Ορυκτά καύσιμα: Λάθος φάρμακο για την απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο

Ο Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής πολιτικής του Green Tank, παραχώρησε συνέντευξη στη δημοσιογράφο Μάχη Τράτσα με αφορμή τη δημοσίευση της νέας ανάλυσης του Green Tank με τίτλο «Ηλεκτροπαραγωγή & απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο στην Ελλάδα».

Το επίκεντρο της συνέντευξης ήταν τα αποτελέσματα της ανάλυσης, η οποία ανέπτυξε τέσσερα σενάρια, εξετάζοντας εναλλακτικές για την απεξάρτηση της Ελλάδας από το ρωσικό αέριο.

Οι ερωτήσεις που τέθηκαν αφορούσαν κυρίως την εξάρτηση της Ελλάδας από το ρωσικό ορυκτό αέριο σε σύγκριση με τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ-27 και το πώς οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) μπορούν να μειώσουν την εξάρτησή αυτή .

Επιπλέον, έμφαση δόθηκε στην πιθανή – έστω προσωρινή – επιστροφή στον λιγνίτη που αποτελεί κεντρικό θέμα στη δημόσια συζήτηση σήμερα και εξετάζεται στην ανάλυση του Green Tank ως εναλλακτική στην ανάπτυξη των ΑΠΕ. Η συζήτηση επεκτάθηκε επίσης και στις πιθανές συνέπειες του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας στην ευρωπαϊκή πολιτική για το κλίμα (Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, πακέτο fit for 55, Πράσινη Ταξινομία) όπου αναδείχθηκε η προσήλωση της ΕΕ στους κλιματικούς στόχους.

Τέλος, ο Νίκος Μάντζαρης ερωτηθείς για την πολιτική των εξορύξεων εγχώριων υδρογονανθράκων σχολίασε ότι πρόκειται για μια παρωχημένη πολιτική που είναι αντίθετη με τους κλιματικούς στόχους και δεν μπορεί να αποφέρει άμεσα καρπούς για να συμβάλει στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στον Οικονομικό Ταχυδρόμο στις 28 Απριλίου 2022.

Διαβάστε παρακάτω την πλήρη συνέντευξη με τίτλο «Ορυκτά καύσιμα: Λάθος φάρμακο για την απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο»:

Ας ξεκινήσουμε από το πόσο ευάλωτη είναι η εθνική μας οικονομία στo ρωσικό ορυκτό αέριο; Πού βρίσκεται η Ελλάδα σε σχέση με άλλα κράτη μέλη της ΕΕ-27;

Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει διαφοροποιήσει σημαντικά τις πηγές από τις οποίες προμηθεύεται ορυκτό αέριο, κυρίως σε υγροποιημένη μορφή (LNG). Έτσι, ενώ ως το 2018 η Ρωσία κάλυπτε περίπου τα 2/3 των συνολικών εισαγωγών αερίου της Ελλάδας, το 2019, η Ελλάδα εισήγαγε αέριο από 12 χώρες και το 2020 από 8 χώρες. Σαν αποτέλεσμα, το μερίδιο της Ρωσίας στις εισαγωγές μειώθηκε στο 32% και το 39% το 2019 και το 2020 αντίστοιχα, κατατάσσοντας την Ελλάδα κάτω από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ-27 το 2019 και ελάχιστα ψηλότερα από αυτόν του 2020. Ωστόσο, ενώ ποσοστιαία υπάρχει μείωση της εξάρτησης από τη Ρωσία, σε απόλυτες ποσότητες η εξάρτηση αυτή παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα καθώς την ίδια περίοδο που διαφοροποιούνται οι πηγές, η χρήση του ορυκτού αερίου στην Ελλάδα αυξάνεται αλματωδώς. Eιδικά στην ηλεκτροπαραγωγή, το μερίδιό του στην κάλυψη της ζήτησης αυξήθηκε από 28% το 2018 σε 40% το 2021, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2022 και παρά την εκτόξευση των τιμών προμήθειάς του, κινείται σε επίπεδα άνω του 37%. Κατά συνέπεια η εθνική μας οικονομία παραμένει αρκετά ευάλωτη ως προς την εξάρτησή της από το ρωσικό ορυκτό αέριο.

