Οι στρεβλώσεις από την πώληση των λιγνιτών της ΔΕΗ

Δήλωσεις σχετικά με τις επιπτώσεις της πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και τους καταναλωτές.

Οι δηλώσεις περιλαμβάνονται σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 28 Μαρτίου 2019, στο insidestory. Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:

Λιγνιτικές μονάδες: H ΔΕΗ πουλάει, οι καταναλωτές πληρώνουν

Την ώρα που η μία χώρα μετά την άλλη περιορίζουν τη χρήση του λιγνίτη, η ΔΕΗ και η κυβέρνηση επιχειρούν για δεύτερη φορά να πουλήσουν τις ρυπογόνες και οικονομικά αναποτελεσματικές λιγνιτικές μονάδες στον ιδιωτικό τομέα, προσφέροντας αντισταθμιστικά οφέλη. Ποιος θα πληρώσει;

Πάνω από 1,4 εκατομμύρια παιδιά σε 125 χώρες και 2.083 περιοχές ολόκληρου του πλανήτη διαδήλωσαν πριν λίγες ημέρες (την Παρασκευή 15 Μαρτίου) σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να αφυπνιστούν οι ηγέτες των χωρών τους και να αναλάβουν επειγόντως ουσιαστικές πρωτοβουλίες για την προστασία του πλανήτη από την κλιματική αλλαγή. Το παγκόσμιο αυτό κίνημα ξεκίνησε μόλις μερικούς μήνες πριν, από ένα 16χρονο κορίτσι στη Σουηδία, το οποίο μια Παρασκευή δεν μπήκε στην τάξη της αλλά αποφάσισε να σταθεί μόνη, με ένα πλακάτ, έξω από το Κοινοβούλιο της Σουηδίας, διαμαρτυρόμενη για την αδράνεια των πολιτικών όσον αφορά την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Η Γκρέτα και πλέον οι εκατοντάδες χιλιάδες συνομήλικοί της δεν ζητούν τίποτε παραπάνω από το να ληφθούν μέτρα που να συμβαδίζουν τόσο με τον στόχο που συμφωνήθηκε από 195 χώρες στο Παρίσι το 2015 για περιορισμό της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη όσο το δυνατόν πιο κοντά στον 1,5 βαθμό Κελσίου, όσο και με τα συμπεράσματα της κλιματικής επιστήμης.

Η 16χρονη Γκρέτα αφύπνησε εκατομμύρια πολιτών όταν διαμαρτυρήθηκε για την κλιματική αλλαγή και την αδράνεια των πολιτικών έξω από το Κοινοβούλιο της Σουηδίας

Και τι λένε οι επιστήμονες της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC); Για να αποφύγουμε αναντίστρεπτη υπερθέρμανση του πλανήτη πρέπει να μειώσουμε τις παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) κατά 50% ως το 2030. Και τα τέσσερα σενάρια που εξετάστηκαν εκτιμούν ότι για να μην ανέβει ο …πυρετός της Γης, θα πρέπει η παγκόσμια κατανάλωση κάρβουνου να μειωθεί μεταξύ 59% και 78% ως το 2030.

Το …κάρβουνο στην Ευρώπη και στην Ελλάδα

Τι κάνει λοιπόν η Ευρώπη για να απεξαρτητοποηθεί από το κάρβουνο; Είκοσι κράτη μέλη της ΕΕ είτε δεν χρησιμοποιούν πλέον κάρβουνο, είτε έχουν δεσμευτεί ότι θα σταματήσουν πλήρως τη χρήση του ως το 2030 ή και πολύ νωρίτερα, είτε συζητούν σοβαρά το ενδεχόμενο εξοστρακισμού του από τον ενεργειακό τομέα. Σε αυτές τις χώρες ήρθε πρόσφατα να προστεθεί και η Γερμανία με τη μεγαλύτερη οικονομία στη Γηραιά Ήπειρο, η οποία όμως τοποθετεί την κρίσιμη ημερομηνία το 2038 ή το 2035 το νωρίτερο (γιατί χρησιμοποιεί κάρβουνο ως πρώτη ύλη για παραγωγή ενέργειας).

Μόνο επτά κράτη μέλη δεν συζητούν ακόμα καθόλου την πλήρη απεξάρτηση από το κάρβουνο. Πρόκειται για έξι πρώην ανατολικές χώρες (Πολωνία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Κροατία, Σλοβενία, Τσεχία) και την Ελλάδα.

