Τομεακοί προϋπολογισμοί άνθρακα: μια ευκαιρία για αποτελεσματική κλιματική & κοινωνική πολιτική

Με βάση τον Εθνικό Κλιματικό Νόμο, η ηλεκτροπαραγωγή, τα κτίρια και οι μεταφορές είναι ανάμεσα στους επτά τομείς για τους οποίους το 2024 θα καταρτιστούν τομεακοί προϋπολογισμοί άνθρακα (sectoral caron budgets). Αυτοί θα ορίζουν τις μέγιστες ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου ανά τομέα για την πενταετία 2026-2030. Με αυτήν την αφετηρία, στο άρθρο του για το ειδικό αφιέρωμα του energypress.gr με τίτλο «Τομεακοί προϋπολογισμοί άνθρακα: μια ευκαιρία για αποτελεσματική κλιματική & κοινωνική πολιτική» ο Νίκος Μάντζαρης, αναλύει τη σημασία αυτού του εργαλείου για τη χάραξη μιας φιλόδοξης κλιματικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τους στόχους του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) αλλά και τη λειτουργία του νέου Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών ΣΕΔΕ 2.

Σχετικά με την ηλεκτροπαραγωγή, ο Νίκος Μάντζαρης θεωρεί ότι ο αντίστοιχος τομεακός προϋπολογισμός πρέπει να είναι συνεπής με το ΕΣΕΚ, σύμφωνα με το οποίο  το ανθρακικό αποτύπωμα του τομέα θα συρρικνωθεί στους περίπου 4 εκ. τόνους CO2 το 2030 και πρακτικά θα μηδενιστεί το 2035. Το κύριο ερώτημα που εγείρεται, σύμφωνα με το άρθρο, εδώ αφορά τη μη βιωσιμότητα των νέων μονάδων ορυκτού αερίου δεδομένου μάλιστα ότι η χρήση του στην ηλεκτροπαραγωγή θα εξαλειφθεί έως το 2035.

Σχετικά με τα κτίρια και τις οδικές μεταφορές – δύο τομείς που παρουσιάζουν στασιμότητα στις εκπομπές CO2 τα τελευταία χρόνια – ο Νίκος Μάντζαρης υπογραμμίζει ότι η ένταξή τους στο νέο ΣΕΔΕ 2 από το 2027 πρόκειται να αυξήσει σημαντικά το κόστος κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων σε αυτούς τους τομείς. Παράλληλα το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα σχεδιάζεται με στόχο να μετριάσει τις κοινωνικές επιπτώσεις που θα φέρει αυτή η αύξηση των τιμών. Το στοίχημα εδώ είναι να αποφευχθεί η πολιτική της επιδότησης και η χώρα να επενδύσει σε έργα που φτάνουν στη ρίζα του προβλήματος. «Ενεργειακές αναβαθμίσεις, αντλίες θερμότητας, αυτοπαραγωγή -ατομική ή συλλογική- ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, προώθηση των καθαρών μέσων μαζικής μεταφοράς και της ηλεκτροκίνησης, είναι το είδος των έργων που πρέπει να επιδοτηθούν, με προτεραιότητα στους ευάλωτους», αναφέρει το άρθρο, προτείνοντας αυτός ο σχεδιασμός να αποτυπωθεί και στους αντίστοιχους τομεακούς προϋπολογισμούς άνθρακα.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2023, στο ειδικό αφιέρωμα του energypress.gr για τις εμπειρίες του 2023, τις προκλήσεις και τις προσδοκίες του 2024.

Το πλήρες αφιέρωμα είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του energypress.gr.

Ακολουθεί το άρθρο του Νίκου Μάντζαρη:

Τομεακοί προϋπολογισμοί άνθρακα: μια ευκαιρία για αποτελεσματική κλιματική & κοινωνική πολιτική

Το 2024 θα είναι μια χρονιά-σταθμός για την ελληνική κλιματική πολιτική. Με βάση τον Εθνικό Κλιματικό Νόμο, πρόκειται να καταρτιστούν οι πρώτοι τομεακοί προϋπολογισμοί άνθρακα (sectoral caron budgets) οι οποίοι θα προσδιορίζουν τις μέγιστες ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου που επιτρέπεται να εκπέμψουν επτά (7) συγκεκριμένοι τομείς κατά τη διάρκεια της πενταετίας 2026-2030. Ανάμεσά τους η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τα κτίρια και οι μεταφορές.