Στην έκθεση του Green Tank εξετάζετε τέσσερα σενάρια για την απεξάρτηση της Ελλάδας από το ρωσικό αέριο και επικεντρώνεστε στην ηλεκτροπαραγωγή. Γιατί;

Παρά τα υψηλά επίπεδα εξάρτησής της από το ρωσικό αέριο, η Ελλάδα έχει ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλα κράτη μέλη της ΕΕ-27: Περισσότερο από τα 2/3 του ορυκτού αερίου που καλύπτει την εγχώρια κατανάλωση χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Στην ΕΕ-27 το μερίδιο της ηλεκτροπαραγωγής στις τελικές χρήσεις αερίου είναι πολύ χαμηλότερο με το μεγαλύτερο τμήμα του αερίου να διοχετεύεται για την κάλυψη των αναγκών του οικιακού τομέα, ενώ ένα επίσης σημαντικό μερίδιο καλύπτει τις ανάγκες της βιομηχανίας, τομέας στον οποίο η Ελλάδα είναι και πάλι κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Στην ηλεκτροπαραγωγή υπάρχουν οι τεχνολογικά ώριμες λύσεις των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, οι οποίες είναι συμβατές με τους κλιματικούς στόχους που έχουν τεθεί σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο και παράλληλα έχουν πολύ χαμηλότερο κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε σχέση με τον λιγνίτη και το ορυκτό αέριο. Επομένως είναι αρκετά πιο εύκολο να υποκαταστήσουν το ορυκτό αέριο από ό,τι στη βιομηχανία ή τον οικιακό τομέα. Αυτοί είναι οι βασικοί λόγοι που στην έκθεσή μας επικεντρωθήκαμε στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, διερευνώντας ποσοτικά τις δυνατότητες που έχει να μειώσει την έκθεση της χώρας σε ρωσικό ορυκτό αέριο.
Ποια είναι τα σενάρια που εξετάσατε;

Το σενάριο αναφοράς για την εξέλιξη του μίγματος ηλεκτροπαραγωγής ως το 2030 είναι ο επίσημος εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός όπως αυτός περιγράφεται στο ΕΣΕΚ, ο οποίος περιλαμβάνει την απόσυρση όλων των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων ως το 2023, πλήρη απολιγνιτοποίηση ως το 2028 και οδηγεί σε μερίδιο 61% ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας το 2030. Το δεύτερο σενάριο εξετάζει τις δυνατότητες μείωσης της εξάρτησης από το ρωσικό ορυκτό αέριο στην υποθετική περίπτωση μιας άμεσης επιστροφής στον λιγνίτη, εξαντλώντας όλα τα νομικά επιτρεπτά όρια λειτουργίας των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων ως το 2025 και χρησιμοποιώντας τη νέα λιγνιτική μονάδα «Πτολεμαΐδα 5» στα όρια των δυνατοτήτων της ως το 2028. Το τρίτο και τέταρτο σενάριο βασίζονται στην εμπροσθοβαρή ανάπτυξη των ΑΠΕ με την εγκατάσταση από 1 GW νέας ισχύος αιολικών και φωτοβολταϊκών κάθε χρόνο την τριετία 2022-2024 και την επίτευξη διείσδυσης των ΑΠΕ κατά 70% και 75%, αντίστοιχα, το 2030.

Και ποια είναι τα αποτελέσματα της ανάλυσης που κάνατε; Τι εξασφαλίζουν ως προς την απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο και με ποιο κόστος για το περιβάλλον;

Δείχνουν ότι το σενάριο επιστροφής στον λιγνίτη μειώνει μεν την εξάρτηση από το ρωσικό ορυκτό αέριο σε σχέση με το υφιστάμενο ΕΣΕΚ, αλλά πολύ λιγότερο σε σύγκριση με τα δύο σενάρια που επιτυγχάνουν διείσδυση ΑΠΕ κατά 70% και 75% ως το 2030. Πιο συγκεκριμένα ο μέσος όρος ετήσιας μείωσης της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο για την περίοδο 2022-2030 είναι λιγότερο από 30% για το σενάριο που βασίζεται στον λιγνίτη, ενώ τα δύο σενάρια διείσδυσης ΑΠΕ κατά 70% και 75% το 2030 επιτυγχάνουν μειώσεις κατά 61% και 68,2% αντίστοιχα, σε σχέση με την ποσότητα ρωσικού αερίου που κάλυψε το 47,8% της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης αερίου το 2021. Ακόμα και βραχυπρόθεσμα, δηλαδή εντός 2022, η εγκατάσταση 1 GW αιολικών και 1 GW φωτοβολταϊκών θα μειώσει την εξάρτηση από το ρωσικό αέριο περισσότερο από το σενάριο επιστροφής στον λιγνίτη (28,4%, έναντι 23,4%).