Η επιμονή στο λιγνιτικό μοντέλο στη χώρα μας είναι επιζήμια όχι μόνο περιβαλλοντικά αλλά και οικονομικά

Στην περίπτωση της χώρας μας, η επιμονή στο λιγνιτικό μοντέλο ηλεκτροπαραγωγής είναι ενάντια ακόμα και στην κοινή λογική δεδομένου ότι εκτός από περιβαλλοντικά και κλιματικά επιζήμιος, ο ελληνικός λιγνίτης, που έχει τη χειρότερη ποιότητα ανάμεσα σε όλους τους λιγνίτες της Ευρώπης, δεν είναι πλέον φτηνός. Η εκτόξευση των δικαιωμάτων τιμών CO2 (διοξειδίου του άνθρακα) στο Χρηματιστήριο Ρύπων, η ανάγκη για ακριβές αναβαθμίσεις λιγνιτικών μονάδων λόγω της αυστηρότερης ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ο ταυτόχρονος καταποντισμός του κόστους εγκατάστασης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και η αλματώδης πρόοδος στις τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας, καθιστούν πλέον τον ελληνικό λιγνίτη μη ανταγωνιστικό.

Σε κάθε περίπτωση, τόσο ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Μανόλης Παναγιωτάκης όσο και ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης, αν και μιλούν για στροφή στην πράσινη ενέργεια, έχουν πολλάκις δηλώσει, ότι πρέπει παράλληλα να διασφαλιστεί η συμμετοχή του λιγνίτη στο μείγμα καυσίμου ώστε να υπάρχει ασφάλεια εφοδιασμού για τη χώρα.

Εθνικό Σχέδιο και στρεβλώσεις

Έτσι, στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και Το ΚλίμαΕθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός (ΕΣΕΚ), προσχέδιο του οποίου κατέθεσε στην Ε.Ε. η κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2019, αναφέρεται ότι 2,7 λιγνιτικά γιγαβάτ (GW) θα εξακολουθούν να λειτουργούν ακόμα και το 2030 συνεισφέροντας κατά 17% στην κάλυψη της ζήτησης σε ηλεκτρική ενέργεια. Ο …παραλογισμός σχετίζεται άμεσα με την πώληση του περίπου 40% του λιγνιτικού χαρτοφυλακίου της ΔΕΗ η οποία επιβλήθηκε ως όρος στο συμπληρωματικό Μνημόνιο που υπέγραψαν κυβέρνηση και θεσμοί το 2017. Πώς είναι δυνατόν η ελληνική κυβέρνηση και η υπό κρατικό έλεγχο ΔΕΗ να προσπαθούν από τη μία να πουλήσουν λιγνιτικές μονάδες, συμπεριλαμβανομένης και της άδειας παραγωγής για νέα λιγνιτική μονάδα στη Μελίτη, και από την άλλη η ελληνική κυβέρνηση να αποφασίζει απεξάρτηση από τον λιγνίτη το 2030;

Οι λιγνιτικές μονάδες θα λειτουργούν και το 2030 και θα συνεισφέρουν στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας γιατί  η ΔΕΗ πρέπει να πουλήσει το 40% αυτών των μονάδων

Εκτός από τη σημαντική συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό μίγμα το 2030 που προβλέπεται στο ΕΣΕΚ – που μοιραία εμποδίζει την αύξηση της διείσδυσης των καθαρών ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) – η πώληση των λιγνιτών της ΔΕΗ οδηγεί σε επιπλέον στρεβλώσεις σε μια απέλπιδα προσπάθεια να καταστεί το προς πώληση λιγνιτικό πακέτο ελκυστικό για τους επίδοξους επενδυτές.

Το τέλος λιγνίτη (2 ευρώ ανά MWh παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη) που συνεισέφερε περίπου 30 εκατ. ευρώ τον χρόνο στον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ) καταργήθηκε ήδη προς όφελος της λιγνιτικής βιομηχανίας, προκειμένου να «χρυσώσουν» το χάπι στους υποψήφιους …μνηστήρες, που συμμετείχαν στον πρώτο διαγωνισμό για την πώληση των δύο λιγνιτικών πακέτων της ΔΕΗ (Μεγαλόπολης και Φλώρινας).

