Στο άρθρο του για το ειδικό αφιέρωμα της ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗΣ για την ενέργεια o Νίκος Μάντζαρης εξηγεί τους βασικούς λόγους για τους οποίους μια ενδεχόμενη επιστροφή στον λιγνίτη, όπως αυτή προτείνεται από αναλυτές και εξετάζεται από την κυβέρνηση, θα ήταν μια λανθασμένη πολιτική επιλογή.
Πιο συγκεκριμένα, οι λιγνιτικές μονάδες δεν έχουν τη νομική δυνατότητα να λειτουργήσουν για πολλές ώρες χωρίς να προβούν σε πολύ ακριβές και χρονοβόρες αναβαθμίσεις. Τέτοιου είδους επενδύσεις δεν έχουν νόημα με δεδομένο τον χρονικό ορίζοντα απολιγνιτοποίησης ως το 2028. Δεύτερον, το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη θα παραμείνει υψηλό, ειδικά στην Ελλάδα, κυρίως λόγω της διατήρησης των τιμών δικαιωμάτων εκπομπών σε επίσης υψηλά επίπεδα όπως δείχνουν όλες οι σχετικές αναλύσεις. Τρίτον, μια επιστροφή στον λιγνίτη θα τορπίλιζε de facto την εντυπωσιακή στροφή προς τη βιωσιμότητα την οποία πραγματοποιεί τα τελευταία χρόνια η ΔΕΗ μέσω της από-επένδυσης από τον λιγνίτη, των επενδύσεων στις ΑΠΕ και των τριών ομολογιακών δανείων με ρήτρα βιωσιμότητας τα οποία σύναψε για τη χρηματοδότησή τους.
Το άρθρο καταλήγει πως η απολιγνιτοποίηση και η εντυπωσιακή βελτίωση των κλιματικών επιδόσεων της χώρας που οφείλεται σε αυτήν, αποτελεί τη μεγαλύτερη επιτυχία στο πεδίο της περιβαλλοντικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια. Η κυβέρνηση πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στο χρονοδιάγραμμα απόσυρσης που αποφασίστηκε το 2019 και να το αποτυπώσει στο υπό αναθεώρηση Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα. Το οφείλει στο περιβάλλον, τους πολίτες των λιγνιτικών περιοχών και τις επόμενες γενιές.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗΣ στις 24 Ιουνίου 2022. Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:
Η απολιγνιτοποίηση πρέπει να συνεχιστεί
Για δεκαετίες η Ελλάδα συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους κλιματικούς ουραγούς της Ευρώπης. Αυτό ακριβώς καθιστά την κλιματική πρόοδο που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια εντυπωσιακή. Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα διαθέσιμα στοιχεία της Σύμβασης-Πλαίσιο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC), η Ελλάδα το 2020 μείωσε τις καθαρές εκπομπές της κατά 30,1% σε σχέση με το 1990, με αποτέλεσμα να βρίσκεται μόλις 3,7 ποσοστιαίες μονάδες πίσω από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ-27. Η διαφορά αυτή ήταν τριπλάσια το 2018 όταν οι καθαρές εκπομπές της Ελλάδας ήταν μόλις 12,9% λιγότερες σε σχέση με το 1990, και η χώρα βρισκόταν στην 8η θέση από το τέλος στην κατάταξη κλιματικών επιδόσεων των κρατών μελών της ΕΕ-27.
Η πρόοδος αυτή δεν είναι συγκυριακή, ούτε οφείλεται στην οικονομική κρίση που ξέσπασε με την πανδημία. Είναι, σε συντριπτικό βαθμό, αποτέλεσμα της ραγδαίας μείωσης της ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη, η οποία, μεταξύ 1990 και 2017, ήταν υπεύθυνη για περισσότερο από το 1/3 των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της χώρας. Ωστόσο, μεταξύ 2018 και 2020, η συνεισφορά του λιγνίτη στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής σχεδόν υπο-τριπλασιάστηκε, από 14,9 TWh το 2018 στις 5,7 TWh το 2020, οδηγώντας έτσι σε μείωση των εκπομπών κατά 14,2 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα, ποσότητα που ισοδυναμεί με μείωση 14 ποσοστιαίων μονάδων των καθαρών εκπομπών της χώρας σε σχέση με το 1990. Παρά τα περί του αντιθέτου γραφόμενα, η μείωση της λιγνιτοπαραγωγής συνεχίστηκε τόσο το 2021 όσο και το 2022. Μάλιστα, με βάση τα επίσημα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, τον Απρίλιο του 2022 καταγράφηκε ιστορικό χαμηλό μηνιαίας παραγωγής από λιγνίτη, ο οποίος κάλυψε μόλις το 4,8% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας.
Ο περιορισμός της καύσης λιγνίτη συνοδεύτηκε και από σημαντική βελτίωση της ποιότητας της ατμόσφαιρας, η κακή κατάσταση της οποίας, έπληττε για δεκαετίες τη δημόσια υγεία ειδικά στις λιγνιτικές περιοχές της χώρας. Παράλληλα, από το 2019 ξεκίνησε η κατά πολλά χρόνια καθυστερημένη συζήτηση για τη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή και την αξιοποίηση των πόρων που έχουν εξασφαλιστεί για τον βιώσιμο μετασχηματισμό των τοπικών οικονομιών σε Δυτική Μακεδονία και Μεγαλόπολη.
Ωστόσο, και παρά την πρόοδο, από το ξέσπασμα της κρίσης τιμών ορυκτού αερίου και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η πλειονότητα του πολιτικού κόσμου αλλά και πολλοί αναλυτές, θεωρούν την «επιστροφή» στον λιγνίτη περίπου αυτονόητη, προκειμένου να μειωθεί η εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές ρωσικού ορυκτού αερίου.
Μια τέτοια αλλαγή πλεύσης όμως θα έχει πολλές αρνητικές συνέπειες, ενώ δεν θα είναι διόλου απλή υπόθεση.
Πρώτα από όλα, όλες οι λιγνιτικές μονάδες της χώρας λειτουργούν σε καθεστώς εξαίρεσης. Τους επιτρέπεται δηλαδή να υπερβαίνουν τα ευρωπαϊκά όρια συγκεντρώσεων αερίων ρύπων με την προϋπόθεση όμως ότι θα λειτουργήσουν για περιορισμένες ώρες. Για πολλές λιγνιτικές μονάδες αυτές οι ώρες εξαντλούνται το αργότερο ως το 2023, ενώ για κάποιες άλλες το 2025. Αν επιδιωχθεί να λειτουργήσουν έστω και μία ώρα παραπάνω, η ΔΕΗ θα πρέπει να προχωρήσει σε ακριβές αναβαθμίσεις των λιγνιτικών της μονάδων, προκειμένου αυτές να συμμορφώνονται με τα όρια εκπομπών. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι ρεαλιστικό δεδομένου του χρόνου και του κόστους των σχετικών έργων αλλά και του γεγονότος ότι η ΔΕΗ ζήτησε και έλαβε τις εξαιρέσεις ακριβώς για να αποφύγει να επενδύσει σε αναβαθμίσεις λιγνιτικών μονάδων που πρόκειται να κλείσουν. Επομένως, οι αντικειμενικές δυνατότητες των λιγνιτικών μονάδων να υποκαταστήσουν ορυκτό αέριο είναι πολύ περιορισμένες.
Δεύτερον, οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών στο χρηματιστήριο ρύπων έχουν ξαναπάρει την ανιούσα. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι θα διατηρηθούν σε πολύ υψηλά επίπεδα και τα επόμενα χρόνια καθώς τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και οι μεγαλύτερες πολιτικές ομάδες στο Ευρωκοινοβούλιο επιδιώκουν αύξηση της κλιματικής φιλοδοξίας στην υπό αναθεώρηση οδηγία που διέπει το χρηματιστήριο ρύπων, οδηγώντας έτσι σε ενίσχυση των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπών. Καθώς η ποιότητα του ελληνικού λιγνίτη είναι με διαφορά η χειρότερη στην ΕΕ-27, η εξέλιξη αυτή θα πλήξει πιο άμεσα και πολύ περισσότερο την ελληνική λιγνιτική βιομηχανία συγκριτικά με άλλες χώρες.
Τρίτον, η ΔΕΗ τα τελευταία τρία χρόνια πραγματοποιεί μια αθόρυβη, αλλά πολύ δυναμική στροφή από τον λιγνίτη στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Η εταιρεία χρηματοδοτεί την αλλαγή του ενεργειακού της χαρτοφυλακίου μέσω τριών ομολογιακών δανείων ύψους 1,275 δις ευρώ, τα οποία συνοδεύονται από «ρήτρες βιωσιμότητας». Πρόκειται για δεσμεύσεις μείωσης των εκπομπών από τις θερμικές μονάδες της εταιρείας κατά 40% και 57%, το 2022 και το 2023 αντίστοιχα, σε σύγκριση με το 2019. Μια ενδεχόμενη αύξηση των ωρών λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων θα οδηγήσει σε αποτυχία επίτευξης των συγκεκριμένων δεσμεύσεων, πλήττοντας τα οικονομικά και (κυρίως) την αξιοπιστία της -«νεοφώτιστης» σε θέματα βιωσιμότητας- ΔΕΗ.
Η απολιγνιτοποίηση και η εντυπωσιακή βελτίωση των κλιματικών επιδόσεων της χώρας που οφείλεται σε αυτήν, αποτελεί τη μεγαλύτερη επιτυχία στο πεδίο της περιβαλλοντικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια. Η κυβέρνηση πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στο χρονοδιάγραμμα απόσυρσης που αποφασίστηκε το 2019 και να το αποτυπώσει στο υπό αναθεώρηση Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα. Το οφείλει στο περιβάλλον, τους πολίτες των λιγνιτικών περιοχών και τις επόμενες γενιές.