Μια ενδεχόμενη επιστροφή στον λιγνίτη την τετραετία 2022-2025 θα συνοδευτεί και από πολύ βαρύτερο κλιματικό αποτύπωμα. Ειδικότερα, η μεγιστοποίηση της χρήσης λιγνίτη οδηγεί σε εκπομπές CO2 την περίοδο 2022-2030 που υπερβαίνουν τις αντίστοιχες ποσότητες τόσο του υφιστάμενου ΕΣΕΚ κατά 34 εκ. τόνους όσο και των σεναρίων διείσδυσης ΑΠΕ 70% και 75% κατά 68 εκ. και 73 εκ. τόνους CO2 αντίστοιχα, εκτροχιάζοντας έτσι τον κλιματικό προϋπολογισμό της χώρας για τον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής.

Μια τέτοια παρέκκλιση θα έχει και σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις. Με διατήρηση των σημερινών επιπέδων τιμών CO2 στο χρηματιστήριο ρύπων ως το 2030 (μια συντηρητική ενδεχομένως εκτίμηση), το σενάριο επιστροφής στον λιγνίτη θα επιβαρύνει το κόστος λειτουργίας του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής της χώρας με περίπου € 5,4 δισ. και € 5,8 δισ. επιπλέον του κόστους CO2 των σεναρίων διείσδυσης ΑΠΕ το 2030 κατά 70% και 75%, αντίστοιχα.

Παρόλα αυτά βλέπουμε πολλές τάσεις και φωνές στην ΕΕ να υποστηρίζουν την επιστροφή στον λιγνίτη για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα, η κυβέρνηση φαίνεται ότι αυτήν την περίοδο εξετάζει την επιστροφή στον λιγνίτη παρατείνοντας τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων. Πού αποδίδετε αυτή την τάση;

Είναι γεγονός ότι υπάρχουν πολλές τέτοιες φωνές οι οποίες όχι μόνο υποστηρίζουν μια τέτοια επιστροφή στον λιγνίτη, αλλά την παρουσιάζουν και ως πραγματικότητα από το καλοκαίρι του 2021 ως σήμερα, παρά το γεγονός ότι τα επίσημα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ δείχνουν ότι στην Ελλάδα έχουμε σταθερή μείωση του λιγνίτη τα τελευταία χρόνια. Σε ό,τι αφορά τις κυβερνητικές εξαγγελίες, καταγράφονται ενδοκυβερνητικές διαφοροποιήσεις και υπάρχουν ακόμα πολλά ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα. Θα είναι προληπτική η αύξηση του ρυθμού εξόρυξης λιγνίτη για την περίπτωση που μέσα στους επόμενους μήνες υπάρξει διακοπή της τροφοδοσίας ορυκτού αερίου από τη Ρωσία; Θα είναι όντως αυξημένη η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη μέσα στα επόμενα δύο χρόνια _ ως το 2023 δηλαδή _ μόνο από 2 λιγνιτικές μονάδες, τον Άγιο Δημήτριο 5 και τη Μελίτη 1, όπως εξήγγειλε πρόσφατα ο Πρωθυπουργός από την Κοζάνη, ουσιαστικά διατηρώντας το χρονοδιάγραμμα απόσυρσης λιγνιτικών μονάδων ακριβώς το ίδιο όπως στο ΕΣΕΚ, ή θα έχουμε μια σαφή τροποποίηση του χρονοδιαγράμματος αυτού και παράταση λειτουργίας των δύο αυτών λιγνιτικών μονάδων ως το 2025 σύμφωνα με τις εξαγγελίες του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας που ακολούθησαν αυτές του Πρωθυπουργού; Ο όποιος σχεδιασμός θα επιβληθεί με κάποιον τρόπο στη ΔΕΗ και ανεξαρτήτως της εξέλιξης των τιμών στο χρηματιστήριο ρύπων ή των τιμών προμήθειας ορυκτού αερίου ή της διάρκειας της κρίσης ενεργειακών τιμών;

Τι δείχνει όμως η ανάλυσή σας;

Δείχνει ότι μια πραγματική επιστροφή στον λιγνίτη υστερεί κατά πολύ στη μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό ορυκτό αέριο συγκριτικά με την εμπροσθοβαρή ανάπτυξη των ΑΠΕ βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, η υλοποίηση ενός τέτοιου σεναρίου θα επιβαρύνει πολύ περισσότερο το κόστος λειτουργίας του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής της χώρας, ενώ ταυτόχρονα θα αναιρέσει την εντυπωσιακή βελτίωση που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στις κλιματικές επιδόσεις της Ελλάδας, η οποία οφείλεται σε συντριπτικό βαθμό στη μείωση της χρήσης λιγνίτη. Με άλλα λόγια, η επιστροφή στον λιγνίτη είναι το λάθος φάρμακο για τη θεραπεία και των τριών «ασθενειών» που αντιμετωπίζουμε: της εξάρτησης από το ρωσικό ορυκτό αέριο, της κρίσης ενεργειακών τιμών και της κλιματικής κρίσης.

Καθώς η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι ακόμα σε εξέλιξη, θεωρείτε πιθανή μια αναδίπλωση της ΕΕ-27 ως προς τους στόχους της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας ή/και ως προς τη μείωση της φιλοδοξίας στους βασικούς φακέλους της ευρωπαϊκής κλιματικής και ενεργειακής πολιτικής που περιλαμβάνονται στο πακέτο fit for 55;

Νομίζω ότι έχουμε ήδη σαφή δείγματα γραφής για το ακριβώς αντίθετο. Πρώτον και κύριο το RePowerEU που ανακοινώθηκε σε προκαταρκτική μορφή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύο μόλις εβδομάδες μετά την έναρξη του πολέμου, στοχεύει μεταξύ άλλων στη μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο κατά 2/3 -δηλαδή 100 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα- εντός του 2022. Το 60% της μείωσης αυτής θα προέλθει μεν από την προμήθεια αερίου από άλλες πηγές (LNG και άλλους αγωγούς), αλλά το υπόλοιπο από την επίσπευση της ανάπτυξης των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, της εγκατάστασης αντλιών θερμότητας και της παραγωγής βιομεθανίου και πράσινου υδρογόνου καθώς και από επιπλέον μέτρα ενίσχυσης της ενεργειακής απόδοσης. Λίγο αργότερα μάλιστα στις Βερσαλλίες τόσο η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και οι αρχηγοί των κρατών μελών έθεσαν ως στόχο πλήρους απεξάρτησης από τις εισαγωγές όλων των ρωσικών ενεργειακών προϊόντων (αέριο, πετρέλαιο και λιθάνθρακας) το 2027, εντείνοντας τα παραπάνω μέτρα. Επίσης, ανεξάρτητη ανάλυση τεσσάρων δεξαμενών σκέψης (Ember, E3G, RAP, Bellona) δείχνει ότι το δυναμικό ανάπτυξης των ΑΠΕ, της αντικατάστασης συστημάτων θέρμανσης που βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα από αντλίες θερμότητας, αλλά και της αύξησης της ενεργειακής αποδοτικότητας στην ΕΕ-27 υποεκτιμάται στο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έτσι είναι εφικτή η πλήρης απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο (155 δις κυβικά μέτρα το 2020) ως το 2025 και μάλιστα χωρίς την ανάγκη κατασκευής νέων υποδομών αποθήκευσης ορυκτού αερίου.

Επιπλέον του RePowerEU, ο Γερμανός εισηγητής της Οδηγίας για τις ΑΠΕ Markus Pieper του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος ζήτησε αύξηση του στόχου διείσδυσης των ΑΠΕ το 2030 στο 45% από 40% που ήταν πριν από τον πόλεμο, ενώ ο σοσιαλιστής εισηγητής της Οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση Niels Fuglsang διεκδικεί αυξημένο στόχο 43% της ενεργειακής απόδοσης ως το 2030. Αύξηση της φιλοδοξίας συζητείται και στην Οδηγία για το χρηματιστήριο ρύπων, η οποία θα οδηγήσει σε περαιτέρω άνοδο των τιμών δικαιωμάτων εκπομπών, πλήττοντας τα επόμενα χρόνια ακόμα περισσότερο την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη και λιθάνθρακα. Η τάση αυτή φαίνεται να επικρατεί και στο Συμβούλιο των Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας, καθώς 11 κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και μερικά από τα οικονομικά ισχυρότερα, ζητούν γρήγορη και φιλόδοξη υλοποίηση του πακέτου fit for 55. Όπως φαίνεται λοιπόν, η Ευρώπη δεν συζητά για επιστροφή στον λιγνίτη και τον λιθάνθρακα, αλλά για επίσπευση της απομάκρυνσης από αυτόν, ενώ οι πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται από την έναρξη του πολέμου σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κινούνται στη λογική μιας de facto επιτάχυνσης των στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και των εφαρμοστικών φακέλων του fit for 55, με παράλληλη αύξηση της φιλοδοξίας τους, αντί για το αντίθετο.

Παρόλο που η έκθεσή σας δεν εξετάζει τις εξορύξεις εγχώριων υδρογονανθράκων ή τον νέο αγωγό μεταφοράς αερίου East Med, ποια η γνώμη σας για την ενσωμάτωσή τους στην ενεργειακή στρατηγική της χώρας; Μπορεί το ορυκτό αέριο να λειτουργήσει – αντί του λιγνίτη – ως το λεγόμενο «μεταβατικό καύσιμο» εξασφαλίζοντας ενεργειακή επάρκεια;

Η όλη συζήτηση για την αναβίωση του εγχειρήματος της εξόρυξης εγχώριων υδρογονανθράκων ή της κατασκευής νέων μεγάλων αγωγών ορυκτού αερίου όπως ο East Med, είναι παρωχημένη. Καταρχάς, είναι προφανές ότι τέτοια σχέδια έρχονται σε αντίθεση με τα συμπεράσματα των επιστημόνων που εξηγούν ότι τα νέα κοιτάσματα υδρογονανθράκων πρέπει να παραμείνουν στη γη προκειμένου να διατηρήσουμε μια ρεαλιστική πιθανότητα συγκράτησης της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από τον 1,5oC. Κατά δεύτερον, ούτε οι εγχώριοι υδρογονάνθρακες, ούτε ο East Med πρόκειται να συμβάλλουν στο παραμικρό στην αντιμετώπιση της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης αφού και τα δύο θα απαιτήσουν πολλά χρόνια και πολλά χρήματα για να αποφέρουν καρπούς. Από την άλλη μεριά, η σημερινή ενεργειακή κρίση θα ξεπεραστεί, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη την αποφασιστικότητα που επιδεικνύει η ΕΕ-27 για την αντιμετώπισή της.

Επίσης, πολύ πριν τις επείγουσες συνθήκες που δημιούργησε ο πόλεμος στην Ουκρανία και την ανακοίνωση του πακέτου RePowerEU, η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμούσε ότι το 2030 το ορυκτό αέριο θα έχει ένα μερίδιο μόλις 16-17% της τελικής ζήτησης ενέργειας, δηλαδή 22% λιγότερο από τα επίπεδα του 2015, σύμφωνα με τη μελέτη επιπτώσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον κλιματικό στόχο του 2030. Η Γερμανία, η νο1 οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανακοίνωσε -επίσης πριν την έναρξη του πολέμου- ότι θα πετύχει πλήρη απεξάρτηση από όλα τα ορυκτά καύσιμα στην ηλεκτροπαραγωγή της ως το 2035, μια πραγματικά εντυπωσιακή δέσμευση, αν αναλογιστεί κανείς τη μεγάλη συμμετοχή άνθρακα και αερίου στο σημερινό μίγμα ηλεκτροπαραγωγής αλλά και τη δέσμευση να κλείσει και τους 3 εναπομείναντες πυρηνικούς σταθμούς της μέχρι το τέλος του 2022.

Όμως η ΕΕ μέσω της ταξινομίας φαίνεται να προωθεί το αέριο.

Θεωρώ ότι ακόμα και η πολυσυζητημένη συμπληρωματική πράξη της Πράσινης Ταξινομίας που δίνει την πράσινη «βούλα» σε νέες υποδομές ορυκτού αερίου, το κάνει μόνο με την προϋπόθεση ότι δεν θα χρησιμοποιούν καθόλου αέριο ως το 2035. Συνεπώς η συνολική πολιτική στόχευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πολύ πριν τον πόλεμο, είναι προς την κατεύθυνση μείωσης της εξάρτησης από το ορυκτό αέριο και μάλιστα ανεξαρτήτως της χώρας από την οποία αυτό προέρχεται. Επομένως, οι χώρες που θα ξεκινήσουν τώρα να επενδύουν σε ορυκτό αέριο, θα βρεθούν σύντομα με πανάκριβα λανθάνοντα περιουσιακά στοιχεία στα χέρια τους λόγω της δραστικής μείωσης της ζήτηση σε αέριο.

Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι ακόμα και μετά τις σχετικές ανακοινώσεις για αναβίωση των ερευνών για εγχώριους υδρογονάνθρακες, μία ακόμα μεγάλη εταιρία εξορύξεων, η Γαλλική Total, αποχώρησε από την κοινοπραξία εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων της Κρήτης και μάλιστα για να στραφεί αποκλειστικά σε έργα ΑΠΕ στην Ελλάδα, ενώ λίγους μήνες πριν το ίδιο είχε πράξει και η ισπανική Repsol.

Το καλύτερο «μεταβατικό καύσιμο» που διαθέτει σε αφθονία η χώρα μας είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι οποίες σε συνδυασμό με υποδομές αποθήκευσης ενέργειας και μέτρα μείωσης της κατανάλωσης, είναι σε θέση να εξασφαλίσουν την ενεργειακή επάρκεια της Ελλάδας και ταυτόχρονα την απεξάρτησή της από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα.

 

Η ανάλυση του Green Tank είναι διαθέσιμη εδώ.