Πώς θα καλυφθεί το κενό; Είτε από τους καταναλωτές μέσω του ΕΤΜΕΑΡ (Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων), το οποίο περιλαμβάνεται στις ρυθμιζόμενες χρεώσεις των τιμολογίων ρεύματος. Είτε με αυξημένη εισροή στον ΕΛΑΠΕ δημοσίων εσόδων από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων CO2, τη στιγμή που αυτά τα κονδύλια θα μπορούσαν να στηρίξουν πολύ περισσότερο τη στροφή των διαρκώς συρρικνούμενων τοπικών οικονομιών στις λιγνιτικές περιοχές της χώρας μας, σε βιώσιμη κατεύθυνση.

Η κυβέρνηση έχει προαναγγείλει την επιβολή ρήτρας CO2 στους καταναλωτές ενώ σχεδιάζει και Μόνιμο Μηχανισμό Διασφάλισης Ισχύος

Η κυβέρνηση έχει επίσης προαναγγείλει την επιβολή της λεγόμενης «ρήτρας CO2» στους καταναλωτές, οι οποίοι θα κληθούν να πληρώσουν τον λογαριασμό από τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων που εκπέμπουν πάνω από 1,5 τόνο CO2 για κάθε μεγαβατώρα που παράγουν. Συντηρητικοί υπολογισμοί εκτιμούν ότι το κόστος CO2 μόνο από τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων θα ξεπεράσει τα πέντε δισ. ευρώ ως το 2030 αν ακολουθηθούν οι σχεδιασμοί που περιγράφονται στο ΕΣΕΚ. Το μέτρο έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα της ευρωπαϊκής οδηγίας για το Χρηματιστήριο Ρύπων, στόχος της οποίας είναι, να πιέσει τους μεγάλους ρυπαντές (μέσω του υψηλού κόστους της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών CO2, ανάλογα με το πόσο ρυπαίνουν) να περιορίσουν τις εκπομπές τους αντί να μετακυλήσουν το βάρος στις τσέπες των καταναλωτών.

Οι προσπάθειες όμως για να ενισχυθούν τα οικονομικά του λιγνίτη δεν σταματούν εδώ. Κυβέρνηση και ΔΕΗ έχουν αποδυθεί σε αγώνα δρόμου προκειμένου να εγκριθεί ο μόνιμος Μηχανισμός Διασφάλισης Ισχύος (ΜΔΙ) μαπό την Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την επιδότηση των λιγνιτικών μονάδων. Οι διαπραγματεύσεις λαμβάνουν χώρα σε καθεστώς άκρας μυστικότητας, χωρίς διαβούλευση με φορείς της αγοράς ηλεκτρισμού στην Ελλάδα, σε αντίθεση με την αντίστοιχη διαδικασία που ακολουθήθηκε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο. Για το θέμα αυτό, με δημόσιες δηλώσεις του, ο πρόεδρος της ΔΕΗ έχει επανειλημμένα συνδέσει την έγκριση του ΜΔΙ με την επιτυχία του διαγωνισμού πώλησης, καθώς περιλαμβάνει γενναίες επιδοτήσεις στη λιγνιτική βιομηχανία.

Ενδεικτική της μη ελκυστικότητας του λιγνιτικού πακέτου πώλησης είναι η επιμονή από την πλευρά των επίδοξων επενδυτών της θέσπισης μηχανισμού επιμερισμού ζημιών των προς πώληση μονάδων ανάμεσα στη ΔΕΗ και τους νέους ιδιοκτήτες. Τέτοιος μηχανισμός δεν συμπεριλήφθηκε στους όρους αγοραπωλησίας (Σύμβαση Αγοραπωλησίας Μετόχων – SPA) του πρώτου διαγωνισμού, ο οποίος έληξε με μόλις μία έγκυρη προσφορά, μόνο για τη μονάδα «Μελίτη Ι» ύψους 25 εκατ. ευρώ, σχεδόν έξι φορές χαμηλότερο από την τιμή που προσδιόρισε ο ανεξάρτητος εκτιμητής της ΔΕΗ (153 εκατ. ευρώ).

