Σχόλιο του Νίκου Μάντζαρη σε άρθρο της Πένης Χαλάτση για το insider.gr με θέμα την απεξάρτηση της ΕΕ και της Ελλάδας από τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας.
Ο Νίκος Μάντζαρης, Αναλυτής Πολιτικής του Green Tank, αναφέρθηκε στο σχέδιο RePowerEU που έθεσε ως αρχικό στόχο τη μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο κατά τα 2/3 έως το τέλος του 2022. Όπως επεσήμανε, ο στόχος αυτός επανεξετάστηκε με τους ηγέτες των κρατών μελών να συμφωνούν σε πλήρη απεξάρτηση έως το 2027. Ωστόσο, πρόσφατη ανεξάρτητη μελέτη, την οποία συνυπογράφουν δεξαμενές σκέψης, δείχνει πως η πλήρης απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο (152 δις κυβικά μέτρα το 2020) είναι εφικτή έως το 2025 και μάλιστα χωρίς την ανάγκη κατασκευής νέων υποδομών αποθήκευσης ορυκτού αερίου.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, τόνισε πως παρά την αλματώδη αύξηση της χρήσης ορυκτού αερίου τα τελευταία χρόνια η χώρα μας έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής του στην τελική κατανάλωση ενέργειας στην ΕΕ-27 και ταυτόχρονα από τα χαμηλότερα επίπεδα εξάρτησης από το ρωσικό αέριο. Ως εκ τούτου, η χώρα μας μπορεί να απεξαρτηθεί και από τις εισαγωγές ρωσικού αερίου πιο εύκολα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Βασική προϋπόθεση είναι η επένδυση σε ΑΠΕ, αντλίες θερμότητας και εξοικονόμηση ενέργειας, ενώ οποιοσδήποτε άλλος σχεδιασμός (νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το ορυκτό αέριο, υποδομές αποθήκευσης αερίου ή έργα μεταφοράς τύπου East Med) θα οδηγήσει σε λανθάνοντα περιουσιακά στοιχεία και θα είναι καταστροφικός για το περιβάλλον και το κλ΄ίμα.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 25 Μαρτίου 2022. Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:
Πόσο εύκολο είναι να απεξαρτηθούν η ΕΕ και η Ελλάδα από τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας
Σε τεντωμένο σκοινί ισορροπεί η ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας (φυσικό αέριο, πετρέλαιο και άνθρακας) καθώς τα ευρωπαϊκά κράτη βρίσκονται ανάμεσα στις συμπληγάδες των πιθανών κυρώσεων στις εισαγωγές από τη Ρωσία και τις περιορισμένες εναλλακτικές λύσεις.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία πυροδότησε κυρώσεις από την πλευρά των ΗΠΑ στο ρωσικό αέριο και πετρέλαιο ενώ η ΕΕ, παρά τις αντιδράσεις ισχυρών οικονομιών (Ιταλία, Γερμανία) έχει θέσει επίσης το θέμα επί τάπητος.
Η υψηλή ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης (και της Ελλάδας) από τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους και οι υψηλές τιμές του πετρελαίου και του αερίου που μάστιζαν την αγορά αρκετό καιρό πριν από την ουκρανική κρίση ανέδειξαν τον επείγοντα χαρακτήρα της διαφοροποίησης των πηγών και της δημιουργίας υποδομών μεταφοράς και αποθήκευσης. Η τρέχουσα συγκυρία έπιασε τα ευρωπαϊκά κράτη «στον ύπνο» και μάλιστα την ώρα όπου τρέχουν προγράμματα πράσινης μετάβασης τα οποία προτάσσουν την σταδιακή εξαίρεση του άνθρακα, του πετρελαίου και του φυσικού αερίου από την ενεργειακή εξίσωση.
