναθεώρηση της οδηγίας για το χρηματιστήριο ρύπων γιατί στόχευε στον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από μεγάλους ρυπαντές. Μέχρι εκείνο το σημείο η εφαρμογή της  υφιστάμενης νομοθεσίας είχε συσσωρεύσει υπερ-πλεονάσματα δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην αγορά, πράγμα που με τη σειρά του οδήγησε σε μια καθήλωση των τιμών των δικαιωμάτων σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, παντελώς ανίσχυρα να προκαλέσουν την απολύτως απαραίτητη αλλαγή στο ενεργειακό μοντέλο των μεγαλύτερων ρυπαντών. Σχεδόν όλες οι πολιτικές ομάδες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησαν σε σειρά αλλαγών και δέσμευση να υπάρξει μείωση των εκπομπών από τους ρυπογόνους τομείς που εντάσσονται στο εμπόριο ρύπων κατά 43% σε σύγκριση με το 2005. Οι αλλαγές αυτές τελικά οδήγησαν σε εκτόξευση των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπών από 5 ευρώ/τόνο το 2017 σε 25 ευρώ/τόνο την τελευταία περίοδο.

Η αναθεώρηση της οδηγίας για το χρηματιστήριο ρύπων που διήρκεσε για παραπάνω από 2,5 χρόνια, είχε μια πτυχή που έμελλε να αποκτήσει καθοριστική σημασία για την εθνική ενεργειακή και κλιματική πολιτική. Η αντίσταση στην αλλαγή εκφράστηκε κυρίως από τις λιγνιτοπαραγωγές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση και η διοίκηση της ΔΕΗ διεκδίκησαν με ιδιαίτερη αφοσίωση και ζήλο την απόκτηση δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών για την ενίσχυση της λιγνιτικής βιομηχανίας και δη των δύο νέων, υπό σχεδιασμό, λιγνιτικών μονάδων (Πτολεμαΐδα 5 και Μελίτη 2). Το νομικό όχημα ήταν η υπαγωγή της χώρας στην εξαίρεση του άρθρου 10γ της οδηγίας που έδινε δωρεάν δικαιώματα εκπομπών στον κλάδο ηλεκτροπαραγωγής στις οικονομικά ασθενέστερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφαιρώντας τα όμως ταυτόχρονα από τα δημόσια έσοδα που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την κοινωνικά δίκαιη ενεργειακή μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας. Καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων η επιδίωξη αυτή συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση των μη κυβερνητικών οργανώσεων σε Ελλάδα και Ευρώπη με αποτέλεσμα το Ευρωκοινοβούλιο τελικά να απορρίψει το ελληνικό αίτημα. Εκτιμάται ότι αυτή η εξέλιξη στέρησε από την ελληνική λιγνιτική βιομηχανία περίπου 3 δις ευρώ κατά τη 4η φάση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΕΣΕΔΕ) 2021-2030. Χωρίς αυτή την εξέλιξη τα οικονομικά των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ θα ήταν σήμερα εντελώς διαφορετικά, πράγμα που πολύ πιθανόν να μην οδηγούσε στην πρόσφατη απόφαση για απολιγνιτοποίηση της χώρας ως το 2028.

