Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα ηλεκτροπαραγωγής (Απρίλιος 2024 για το διασυνδεμένο δίκτυο και Μάρτιος 2024 για τα μη διασυνδεδεμένα νησιά) και αυτά των ετήσιων εκπομπών CO2 από το ΣΕΔΕ (2023), εκτιμώνται οι μηνιαίες εκπομπές από κάθε μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Ελλάδας, ακολουθώντας τη μεθοδολογία και τις παραδοχές που παρουσιάζονται εδώ.
Ένταση άνθρακα της ηλεκτροπαραγωγής
Η ένταση άνθρακα[1] αποτελεί σημαντικό δείκτη της πορείας απανθρακοποίησης του τομέα της ηλεκτροπαραγωγής. Χαμηλή τιμή έντασης άνθρακα σημαίνει καθαρότερο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής, απεξαρτημένο από τα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα.
Η πρόοδος που έχει συντελεστεί ήδη φαίνεται από τη μεγάλη μείωση της έντασης άνθρακα την τελευταία δεκαετία. Από το 2013 -έτος έναρξης της τρίτης φάσης του ΣΕΔΕ, κατά την οποία σταμάτησαν να παραχωρούνται δωρεάν δικαιώματα εκπομπών άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή- έως και το 2019, η ένταση άνθρακα κυμαινόταν πάνω από τα 500 γρ CO2/kWh. Η υψηλότερη μέση ετήσια ένταση άνθρακα της τελευταίας δεκαετίας σημειώθηκε το 2014 (875 γρ. CO2/kWh).
Ωστόσο, 10 χρόνια αργότερα, η ένταση άνθρακα σχεδόν υποτριπλασιάστηκε για να φτάσει τα 315 γρ. CO2/kWh. Τη μεγαλύτερη συνεισφορά σε αυτή τη μείωση των εκπομπών έχει η πτώση της παραγωγής από λιγνίτη κατά 80.6% μεταξύ 2013 και 2023.
Η πρόοδος συνεχίζεται και το 2024, καθώς το πρώτο τετράμηνο η μέση ένταση άνθρακα μειώθηκε περαιτέρω στα 268 γρ. CO2/kWh. Ο Απρίλιος, ειδικότερα, ήταν ο μήνας με τη χαμηλότερη μηνιαία ένταση άνθρακα (236 γρ. CO2/kWh) από καταβολής μετρήσεων, καθώς συνοδεύτηκε από πολύ χαμηλή λιγνιτική παραγωγή και υψηλό μερίδιο ΑΠΕ. Η δεύτερη χαμηλότερη μηνιαία ένταση άνθρακα σημειώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2023 (255 γρ. CO2/kWh), όταν είχε καταγραφεί και η δεύτερη χαμηλότερη λιγνιτική παραγωγή (187 GWh) τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’70.
Εκπομπές ανά καύσιμο
Τον Απρίλιο του 2024, οι εκπομπές των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής έπεσαν κάτω από τους 1 εκατ. τόνους (0.94). Αυτό έχει συμβεί ξανά μόνο άλλες δυο φορές κατά την τελευταία δεκαετία (Απρίλιο 2022 και Μάιο 2023).
Συνολικά, τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2024 εκτιμάται ότι εκπέμφθηκαν 4.52 εκατ. τόνοι CO2 για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Οι εκπομπές των μονάδων ορυκτού αερίου (2.06 εκατ. τόνοι ή 45.6%) ξεπέρασαν τις αντίστοιχες των λιγνιτικών μονάδων (1.77 εκατ. τόνοι ή 39.1%). Πολύ μικρότερο ήταν το μερίδιο των πετρελαϊκών μονάδων (0.69 εκατ. τόνοι ή 15.3%).
Έτσι, οι εκπομπές του τομέα ηλεκτροπαραγωγής μειώθηκαν κατά 0.37 εκατ. τόνους (-7.6%) το πρώτο τετράμηνο του 2024 σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2023. Αυτό οφείλεται κυρίως στη μείωση των εκπομπών των λιγνιτικών μονάδων (-0.74 εκατ. τόνους ή -29.5%) ως αποτέλεσμα της μειωμένης ηλεκτροπαραγωγής από λιγνιτικές μονάδες κατά 26.9%.
Αντίθετα, στις εκπομπές των μονάδων ορυκτού αερίου παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση (+0.38 εκατ. τόνοι ή +22.6%) λόγω της αντίστοιχης αύξησης της ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτό αέριο κατά 28.4%. Τέλος, ελάχιστα μειωμένες εμφανίστηκαν οι εκπομπές από τις μονάδες πετρελαίου (-0.01 εκατ. τόνοι ή -1.5%).
Μεγαλύτερη ήταν η μείωση στις συνολικές εκπομπές του πρώτου τετράμηνου του 2024 συγκριτικά με τον μέσο όρο της πενταετίας (-2.45 εκατ. τόνους ή -35.2%). Η μείωση προήλθε και από τα τρία καύσιμα, με μεγαλύτερη αυτή από τον λιγνίτη (-2.18 εκατ. τόνοι ή -55.2%). Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αρχή της πενταετίας (2019), οι εκπομπές από τις λιγνιτικές μονάδες (6.78 εκατ. τόνοι) ήταν σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερες από αυτές του πρώτου τετράμηνου του 2024. Ακολούθησε σε μείωση το πετρέλαιο (-0.18 εκατ. τόνοι ή -19.9%) και έπειτα το ορυκτό αέριο (-0.09 εκατ. τόνοι ή -4.1%).
Εκπομπές ανά σταθμό ηλεκτροπαραγωγής
Σε ό,τι αφορά τον επιμερισμό των εκπομπών στους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, ο λιγνιτικός ατμοηλεκτρικός σταθμός (ΑΗΣ) του Αγίου Δημητρίου διατήρησε την 1η θέση και κατά το πρώτο τετράμηνο του 2024, με εκπομπές 1.34 εκατ. τόνους (75.7% των εκπομπών από τις λιγνιτικές μονάδες). To 2024 λειτούργησαν οι τρεις από τις πέντε μονάδες του (III-V) που καλύπτουν την τηλεθέρμανση της πόλης της Κοζάνης, ενώ τον Απρίλιο λειτούργησε μόνο η μονάδα V.
Στη 2η θέση βρέθηκε η Πτολεμαΐδα 5 (0.39 εκατ. τόνοι), εκτοπίζοντας στην 4η θέση τον Άγιο Νικόλαο (0.36 εκατ. τόνοι), ο οποίος στο τρίμηνο είχε βρεθεί δεύτερος. Ο τρίτος λιγνιτικός σταθμός, δηλαδή ο ΑΗΣ Μελίτης, είχε μηδενική παραγωγή τον Απρίλιο για δεύτερο συνεχόμενο μήνα και βρέθηκε στην 21η θέση με 0.04 εκατ. τόνους.
Την 3η θέση της κατάταξης των μεγαλύτερων ρυπαντών στην ηλεκτροπαραγωγή κατέλαβε η Μεγαλόπολη V που εξέπεμψε 0.37 εκατ. τόνους. Ακολούθησαν στην κατάταξη άλλοι 6 σταθμοί ορυκτού αερίου, ενώ συνολικά οι μονάδες με καύσιμο το ορυκτό αέριο ξεπέρασαν το 50% (53.8%) των εκπομπών από τις θερμικές μονάδες του διασυνδεδεμένου δικτύου της χώρας (λιγνίτης και ορυκτό αέριο μαζί).
Στα Μη Διασυνδεμένα Νησιά, τις πρώτες τρεις θέσεις σε εκπομπές καταλαμβάνουν οι πετρελαϊκοί σταθμοί που βρίσκονται στην Κρήτη (Αθερινόλακκος Λινοπεράματα και Χανιά), με εκπομπές 0.16, 0.13 και 0.07 εκατ. τόνους αντίστοιχα το πρώτο τετράμηνο του 2024. Οι τρεις αυτοί σταθμοί, που είναι αθροιστικά υπεύθυνοι για το 51.9% των συνολικών εκπομπών στα μη διασυνδεδεμένα νησιά, βρέθηκαν στην 10η, 12η και 14η θέση αντίστοιχα στη γενική κατάταξη όλων των θερμικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής της χώρας ως προς τις εκπομπές του.
Οι εκπομπές των θερμικών μονάδων της ΔΕΗ
Η ΔΕΗ πραγματοποίησε μεγάλη πρόοδο τα τελευταία δύο χρόνια σε ό,τι αφορά τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τις θερμικές της μονάδες. Συγκεκριμένα, το 2022 κατόρθωσε να περιορίσει τις εκπομπές της στους 14.94 εκατ. τόνους, 35% λιγότερους από τα αντίστοιχα επίπεδα του 2019 (23.09 εκατ. τόνους). Παράλληλα, το 2023 η μείωση σε σχέση με το 2019 ξεπέρασε το 50% (-50.3%), καθώς αθροιστικά όλες οι θερμικές μονάδες της ΔΕΗ εκτιμάται ότι εξέπεμψαν 11.47 εκατ. τόνους[2].
Παρά το γεγονός ότι έχασε για λίγο τους στόχους που αποτυπώνονται στα τρία ομολογιακά δάνεια που σύναψε το 2021 για μείωση των εκπομπών των θερμικών της μονάδων κατά 40% το 2022 και κατά 57% το 2023 σε σχέση με τα επίπεδα του 2019, η ΔΕΗ δείχνει να παραμένει προσηλωμένη στη δραστική μείωση του ανθρακικού της αποτυπώματος. Συγκεκριμένα, στο νέο στρατηγικό επιχειρησιακό της σχέδιο για την τριετία 2024 – 2026, το οποίο παρουσίασε τον Ιανουάριο του 2024 στο Capital Markets Day στο Λονδίνο, δεσμεύτηκε να περιορίσει το 2026 τις εκπομπές από τις θερμικές της μονάδες στους 5.9 εκατ. τόνους, μια μείωση της τάξης του 75% σε σχέση με τα επίπεδα του 2019.
Θεωρώντας ότι η μείωση των εκπομπών από τους 11.47 εκατ. τόνους το 2023 στους 5.9 εκατ. τόνους το 2026 θα είναι γραμμική, μπορεί να γίνει εκτίμηση των ετήσιων προϋπολογισμών άνθρακα της ΔΕΗ για κάθε έτος της τριετίας 2024-2026. Με αυτή την παραδοχή, ο διαθέσιμος προϋπολογισμός για το 2024 ανέρχεται σε 9.61 εκατ. τόνους.
Κατά το πρώτο τετράμηνο του έτους, οι θερμικές μονάδες της ΔΕΗ εξέπεμψαν 3.19 εκατ. τόνους, καταγράφοντας μείωση 17.5% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2023. Η μείωση αυτή είναι υπερδιπλάσια από την αντίστοιχη ποσοστιαία μείωση που σημειώθηκε στις εκπομπές όλων των θερμικών μονάδων της χώρας (-7.6%). Συνεπώς, ο εναπομένων προϋπολογισμός άνθρακα της ΔΕΗ για τους υπόλοιπους 8 μήνες του 2024 είναι 6.41 εκατ. τόνοι, δηλαδή το 66.8% του συνολικού προϋπολογισμού άνθρακα του έτους. Με βάση τις κλιματικές επιδόσεις του πρώτου τετράμηνου, η ΔΕΗ βρίσκεται οριακά εκτός της τροχιάς επίτευξης του στόχου.
Μπορείτε να δείτε την εξέλιξη των εκπομπών του τομέα της ηλεκτροπαραγωγής από το 2013 ως σήμερα και να διαβάσετε τις αναλύσεις προηγούμενων μηνών εδώ.
[1] Η ένταση άνθρακα ορίζεται ως ο λόγος των εκπομπών από τα τρία καύσιμα (λιγνίτης, αέριο και πετρέλαιο, συμπεριλαμβανομένων και των ΣΗΘΥΑ) ως προς τη συνολική ηλεκτροπαραγωγή της χώρας από το διασυνδεδεμένο δίκτυο και τα μη διασυνδεδεμένα νησιά.
[2] Στην τιμή αυτή περιλαμβάνονται οι εκπομπές όλων των θερμικών μονάδων της ΔΕΗ που καταγράφονται στο ΣΕΔΕ το 2023 (9.73 εκατ. τόνοι) και μια εκτίμηση των εκπομπών της Πτολεμαΐδας 5 (1.735 εκατ. τόνοι), οι οποίες θα καταγραφούν επισήμως στο ΣΕΔΕ τα επόμενα χρόνια.