Μετά την παταγώδη αποτυχία του πρώτου διαγωνισμού και με τον δεύτερο να «τρέχει» θεωρείται βέβαιο ότι θα συμπεριληφθεί ένας τέτοιος μηχανισμός στο επόμενο SPA (Sale & Purchase Agreement). Ήδη αυτές τις μέρες έχουν ξεκινήσει οι διαπραγματεύσεις μεταξύ υποψηφίων επενδυτών και ΔΕΗ για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στους όρους αγοραπωλησίας. Ανεξαρτήτως όμως του πως θα κατανέμονται οι ζημιές ανάμεσα σε παλιούς και νέους ιδιοκτήτες, οι καταναλωτές είναι εκείνοι που θα κληθούν να πληρώσουν τις ζημιές, με τον έναν τρόπο ή τον άλλο.

Πίσω έχει η Αχλάδα την …ουρά

Η προσπάθεια πώλησης των λιγνιτών της ΔΕΗ έφερε στο φως της δημοσιότητας και μια περίεργη υπόθεση υπερκοστολόγησης του λιγνίτη από τον ιδιώτη που εκμεταλλεύεται το ορυχείο της Αχλάδας, το οποίο τροφοδοτεί τον ΑΗΣ Μελίτης. Η ανάγκη να εξασφαλιστεί φτηνός λιγνίτης και σε σταθερή τιμή, οδήγησε κυβέρνηση και ΔΕΗ να πιέσουν με τη σειρά τους τον ιδιοκτήτη του ορυχείου να χαμηλώσει την τιμή του κατά τουλάχιστον πέντε ευρώ ανά τόνο, γεγονός που ισοδυναμεί με 12,5 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Ωστόσο, ακόμη δεν επετεύχθη συμφωνία. Προκύπτουν όμως ορισμένα ερωτήματα:

  • Γιατί η ΔΕΗ τόσα χρόνια ανεχόταν να πληρώνει ακριβότερα τον λιγνίτη της Αχλάδας στον ιδιώτη;
  • Πώς αυτή η σημαντική διαφορά της τάξης των 12,5 εκατ. ευρώ επηρέασε τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας;
  • Με ποιόν τρόπο θα εξαναγκαστεί ο ιδιώτης να χαμηλώσει τις τιμές του λιγνίτη;

Στρέβλωση και μάλιστα με κοινωνικές προεκτάσεις πρέπει να θεωρηθούν και οι απότομες εθελούσιες έξοδοι εργαζομένων, το κόστος των οποίων επωμίζεται η ΔΕΗ προκειμένου να μειωθεί το εργατικό κόστος στις υπό πώληση μονάδες. Η συρρίκνωση του προσωπικού γίνεται πρόχειρα και ύστερα από απαίτηση των επενδυτών, χωρίς απολύτως κανένα σχέδιο αντικατάστασης των θέσεων εργασίας που θα χαθούν από την οικονομία των λιγνιτικών περιοχών συνολικά, καθώς είναι γνωστό ότι κάθε θέση εργασίας στη λιγνιτική βιομηχανία συνδέεται με επιπλέον θέσεις εργασίας σε άλλους τομείς. Επίσης, όπως και στην περίπτωση της Αχλάδας, η απότομη αυτή μείωση προσωπικού προκαλεί εύλογες απορίες: Ήταν αχρείαστο το προσωπικό στις τρεις προς πώληση λιγνιτικές μονάδες τόσα χρόνια; Αν όχι, πώς θα καταφέρουν να λειτουργήσουν με προσωπικό μειωμένο κατά το ήμισυ τους λιγνιτικούς σταθμούς οι νέοι ιδιοκτήτες τους;

Αντιδράσεις από περιβαλλοντικές οργανώσεις

Απέναντι σε αυτή τη σωρεία στρεβλώσεων που προκαλεί η πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ στέκονται οι περιβαλλοντικές οργανώσεις. Σε δύο επιστολές που απέστειλαν τα δίκτυα περιβαλλοντικών οργανώσεων «EuropeBeyondCoal» και «ClimateActionNetwork», η οργάνωση περιβαλλοντικών δικηγόρων «ClientEarth» και η δεξαμενή σκέψης στην Ελλάδα για θέματα ενέργειας, περιβάλλοντος και βιώσιμης ανάπτυξης «TheGreenTank» ζητούν τη ματαίωση της πώλησης, εξηγώντας ότι η απόφαση των θεσμών να δοθεί πρόσβαση στα λιγνιτικά κοιτάσματα στους ιδιώτες στηρίζεται στη λάθος παραδοχή ότι ο λιγνίτης θα εξακολουθήσει να παραμένει η φθηνότερη πηγή ενέργειας.