Επίσης σημαντική εξέλιξη στην ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική ήταν η έναρξη εφαρμογής της οδηγίας βιομηχανικών εκπομπών τον Ιανουάριο του 2016. Η συγκεκριμένη οδηγία θέτει αυστηρότερα όρια εκπομπών ρύπων (πλην διοξειδίου του άνθρακα) για τις μεγάλες μονάδες καύσης αναγκάζοντές τες έτσι να προχωρήσουν σε αναβαθμίσεις της αντιρρυπαντικής τους τεχνολογίας. Καθοριστικό σημείο ήταν η υιοθέτηση από την πλειοψηφία των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Απρίλιο του 2017 των νέων Βέλτιστων Διαθέσιμων Τεχνικών (ΒΔΤ) που ενσωματώθηκαν στην οδηγία Βιομηχανικών Εκπομπών για την περίοδο από το 2021 και μετά. Η απόφαση αυτή έθετε ακόμα αυστηρότερα όρια εκπομπών για μεγάλες μονάδες καύσης οδηγώντας σε ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση των οικονομικών τους. Παρά την αρχική αρνητική στάση της ελληνικής κυβέρνησης, η Ελλάδα τελικά έγινε η μόνη λιγνιτοπαραγωγός χώρα της Ευρώπη που υπερψήφισε τα νέα όρια εκπομπών. Η πολιτική αυτή επιλογή ήταν κομβικής σημασίας καθώς η ψήφος της Ελλάδας ήταν αυτή που επέτρεψε στο κείμενο των ΒΔΤ να ξεπεράσει το κατώφλι του 65% που απαιτείται για να τεθεί σε ισχύ. Έτσι, η Ευρώπη και οι πολίτες της απέκτησαν ένα πολύ σημαντικό νομικό εργαλείο που συμβάλλει στη βελτίωση της ποιότητας της ατμόσφαιρας η οποία επιβαρύνεται ιδιαίτερα από τις μεγάλες μονάδες καύσης και δη αυτές που καίνε λιγνίτη και λιθάνθρακα.

Ο λιγνίτης και ο λιθάνθρακας δέχθηκαν ένα ακόμα καίριο πλήγμα στο πλαίσιο του πακέτου «Καθαρή Ενέργεια για όλους τους Ευρωπαίους». Συγκεκριμένα, ο νέος Κανονισμός για τη λειτουργία της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας απαγορεύει εντελώς τις επιδοτήσεις σε νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που καίνε λιγνίτη ή λιθάνθρακα μέσω της συμμετοχής τους σε μηχανισμούς διασφάλισης επάρκειας ισχύος, ενώ θέτει ως όριο για τη συμμετοχή υφιστάμενων μονάδων σε τέτοιους μηχανισμούς τον Ιούνιο του 2025. Δυστυχώς και πάλι τόσο η ΔΕΗ όσο και η ελληνική κυβέρνηση ως τον Ιούνιο του 2019 επιδίωξαν την υπαγωγή της χώρας σε καθεστώς εξαίρεσης που θα επέτρεπε στην νέα λιγνιτική μονάδα της ΔΕΗ «Πτολεμαΐδα 5» αλλά και στις προς πώληση (τότε) λιγνιτικές μονάδες να επιδοτούνται. Ο νέος Κανονισμός τέθηκε σε εφαρμογή στις 4 Ιουλίου του 2019 χωρίς και πάλι να εγκριθεί το ελληνικό αίτημα.

Μέρος του πακέτου καθαρής ενέργειας ήταν και η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να θεσπίσει την πλατφόρμα των ανθρακικών περιφερειών υπό μετάβαση (Coal Regions in Transition). Με αυτή την πρωτοβουλία η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε το πρώτο (δειλό) βήμα για την ενίσχυση των περιοχών εκείνων οι οικονομίες των οποίων βασίστηκαν για δεκαετίες στην δραστηριότητα εξόρυξης και καύσης κάρβουνου, συνεισφέροντας έτσι καθοριστικά στην οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης, αλλά παράλληλα θυσιάζοντας την ποιότητα ζωής των κατοίκων τους.  Χάρη στις προσπάθειες των ελλήνων δημάρχων και κυρίως του πρώην δημάρχου Κοζάνης, η Δυτική Μακεδονία εντάχθηκε από την αρχή ανάμεσα στις πρώτες πιλοτικές περιφέρειες της πλατφόρμας άνθρακα και έγινε η πρώτη λιγνιτική περιφέρεια της ΕΕ που δέχεται τεχνική βοήθεια από ομάδα εμπειρογνωμόνων της Παγκόσμιας Τράπεζας για την κατάρτιση ενός αναλυτικού σχεδίου διαφοροποίησης της τοπικής οικονομίας και απεξάρτησης από τη λιγνιτική δραστηριότητα.

Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των μεταρρυθμίσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που καίνε κάρβουνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28 περιήλθαν σε οικονομικό αδιέξοδο. Η εξέλιξη αυτή  σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση για την προστασία του κλίματος, της ποιότητας της ατμόσφαιρας και της δημόσιας υγείας οδήγησαν τη μία μετά την άλλη τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εγκαταλείψουν τον λιθάνθρακα και τον λιγνίτη. Αυτή τη στιγμή, 23 από τα 28 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28, είτε έχουν ήδη απεξαρτηθεί από το κάρβουνο, είτε έχουν δεσμευθεί ότι θα το πράξουν σε συγκεκριμένη ημερομηνία, είτε δεν στηρίζονταν ποτέ στην καύση κάρβουνου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Από αυτά τα κράτη μέλη, μόνο η Γερμανία -που έχει όμως και το μεγαλύτερο στόλο μονάδων λιθάνθρακα και λιγνίτη- έθεσε ημερομηνία πλήρους απεξάρτησης μετά το 2030. Μόνο σε 5 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28 (Πολωνία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σλοβενία και Κροατία) δεν υπάρχει ακόμα συζήτηση για συγκεκριμένη ημερομηνία πλήρους απεξάρτησης από το κάρβουνο, με το μεγαλύτερο πρόβλημα να εντοπίζεται στην Πολωνία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, καθώς Σλοβενία και Κροατία έχουν πολύ μικρή ισχύ θερμοηλεκτρικών μονάδων που καίνε κάρβουνο.

Κομβικής σημασίας ήταν η πρόσφατη απόφαση της Ελλάδας για πλήρη απολιγνιτοποίηση ως το 2028 το αργότερο, που ανακοινώθηκε από τον Έλληνα πρωθυπουργό από το πλέον επίσημο βήμα, εκείνο του ΟΗΕ στις 23 Σεπτεμβρίου του 2019. Έκτοτε, το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα που πρόσφατα εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο και τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, ενσωματώνει αυτή την ιστορική απόφαση, παρουσιάζοντας μάλιστα και μια πιο εμπροσθοβαρή εφαρμογή της με την πλειοψηφία των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων να αποσύρονται μεταξύ 2023 και 2025. Με αυτή την απόφαση η Ελλάδα γίνεται η πρώτη λιγνιτοπαραγωγός χώρα στη Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία απεξαρτάται πλήρως από τον λιγνίτη πριν το 2030, μια πολιτική επιλογή που ενδέχεται να αποδειχθεί καταλυτική και για τις υπόλοιπες λιγνιτοπαραγωγές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για την ίδια τη χώρα μας η απόφαση αυτή ισοδυναμεί με εξάλειψη της οικονομικής εκείνης δραστηριότητας με τη μεγαλύτερη συμβολή στις εθνικές εκπομπές αερίου του θερμοκηπίου καθώς οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ εξέπεμψαν σωρευτικά μεταξύ 1990 και 2017 το 34% της συνολικής ποσότητας αερίων του θερμοκηπίου.

Παρά τις ενθαρρυντικές εξελίξεις στο μέτωπο της απεξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα δύο πιο ρυπογόνα καύσιμα του πλανήτη με τη μεγαλύτερη συμβολή στην αποσταθεροποίηση του κλίματος, ο αγώνας για τη στροφή του ευρωπαϊκού ενεργειακού μοντέλου προς τη βιωσιμότητα βρίσκεται ακόμα μακριά από την νίκη. Ενδιάμεσες αξιολογήσεις των αρχικών Εθνικών Σχεδίων για την Ενέργεια και το Κλίμα που κατέθεσαν τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο τέλος του 2018 ανέδειξαν το γεγονός ότι αυτά δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς την κλιμακούμενη κλιματική κρίση και δεν αναλαμβάνουν τις απαραίτητες δεσμεύσεις στην απαιτούμενη κλίμακα για να επιτύχουν τους μακροπρόθεσμους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού.  Πολλές χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, στρέφονται στο φυσικό αέριο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και λιγότερο στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, ενώ η απανθρακοποίηση των τομέων των μεταφορών, της ενεργοβόρου βιομηχανίας, και των κτιρίων αναδεικνύονται πλέον στις νέες μεγάλες προκλήσεις της ευρωπαϊκής ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής.

H πολύ-αναμενόμενη επικείμενη ανακοίνωση της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το «Green New Deal» και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης (Just Transition Fund) ενδέχεται να δώσουν απαντήσεις στις μεγάλες αυτές προκλήσεις των καιρών μας.