Ηλεκτροπαραγωγή
Η πρόοδος που σημειώθηκε στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και ειδικά το 2023 είναι αδιαμφισβήτητη. Η καθαρή ενέργεια (ΑΠΕ και μεγάλα υδροηλεκτρικά) πλέον καλύπτει περισσότερο από τη μισή ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο δίκτυο. Έτσι οι εκπομπές CO2 του τομέα θα σημειώσουν ιστορικό χαμηλό το 2023 (της τάξης των 15 εκ. τόνων), που προβλέπεται να βελτιώσει κατά πολύ το προηγούμενο χαμηλό του 2022 (19 εκ. τόνοι). Αν μάλιστα υλοποιηθεί ο σχεδιασμός του ΕΣΕΚ, ο ελληνικός τομέας ηλεκτροπαραγωγής θα μειώσει το ανθρακικό του αποτύπωμα στους περίπου 4 εκ. τόνους CO2 το 2030 και σχεδόν θα το μηδενίσει το 2035. Αν τα παραπάνω αποτυπωθούν και στον πρώτο προϋπολογισμό άνθρακα του τομέα, η Ελλάδα θα βρεθεί στον ίδιο δρόμο με τις πιο προοδευτικές χώρες της Ευρώπης όπως η Δανία, η Αυστρία, ή η Πορτογαλία.

Ωστόσο, το μεγάλο ερώτημα που αφορά τον τομέα είναι το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας που θα προκύψει από την υλοποίηση του ΕΣΕΚ το οποίο κατατέθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως προσχέδιο προς σχολιασμό τον Νοέμβριο. Το ΕΣΕΚ προβλέπει αύξηση της ισχύος μονάδων με καύσιμο το ορυκτό αέριο στα 7.7 GW το 2030 (από 6 GW σήμερα). Ταυτόχρονα προβλέπει μερίδιο 82% των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή. Είναι φανερό ότι με τόσο μικρό μερίδιο αερίου το 2030 και σχεδόν μηδενισμό της χρήσης του στην ηλεκτροπαραγωγή ως το 2035 -όπως επίσης αποτυπώνεται στο προσχέδιο ΕΣΕΚ-, η βιωσιμότητα των νέων μονάδων αερίου θα απαιτήσει την οικονομική ενίσχυση από τους καταναλωτές, πιθανότατα μέσω κάποιου μηχανισμού επάρκειας ισχύος (capacity mechanism). Επιπλέον, για να διασφαλιστεί η λειτουργία ειδικά των νέων μονάδων αερίου μέσα στην επόμενη δεκαετία θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν ανανεώσιμα αέρια. Κάτι τέτοιο όμως, όχι μόνο θα στερήσει πολύτιμες ποσότητες αυτών των αερίων από άλλους τομείς για την απανθρακοποίηση των οποίων δεν υπάρχουν οι οικονομικές συμφέρουσες εναλλακτικές λύσεις που έχει ήδη ο τομέας της ηλεκτροπαραγωγής, αλλά θα αυξήσει και το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, επιβαρύνοντας πολίτες και εθνική οικονομία. Είναι συνεπώς κρίσιμο, πριν την οριστικοποίηση του ΕΣΕΚ τον Ιούνιο του 2024, να επανεξεταστούν τα σχέδια για την κατασκευή των δύο νέων μονάδων ορυκτού αερίου ισχύος 1.7 GW που περιγράφονται στο τρέχον προσχέδιο.

Κτίρια και οδικές μεταφορές

Σε αντίθεση με τον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, το ανθρακικό αποτύπωμα των κτιρίων και των οδικών μεταφορών παρουσιάζει στασιμότητα τα τελευταία χρόνια. Από το 2013 που ξεκίνησε η 3η φάση εφαρμογής της ευρωπαϊκής κλιματικής νομοθεσίας (Οδηγία για το ΣΕΔΕ και Effort Sharing Regulation) ως το 2021 που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία επίσημα στοιχεία, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τους δύο αυτούς τομείς στην Ελλάδα όχι μόνο δεν μειώθηκαν αλλά παρουσίασαν και μικρή αύξηση κατά 3.3%, ενώ στην ΕΕ-27 σημειώθηκε αντίστοιχα μικρή μείωση (-3.2%). Οι πολύ ανησυχητικές αυτές επιδόσεις οδήγησαν την ΕΕ-27 στη δημιουργία ενός νέου, διακριτού Σύστηματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ-2) αποκλειστικά για αυτούς τους δύο τομείς με στόχο να μειωθούν οι εκπομπές τους κατά 42% το 2030 σε σχέση με τα επίπεδα του 2005. Η λειτουργία του ΣΕΔΕ-2 θα ξεκινήσει το 2027 και αναμένεται να αυξήσει σημαντικά το κόστος χρήσης ορυκτών καυσίμων για θέρμανση στα κτίρια και για οδικές μεταφορές.

Για την άμβλυνση των κοινωνικών επιπτώσεων από αυτές τις αυξήσεις τιμών, δημιουργήθηκε το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα (ΚΤΚ) το οποίο θα ξεκινήσει να κατανέμει τους πόρους στα κράτη μέλη το 2026. Αν και η Ελλάδα θα έχει μία από τις μεγαλύτερες κατά κεφαλήν καθαρές ενισχύσεις στην ΕΕ-27, θα λάβει μόλις 4.5 δις ευρώ από αυτό το ταμείο για ολόκληρη την περίοδο 2026-2032, συμπεριλαμβανομένης της εθνικής συνεισφοράς. Οι πόροι αυτοί είναι λιγότεροι από το ήμισυ των 10.7 δις ευρώ που δαπάνησε το κράτος για να μειώσει τους λογαριασμούς ενέργειας των Ελλήνων καταναλωτών κατά τη 16μηνη περίοδο της πρόσφατης ενεργειακής κρίσης (Σεπτέμβριος 2021-Δεκέμβριος 2022). Από την απλή σύγκριση των δύο ποσών και των αντίστοιχων χρονικών περιόδων χρήσης τους γίνεται άμεσα ορατός ο κίνδυνος μεγάλης κοινωνικής κρίσης ως αποτέλεσμα της λειτουργίας του ΣΕΔΕ-2, αν ακολουθηθεί η ίδια πολιτική επιδοτήσεων -άμεσων ή έμμεσων- της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων.

Η Ελλάδα πρέπει να ξεκινήσει άμεσα τη χρηματοδότηση έργων που φτάνουν στη ρίζα του προβλήματος: την εξάρτηση των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τα ορυκτά καύσιμα. Ενεργειακές αναβαθμίσεις, αντλίες θερμότητας, αυτοπαραγωγή -ατομική ή συλλογική- ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, προώθηση των καθαρών μέσων μαζικής μεταφοράς και της ηλεκτροκίνησης, είναι το είδος των έργων που πρέπει να επιδοτηθούν, με προτεραιότητα στους ευάλωτους. Και μάλιστα άμεσα, πολύ πριν ξεκινήσει η εκταμίευση των πόρων του ΚΤΚ το 2026. Τα έσοδα που πρόκειται να εισπράξει η χώρα από το ΣΕΔΕ-1 την περίοδο 2024-2030 εκτιμώνται σε περίπου 11 δις ευρώ με μετριοπαθείς εκτιμήσεις για την τιμή του δικαιώματος στο χρηματιστήριο ρύπων (80 ευρώ/τόνο). Αν τμήμα τους αξιοποιηθεί σε έργα μείωσης του ανθρακικού αποτυπώματος των νοικοκυριών αντί για επιδοτήσεις λογαριασμών, τότε όχι μόνο θα προετοιμαστεί εγκαίρως η κοινωνία – και ειδικά το πιο ευάλωτο κομμάτι της – για την εφαρμογή του ΣΕΔΕ-2, αλλά θα βελτιωθεί σημαντικά και η κλιματική επίδοση της χώρας στα κτίρια και τις οδικές μεταφορές.

Ένας τέτοιου είδους σχεδιασμός πρέπει να αποτυπωθεί στους προϋπολογισμούς άνθρακα για τους τομείς των κτιρίων και των οδικών μεταφορών το 2024. Εξάλλου, για όλους τους τομείς, θα ήταν μεγάλο λάθος αν η διαμόρφωσή τους προσεγγιστεί σαν μια εκτίμηση μερικών ακόμα αριθμών που θα προκύψουν από ένα υπολογιστικό μοντέλο, και θα καταγραφούν σε κάποια υπουργική απόφαση. Η κατάρτιση των τομεακών προϋπολογισμών άνθρακα αποτελεί πραγματική ευκαιρία για ενημέρωση και διαβούλευση με τους πολίτες και, προπάντων, για άσκηση εμπνευσμένης κλιματικής και κοινωνικής πολιτικής.