Η απόφαση να δοθεί πρόσβαση στα λιγνιτικά κοιτάσματα στον ιδιωτικό τομέα, στηρίζεται σε λάθος παραδοχή ότι ο λιγνίτης θα είναι η φθηνότερη πηγή ενέργειας

Η πρώτη επιστολή που απευθύνεται στους επιτρόπους Ενεργειακής Ενωσης και Ενέργειας και Κλιματικής Δράσης Μάρος Σέφκοβιτς και Μιγκέλ Αρίας Κανιέτε αντίστοιχα, επικεντρώνεται στις αρνητικές συνέπειες της σχεδιαζόμενης πώλησης στην ενεργειακή πολιτική της χώρας, στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και στους καταναλωτές, ενώ η δεύτερη επιστολήστην Επίτροπο Ανταγωνισμού κυρία Μαργκρέτε Βεστάγκερ αναδεικνύει τις στρεβλώσεις στα ζητήματα ανταγωνισμού.

Ως αδιέξοδη χαρακτήρισε, πρόσφατα, τη διαδικασία πώλησης των λιγνιτών της ΔΕΗ και ο πρώην πρόεδρός της Αρθούρος Ζερβός και κάλεσε τις εμπλεκόμενες πλευρές να αναζητήσουν ένα νέο οδικό χάρτη.

Φως στο ζήτημα της αδιαφανούς διαπραγμάτευσης του ελληνικού ΜΔΙ και στη συμμόρφωση αυτού με τους νέους ευρωπαϊκούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας επιχειρεί να ρίξει ο Ισπανός ευρωβουλευτής της ομάδας των Πράσινων Φλοράντ Μαρτσελλέζι που ήταν και σκιώδης εισηγητής των Πράσινων στη διαπραγμάτευση για τον Κανονισμό Λειτουργίας της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (ElectricityMarketRegulation).

Με επείγουσα ερώτησή του προς την κυρία Βεστάγκερ ζητά να μάθει αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα επιβάλλει στην Ελλάδα την κατάργηση των επιδοτήσεων όλων των λιγνιτικών μονάδων μέσω των Αποδεικτικών Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ) από 1.7.2025 όπως επιβάλλουν οι νέοι κανόνες που αποφασίστηκαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο τον Δεκέμβριο του 2018, με την αποφασιστική συμμετοχή και του ιδίου.

Ζητά επίσης να μάθει με ποιον τρόπο θα εξασφαλιστεί η συμμετοχή στη διαπραγμάτευση όλων των φορέων της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που θα επηρεαστούν από τον όποιο μηχανισμό εφαρμοστεί τελικά και κάνει ιδιαίτερη μνεία ο Ισπανός ευρωβουλευτής στην υπό κατασκευή λιγνιτική μονάδα της ΔΕΗ «Πτολεμαΐδα V» και στο κατά πόσο αυτή δικαιούται πληρωμές ΑΔΙ, καθώς σύμφωνα με τους νέους κανόνες, καμία μονάδα που θα τεθεί σε εμπορική λειτουργία μετά την 1.1.2020, δεν επιτρέπεται να επιδοτείται μέσω ΑΔΙ.

«Η εξέλιξη της διαδικασίας πώλησης του λιγνιτικού πακέτου της ΔΕΗ έχει πλέον αποδείξει πέρα από οποιαδήποτε αμφιβολία, τη μη ανταγωνιστικότητα του ελληνικού λιγνίτη. Επομένως η επιμονή στην πώληση που θα διαιωνίσει τη χρήση του, θα αποβεί τελικά σε βάρος του κλίματος, της δημόσιας υγείας, του περιβάλλοντος, αλλά και των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα που θα κληθούν να πληρώσουν από την τσέπη τους αυτά που δεν δέχονται να πληρώσουν οι νέοι ιδιοκτήτες και δεν αντέχει πλέον να πληρώσει η ΔΕΗ», δηλώνει ο Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής πολιτικής για την ενέργεια και το κλίμα στην περιβαλλοντική δεξαμενή σκέψης «the Green Tank». Και προσθέτει: «Η μόνη λύση που συμβαδίζει με το δημόσιο συμφέρον είναι η ματαίωση της πώλησης και η επαναδιαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή γύρω από το κομβικό ζήτημα της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα».