Ενεργειακή κρίση, LNG και τα σενάρια επιστροφής στον λιγνίτη

Στο εκτενές άρθρο του Ευάγγελου Θεοδώρου στον Ορθό Λόγο με τίτλο «Το LNG, η ενεργειακή κρίση και το μέλλον του Πλανήτη» o Νίκος Μάντζαρης εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η επένδυση σε υποδομές LNG θα έχει σοβαρό κλιματικό αποτύπωμα και θα απομακρύνει την ΕΕ από τους κλιματικούς της στόχους, αλλά και ανυπολόγιστο οικονομικό κόστος στις αβέβαιες συνθήκες που έχει διαμορφώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Αντίστοιχα, σχολιάζει αρνητικά το ντόμινο επιπτώσεων ενός τέτοιου σεναρίου που μπορεί να οδηγήσει αρκετές χώρες-πρωτοπόρους στην ανάπτυξη των ΑΠΕ σε επιστροφή στον λιγνίτη και τον άνθρακα με ολέθριες συνέπειες για το κλίμα ή και σε ανακατεύθυνση των εξαγωγών ρωσικών ορυκτών καυσίμων στην Ασία ή σε χώρες που θα αναζητήσουν φτηνότερη ενέργεια. Ειδικά για το τελευταίο o Νίκος Μάντζαρης επισημαίνει πως τα μέτρα των ΗΠΑ και της ΕΕ ενάντια στη Ρωσία, έχουν καταστήσει την ασφάλιση της μεταφοράς ρωσικού πετρελαίου με τάνκερ πολύ ακριβότερη απ’ ότι στο παρελθόν. Όπως αναφέρει, «τα ρωσικά κοιτάσματα αερίου που τροφοδοτούν τις ασιατικές αγορές δεν είναι συνδεδεμένα μέσω αγωγών με αυτά που τροφοδοτούν την Ευρώπη, οπότε δεν είναι διόλου απλή υπόθεση η διοχέτευση των ορυκτών καυσίμων που προορίζονταν για την Ευρώπη στην Ασία, χωρίς την κατασκευή πολλών χιλιάδων χιλιομέτρων νέων αγωγών. […] Έτσι, ενώ οι εξαγωγές ενεργειακών προϊόντων από τη Ρωσία στην Ασία έχουν αυξηθεί κατά 30% τους πρώτους 3 μήνες του 2022 κι ακόμα κι αν αυτή η τάση συνεχιστεί, είναι πολύ αμφίβολο ότι θα είναι αρκετή για να ισοσταθμίσει τις οικονομικές συνέπειες των μέτρων της Δύσης στη Ρωσία». Επομένως η πορεία απεξάρτησης της Ευρώπης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα αποτελεί τη σωστή στρατηγική και από γεωπολιτικής σκοπιάς.

Στη συνέχεια, σχετικά με τις εξελίξεις στην Ελλάδα, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους αυξάνεται το κόστος του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή με αναφορά στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο ρύπων και τονίζει ότι εν μέσω πολέμου στην Ουκρανία, οι επιπλέον ποσότητες λιγνίτη συγκεντρώνονται για την περίπτωση που υπάρξει κάποια ξαφνική διακοπή τροφοδοσίας της χώρας από τη Ρωσία και δεν ισοδυναμούν  απαραίτητα με μια αυτόματη «επιστροφή στον λιγνίτη», όπως ακούγεται συχνά. Όπως αναφέρει «το αν τελικά θα καούν αυτές οι επιπλέον ποσότητες θα εξαρτηθεί από μια σειρά παραμέτρων, όπως το αν όντως θα έχουμε διακοπή στην τροφοδοσίας από το ρωσικό ορυκτό αέριο, την εξέλιξη των τιμών CO2 στο χρηματιστήριο ρύπων, την εξέλιξη των τιμών προμήθειας ορυκτού αερίου, καθώς και τον ρυθμό ανάπτυξης των ΑΠΕ στην Ελλάδα».

Στο ίδιο πλαίσιο, εκφράζει και τον προβληματισμό του για τη στάση της κυβέρνησης, κομμάτων της αντιπολίτευσης και πολλών άλλων φορέων που υποστηρίζουν το αέριο ως μεταβατικό καύσιμο χωρίς να συνυπολογίζουν την κλιματική επίπτωση, αλλά και το οικονομικό κόστος που δεν οφείλεται μόνο στην τωρινή έκρηξη των τιμών προμήθειας αερίου, αλλά και στην «αδυναμία χρηματοδότησης νέων μονάδων αερίου λόγω των αυστηρών όρων της πράσινης ταξινομίας για τέτοιες μονάδες, χωρίς, μάλιστα, να αποκλείεται ακόμα και η καταψήφιση από το Ευρωκοινοβούλιο της δυνατότητας τέτοιων μονάδων να πάρουν την “πράσινη βούλα” υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, και, άρα, να αποκτήσουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση».

Με αυτά τα δεδομένα, καταλήγει πως η αποφασιστική στροφή στην εξοικονόμηση ενέργειας και στις ΑΠΕ – σε ευθυγράμμιση με τους στόχους που θέτει η ΕΕ και το REPowerEU – με παράλληλη ανάπτυξη υποδομών αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας και τεχνολογιών διαχείρισης της ζήτησης «είναι ο μόνος βιώσιμος δρόμος για το ενεργειακό μέλλον της χώρας τόσο από κλιματική όσο και από οικονομική σκοπιά».

Το άρθρο δημοσιεύτηκε τον Μάιο 2022 και είναι διαθέσιμο εδώ.