Η παγκόσμια οικονομία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές πετρελαίου, άνθρακα και φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Αυτή η εξάρτηση μπορεί να φανεί με πολλούς τρόπους. Αν και οι ρωσικές εισαγωγές ενέργειας της ΕΕ βαίνουν μειούμενες (ανήλθαν σε 99 δισεκατομμύρια ευρώ το 2021, από 157 δισεκατομμύρια το 2012), το 2021, σύμφωνα με την ΕΙΑ το 49% των εξαγωγών πετρελαίου και συμπυκνωμάτων, το 74% φυσικού αερίου και το 36% άνθρακα της Ρωσίας κατευθύνθηκαν προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμη, το ντίζελ, το οποίο προκύπτει από τη διύλιση του πετρελαίου και είναι ένα άλλο ενεργειακό προϊόν που βρίσκεται σε κρίσιμη έλλειψη, ειδικά στην Ευρώπη καλύπτεται κατά ένα μεγάλο μέρος από ρωσικές εισαγωγές. Πρόκειται για ένα καύσιμο το οποίο χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία φορτηγών και αγροτικών τρακτέρ, καθώς και για πολλά ευρωπαϊκά αυτοκίνητα. Μια αναφορά της Argus Media αναφέρει ότι οι ρωσικές προμήθειες αντιπροσωπεύουν το 50% έως 60% των θαλάσσιων εισαγωγών ντίζελ και άλλων υποπροϊόντων της Ευρώπης, και ανέρχονται σε 4 έως 6 εκατομμύρια τόνους καυσίμων το μήνα. Οι αριθμοί αυτοί υποδεικνύουν ότι είναι πολύ δύσκολο να αντικατασταθούν αυτές οι εισαγωγές, χρησιμοποιώντας προμήθειες από αλλού, χωρίς να αγοραστούν σε πολύ υψηλότερο επίπεδο τιμών από ό,τι σήμερα.
Οι εναλλακτικές πηγές για πετρέλαιο, φυσικό αέριο, LNG και άνθρακα
Κράτη όπως είναι οι ΗΠΑ και η Αυστραλία και περιοχές από την Ανατολική Αφρική θα μπορούσαν να καλύψουν το έλλειμμα που θα προέκυπτε από μια πιθανή διακοπή ρωσικών ενεργειακών εισαγωγών με επιπλέον φορτία LNG προς την ευρωπαϊκή αγορά ενώ ως προς το φυσικό αέριο, χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν εναλλακτικές οδεύσεις ενώ τον ίδιο σκοπό θα μπορούσαν να επιτελέσουν και οι αγωγοί όπως είναι η χρήση του Νότιου Διαδρόμου (Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν και Τουρκμενιστάν). Ωστόσο, τα νέα δεδομένα συρρικνούμενων ενεργειακών πόρων και η αυξανόμενη ζήτηση (ιδιαίτερα στις αναδυόμενες οικονομίες όπως είναι η Αίγυπτος) καθιστούν αρκετές χώρες απρόθυμες να προχωρήσουν σε αυξημένες εξαγωγές. Για παράδειγμα, η παραγωγική ικανότητα του Κατάρ έχει «πιάσει ταβάνι» ενώ άλλες χώρες όπως το Ιράκ και το Κουρδιστάν ταλανίζονται από εσωτερικές πολιτικές εντάσεις οι οποίες θέτουν εμπόδια τόσο στις εξαγωγές όσο και στις εγχώριες επενδύσεις στον τομέα.
Από την άλλη, η Αλγερία, η οποία στο παρελθόν υπήρξε ο δεύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου της ΕΕ και τώρα αντιπροσωπεύει περίπου το 11% των εισαγωγών στην Ευρώπη είναι έτοιμη να προμηθεύσει την Ευρωπαϊκή Ένωση με επιπλέον αέριο από το πλεόνασμα της.
Όμως, το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο δεν είναι οι μοναδικοί φυσικοί πόροι που χρειάζεται η Ευρώπη. Το 40% περίπου του άνθρακα που χρησιμοποιεί η ήπειρος προέρχεται επίσης από τη Ρωσία, ενώ το 2020 η χώρα υπήρξε και βασικός προμηθευτής της ένωσης σε αργό πετρέλαιο, ξεπερνώντας χώρες όπως η Νορβηγία, το Καζακστάν και οι ΗΠΑ. Σύμφωνα με το Bruegel, η αντικατάσταση των ρωσικών εισαγωγών άνθρακα προϋποθέτει τη γρήγορη ανάπτυξη νέων αλυσίδων εφοδιασμού για να φέρει τον σωστό τύπο άνθρακα εκεί που χρειάζεται. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι χρήστες άνθρακα αγοράζουν ήδη από διαφορετικούς προμηθευτές κάτι που καθιστά πιο εύκολη την αντιστάθμιση της πιθανής διακοπής ρωσικών εισαγωγών. Όπως επισημαίνει η σχετική έκθεση του Bruegel, «η υψηλότερη ζήτηση άνθρακα, η χαμηλότερη προσφορά άνθρακα και τα πιο σύνθετα logistics θα αυξήσουν το κόστος των εισαγωγών άνθρακα και ενδέχεται να οδηγήσουν σε προσωρινές τοπικές διακοπές. Ωστόσο, η διακοπή των εισαγωγών ρωσικού άνθρακα δεν φαίνεται να προκαλεί δραματικές διαταραχές του εφοδιασμού συνολικά».
Είναι τελικά εφικτή η απεξάρτηση της ΕΕ από τις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας;
Σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές, είναι δύσκολο να επιτευχθεί πλήρης αντιστάθμιση των ρωσικών εισαγωγών εκτός εάν εντατικοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό οι προσπάθειες για περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ, των υποδομών LNG, τη χρήση άλλων εναλλακτικών καυσίμων και τις παρεμβάσεις για εξοικονόμηση ενέργειας.
Μιλώντας στο Insider.gr o κ. Νίκος Μάντζαρης, Αναλυτής Πολιτικής, Συνιδρυτής & Εταίρος της “The Green Tank”, εξηγεί ότι: «ο στόχος που έθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο σχέδιο RePowerEU που παρουσίασε στις 8 Μαρτίου, είναι να μειωθεί η εξάρτηση της ΕΕ-27 από το ρωσικό αέριο κατά τα 2/3 (ήτοι κατά 100 δις κυβικά μέτρα) ως το τέλος του 2022. Ειδικότερα, σύμφωνα με RePowerEU το 60% της μείωσης θα προέλθει από την προμήθεια αερίου από άλλες πηγές (LNG και άλλους αγωγούς), ενώ το υπόλοιπο από την επίσπευση της ανάπτυξης των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, της εγκατάστασης αντλιών θερμότητας και της παραγωγής βιομεθανίου και πράσινου υδρογόνου καθώς και από επιπλέον μέτρα ενίσχυσης της ενεργειακής απόδοσης. Λίγες μέρες μετά τόσο οι ηγέτες των κρατών μελών όσο και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έθεσαν ως στόχο πλήρους απεξάρτησης από τις εισαγωγές όλων των ρωσικών ενεργειακών προϊόντων (αέριο, πετρέλαιο και λιθάνθρακας) ως το 2027.
Ωστόσο, ανεξάρτητη ανάλυση τριών δεξαμενών σκέψης δείχνει ότι το δυναμικό ανάπτυξης των ΑΠΕ, αντικατάστασης συστημάτων θέρμανσης που βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα από αντλίες θερμότητας, και αύξησης της ενεργειακής αποδοτικότητας στην ΕΕ-27 υποεκτιμάται στο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έτσι, είναι εφικτή η πλήρης απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο (152 δις κυβικά μέτρα το 2020) ως το 2025 και μάλιστα χωρίς την ανάγκη κατασκευής νέων υποδομών αποθήκευσης ορυκτού αερίου».
«Η Ευρώπη πρέπει να κερδίσει χρόνο και να κρατήσει χαμηλούς τόνους απέναντι στη Ρωσία»
Αρκετοί αναλυτές θεωρούν ότι η τιμωρία της Ρωσίας μέσω ευρωπαϊκού εμπάργκο στις εισαγωγές ρωσικών ενεργειακών προϊόντω, είναι ένας επικίνδυνος δρόμος. Μια σοβαρή ανησυχία είναι ότι η σημερινή οικονομία δεν μπορεί να συνεχίσει στην τρέχουσα μορφή της χωρίς τις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων της Ρωσίας. Και αυτό επειδή οι ορυκτοί πόροι βαίνουν συρρικνούμενοι, κάτι που αναδεικνύει ως μόνη λύση τη δυνατότητα της οικονομίας να ανεχθεί υψηλότερες τιμές. Αναλύοντας την κατάσταση, ο πρόεδρος του ΣΠΕΦ, Δρ. Στέλιος Λουμάκης, αναφέρει μιλώντας στο Insider.gr ότι: «σε ότι αφορά το γεωπολιτικό πεδίο και τις εμπορικές σχέσεις με την Ρωσία, η τυφλή ή έστω συναισθηματικά φορτισμένη αναπαραγωγή πολιτικών που αποφασίζονται στην άλλη πλευρά του ατλαντικού με βάση τα εκεί εντελώς διαφορετικά ενεργειακά δεδομένα, δεν αρμόζει σε μια οικονομική υπερδύναμη όπως είναι η ΕΕ, ενώ δεν αποκλείεται να αποτελέσει και αυτοχειρία. Πρέπει εν ολίγοις να υπάρξει ευρωπαϊκό μέτρο στις πολιτικές παντού».
Πόσο εύκολη είναι η ενεργειακή απεξάρτηση της Ελλάδας από τη Ρωσία
Η ενεργειακή απεξάρτηση της Ελλάδας από τη Ρωσία είναι εφικτή ακόμη και μέχρι το 2025 αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και επιστρατεύοντας στο «φουλ» εναλλακτικές πηγές όπως είναι οι ΑΠΕ και το LNG, ενώ δυνητική συμβολή θα μπορούσε να έχει κατά ένα ποσοστό και η εκμετάλλευση εγχώριων υδρογονανθράκων εάν οι έρευνες προχωρήσουν και διαπιστωθούν εμπορικά εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα. Εκπρόσωποι από την αγορά και από ελληνικούς φορείς από τον κλάδο των ΑΠΕ, του LNG και των υδρογονανθράκων, μιλούν στο Insider.gr με αριθμούς και στοιχεία για το τι μέλλει γενέσθαι στην εγχώρια αγορά.
Μάντζαρης (The Green Tank): Εφικτή η απεξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας έως το 2025
Μετά τον λιγνίτη, η Ελλάδα μπορεί να απεξαρτηθεί και από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου πιο εύκολα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες και αυτό μάλιστα, σύμφωνα με τη λογική θα μπορούσε να επιτευχθεί μέχρι το 2025, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα ποντάρει περισσότερο σε ΑΠΕ, αντλίες θερμότητας και εξοικονόμηση ενέργειας, όπως επισημαίνει μιλώντας στο Insider.gr o κ. Νίκος Μάντζαρης, Αναλυτής Πολιτικής, Συνιδρυτής & Εταίρος της “The Green Tank”. Aναλύοντας περαιτέρω, ο κ. Μάντζαρης σημειώνει ότι:
«Ο στόχος που έθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για μείωση της εξάρτησης των 27 κρατών μελών ε από το ρωσικό αέριο κατά τα 2/3 ως το τέλος του 2022 θα επιτευχθεί με ένα συνδυασμό μέτρων που δεν περιλαμβάνουν καμία επιστροφή στον λιγνίτη και τον λιθάνθρακα, επιλογή που θα διακινδύνευε την επίτευξη των κλιματικών στόχων.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και παρά την αλματώδη αύξηση της χρήσης ορυκτού αερίου τα τελευταία χρόνια (+11% το 2021 σε σχέση με το 2020 και +10% το 2020 σε σχέση με το 2019) η χώρα μας έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής ορυκτού αερίου στην τελική κατανάλωση ενέργειας στην ΕΕ-27 και ταυτόχρονα από τα χαμηλότερα επίπεδα εξάρτησης από το ρωσικό αέριο ειδικότερα. Αν και η σχετική ανακοίνωση της Gazprom τον Δεκέμβριο του 2021 αναφέρει σημαντικά μεγαλύτερες ποσότητες, πρόσφατη ανάλυση του Ινστιτούτου Bruegel που βασίζεται στα στοιχεία της Eurostat και της ENTSO-G εκτιμά ότι λιγότερο από το 19% του εισαγόμενου στην Ελλάδα αερίου το 2021 προερχόταν από τη Ρωσία.
Επομένως μετά τον λιγνίτη, η Ελλάδα μπορεί να απεξαρτηθεί και από αυτή την πηγή κλιματικής και γεωπολιτικής αστάθειας αλλά και ακρίβειας, ευκολότερα από πολλές άλλες χώρες της ΕΕ. Αρκεί η κυβέρνηση να απομακρυνθεί από τα σχέδια για νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το ορυκτό αέριο αλλά και από δαπανηρά σχέδια για υποδομές αποθήκευσης αερίου ή φαραωνικά έργα μεταφοράς τύπου East Med. Σε μια νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα που ο πόλεμος ήδη επιταχύνει την πορεία απεξάρτησης (και) από το αέριο, τέτοιες υποδομές θα καταστούν λανθάνοντα περιουσιακά στοιχεία (stranded assets) πολύ γρηγορότερα από όσο φανταζόμαστε».
Λαγάκος (Blue Grid/Greek Energy Forum): Η συμβολή των εισαγωγών LNG
Επιτάχυνση στο ρυθμό απεξάρτησης από τις ρωσικές εισαγωγές θα μπορούσε να επιφέρει η προσέλκυση σημαντικά περισσότερων φορτίων LNG. Ο κ. Αλέξανδρος Λαγάκος, Γενικός Διευθυντής, Blue Grid, Συνιδρυτής, Greek Energy Forum εξηγεί σχετικά:
«Η επιδίωξη της Ευρώπης να απεξαρτηθεί πλήρως από το ρωσικό φυσικό αέριο είναι δύσκολο να υλοποιηθεί άμεσα υπό τις παρούσες συνθήκες αγοράς και σίγουρα απαιτεί μία ολοκληρωμένη στρατηγική διάρκειας μερικών ετών. Η άμεση υποκατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου σε διάστημα μόλις λίγων μηνών θα ήταν εφικτή μόνο μέσω της προσέλκυσης σημαντικά περισσότερων φορτίων LNG από την παγκόσμια αγορά. Κάτι τέτοιο όμως θα απαιτούσε το να παραμείνουν οι τιμές φυσικού αερίου στην Ευρώπη αρκετά υψηλές, προκειμένου να «δελεάσουν» τους διεθνείς προμηθευτές να κατευθύνουν τα φορτία τους προς την Ευρώπη αντί για την – εξίσου διψασμένη σε ενέργεια – Ασία. Ενδεικτικά, οι επιπλέον ποσότητες LNG που θα έπρεπε να προσελκύσει φέτος η Ευρώπη αθροίζονται περίπου στην ετήσια κατανάλωση LNG στη Ν.Κορέα, μίας εκ των μεγαλύτερων καταναλωτών στον κόσμο.
Μπέλλας (ΙΓ/ΙΤΕ) : Ο ρόλος των εγχώριων υδρογονανθράκων
Πρόσφατα, εν μέσω τη ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία, ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, επανέφερε στο προσκήνιο το θέμα της εκμετάλλευσης των πιθανών εγχώριων κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Το ενδιαφέρον έχει στραφεί στα μπλοκ του Ιονίου και της Κρήτης, και όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, σε βάθος τριετίας και δεδομένου ότι θα προκύψουν εμπορικά εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα, θα μπορούσαμε να έχουμε απτά αποτελέσματα, τα οποία θα μείωναν σε κάποιον βαθμό την εξάρτηση της Ελλάδας από εισαγωγές ρωσικού αερίου.
Ο Δρ. Σπύρος Μπέλλας Γεωλόγος, Κύριος Ερευνητής στο Ινστιτούτο Γεωενέργειας του Ιδρύματος Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΓ/ΙΤΕ) στην Κρήτη, μιλώντας στο Ιnsider.gr εξηγεί ποια θα μπορούσε να είναι η συμβολή του εγχώριου δυναμικού υδρογονανθράκων στην ενεργειακή απεξάρτηση της Ελλάδας:
«Σύμφωνα με τις δικές μας μελέτες αλλά και τα στοιχεία που έχουν συλλέξει οι αρμόδιοι φορείς και οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον ελλαδικό χώρο, υπάρχουν σοβαρότατες ενδείξεις για ύπαρξη γεωλογικών δομών ικανών να περιέχουν σημαντικότατες ποσότητες -κυρίως αερίου-, οι οποίες, στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν από γεωτρήσεις, θα μπορούσαν να καλύψουν τόσο ποσοστό των αναγκών μας, όσο και να λειτουργήσουν ως μοχλός συγκράτησης επερχόμενων αυξήσεων τιμών, με πολλαπλές θετικές συνέπειες για τη χώρα μας (οικονομικές, εκπαιδευτικές, εργασιακές, γεωστρατηγικές).
Οι πρόσφατες θαλάσσιες γεωφυσικές διασκοπήσεις που ολοκληρώθηκαν σε δύο περιοχές (block) του Ιονίου θα επιφέρουν σημαντική επιπρόσθετη αξία μετά την επεξεργασία και ερμηνεία τους και ελπίζουμε να επιβεβαιώσουν τις προσδοκίες μας. Αναμένουμε και τις έρευνες στις θαλάσσιες περιοχές Δυτικά και ΝΔ της Κρήτης, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν γεωλογικούς στόχους-δομές δυνητικά ανάλογους με το κοίτασμα αερίου Zohr της Αιγύπτου, αλλά και ανάλογες έρευνες σε κάποιες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας με ενδιαφέρουσες ενδείξεις.
Για όλα αυτά, θα μπορούσαμε να έχουμε απτά αποτελέσματα (δηλαδή εκμεταλλεύσιμες εμπορικά ποσότητες εφόσον επιβεβαιωθούν) σε βάθος τριετίας, με την ορθή εφαρμογή και τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας».
Λουμάκης (ΣΠΕΦ): Να κερδίσουμε χρόνο για να ολοκληρωθεί η ενεργειακή μετάβαση
Η ολική απεξάρτηση τόσο της ΕΕ όσο και της Ελλάδας από τα ορυκτά καύσιμα δεν προβλέπεται μέσα στη δεκαετία, ενώ υπάρχουν πολλές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν να μιλάμε συγκεκριμένα για την απεξάρτηση από το ρωσικό πετρέλαιο και αέριο τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, επισημαίνει ο πρόεδρος του ΣΠΕΦ, Στέλιος Λουμάκης μιλώντας στο Insider.gr.
Σε ότι αφορά τις ανανεώσιμες, η ΕΕ το 2020 υπερέβη όπως είναι γνωστό το στόχο του 20-20-20, με την συμμετοχή των ΑΠΕ στη συνολική ενεργειακή κατανάλωση να φθάνει στο 22% έναντι στόχου 20%. Στην Ελλάδα ο δείκτης αυτός έφθασε το 21.7% έναντι στόχου 18%. Στην ηλεκτρική κατανάλωση, που αποτελεί υποσύνολο της συνολικής, το μερίδιο των ΑΠΕ στην ΕΕ έφθασε το 2020 στο 37% και στη χώρα μας στο 35%, ενώ για το 2022 στην Ελλάδα η διείσδυση των ανανεώσιμων περιλαμβανομένων και των μεγάλων υδροηλεκτρικών αναμένεται να υπερβεί το 40% της ηλεκτρικής κατανάλωσης. Σχετικά με το ευρωπαϊκό πακέτο Fit for 55 για το 2030, στόχος είναι η συμμετοχή των ανανεώσιμων στην κάλυψη της συνολικής ενεργειακής ζήτησης να φθάσει στο 40% αντί του 32% που ήταν ο στόχος. Για την Ελλάδα κάτι τέτοιο στην ηλεκτρική ενέργεια θα σημάνει διείσδυση μεγαλύτερη του στόχου που προδιαγράφει το τρέχον Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), ήτοι πλησίον του 70%, σημειώνει σχετικά.
«Από τα παραπάνω μεγέθη εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως ολική απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα την τρέχουσα δεκαετία δεν προβλέπεται, ακόμη και αν αναθεωρηθούν προς τα πάνω επιθετικά οι στόχοι κατά 5 ή 10 ποσοστιαίες μονάδες. Τουλάχιστον σήμερα δεν φαντάζει ρεαλιστικό. Ας σημειωθεί εδώ πως όσο αυξάνεται η ανανεώσιμη διείσδυση, απαιτούνται και νέες υποδομές για την διαχείριση του ενεργειακού συστήματος. Η ενεργειακή μετάβαση χρειάζεται πέραν των επενδύσεων σε ΑΠΕ, πρόσθετα δίκτυα, ενισχυμένες ηλεκτρικές διασυνδέσεις με τις γειτονικές χώρες και υποδομές αποθήκευσης περιλαμβανομένου και του υδρογόνου. Όλα αυτά απαιτούν χρόνο, χρηματοδότηση και ειδικά ως προς το υδρογόνο και τεχνολογικές εξελίξεις.
Αν πάλι εστιάσουμε αποκλειστικά στον άμεσο περιορισμό της εξάρτησης από το φυσικό αέριο με οποιοδήποτε τρόπο, τούτο θα σήμαινε την αύξηση της κατανάλωσης λιγνίτη και πετρελαίου προς υποκατάσταση του. Στο δεύτερο η εξάρτηση μας από τη Ρωσία είναι σαφώς χαμηλότερη, οι αγορές είναι πιο ώριμες, οπότε και τα περιθώρια διαχείρισης επί της αρχής ελαστικότερα. Μια τέτοια απόφαση θα σήμαινε όμως αύξηση στις ποσότητες εκπομπών ρύπων της ηλεκτροπαραγωγής, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι περισσότερες μονάδες φυσικού αερίου μπορούν να καίνε και πετρέλαιο. Ο μηχανισμός ETS θα μπορούσε παροδικά ίσως να συγκρατήσει τις τιμές στα τρέχοντα επίπεδα κάνοντας χρήση και του αποθεματικού δικαιωμάτων ρύπων που διαθέτει, ώστε οι τιμές ρεύματος να μην καταστούν εκ νέου απαγορευτικές. Υπό μόνιμες συνθήκες πάντως υπεισέρχονται και προκλήσεις τροφοδοσίας των μονάδων με βυτία, αφού πετρελαϊκοί αγωγοί για την τροφοδοσία τους σήμερα δεν υπάρχουν.
Καταληκτικά θα λέγαμε πως η ΕΕ οφείλει με τις πολιτικές και την ρητορική της να μην οξύνει περαιτέρω την κατάσταση, ώστε να κερδηθεί χρόνος για να μπορέσει να ολοκληρώσει την ενεργειακή της μετάβαση, όπως επί δεκαετίες την σχεδιάζει».